Ατροποσ - Federico Betti 2 стр.


Οι γονείς του χαίρονταν, πραγματικά, για εκείνον, επειδή τον έβλεπαν χαρούμενο και περηφανεύονταν γι’ αυτόν σε συγγενείς και οικογενειακούς φίλους.

Πέραν του ότι πήγε στο Πανεπιστήμιο, κάνει και κάτι χρήσιμο και προσοδοφόρο, με αυτά τα λίγα που μπορούσε να μαζεύει.

«Δεν θα είναι πολλά, μα για ένα φοιτητή, είναι σίγουρα καλύτερο από το τίποτα».

Έτσι μνημόνευαν τη δουλίτσα, που είχε βρει ο γιος τους.

«Φαίνεται ότι δεν είναι ο μόνος κι, έτσι, γνώρισε κι άλλους συνομηλίκους του, με τους οποίους έβγαινε, κάποιες φορές, για βόλτα, βρίσκονταν στο πάρκο Τζιαρντίνι Μαργκερίτα ή στην Πιάτσα Ματζόρε, το απόγευμα του Σαββάτου, διασκέδαζαν και, κάποιες φορές, έτρωγε έξω μαζί τους.

Με τα λίγα που κερδίζει, καταφέρνει να τα βγάζει πέρα, ακόμη και χωρίς να χρειαστεί να του δώσουμε χρήματα».

Ήταν εύκολη δουλειά, αφού έπρεπε, απλά, να μοιράζει φυλλάδια. Όσο για κάποιον που δεν ήξερε πώς να κάνει αυτή τη δουλειά; Αρκούσε να μοιράζει τα διαφημιστικά φυλλάδια τριγύρω. Στις πολυκατοικίες, στους δημόσιους χώρους ή ακόμη και στο δρόμο και το πρόβλημα λυνόταν. Δεν απαιτούνταν κάτι άλλο, ούτε υπήρχε κάποιου άλλου είδους υποχρέωση.

Εύκολο, παιχνιδάκι.

Κι αυτό έκανε κάθε απόγευμα, μία, το πολύ δύο ώρες την ημέρα και μόνο τις καθημερινές, όταν τελείωνε από τα μαθήματα της Σχολής. Τα Σαββατοκύριακα ξεκουραζόταν, διασκέδαζε και ξόδευε ένα μικρό μέρος των χρημάτων που είχε κερδίσει: επειδή ήταν επιμελής, είχε συμφωνήσει με τους γονείς του, να κρατούν τα μισά. Τώρα, που είχε τη δυνατότητα, ήθελε να συμβάλλει στα έξοδα του σπιτιού, στο βαθμό που μπορούσε.

Έτσι, συνέχιζε τη δουλειά, με τη φυσική αφέλεια της ηλικίας του, χωρίς καν να αναρωτιέται τι πράγμα διαφήμιζαν αυτά τα φυλλάδια.

IV

Το βράδυ της ίδιας ημέρας, στις 18:30, ο Επιθεωρητής Τζαμάνι κι ο πράκτορας Φινόκι, επέστρεψαν στην οδό Κρακοβία, για να μιλήσουν με τον Πάολο Καρνεβάλι.

Χτύπησαν το κουδούνι και, μέσα σε λίγα λεπτά, βρίσκονταν μέσα στο διαμέρισμα.

«Με ειδοποίησαν, λίγο μετά την άφιξή σας», εξήγησε ο άντρας. «Σας περίμενα. Παρακαλώ, αν θέλετε, περάστε στο σαλόνι».

Κάθισαν σε μία ροτόντα, μεσαίου μεγέθους και, μετά τις συστάσεις, ο Τζαμάνι άρχισε να μιλά.

«Μας συγχωρείτε για το ακατάλληλο της ώρας. Δεν ξέρω αν συνηθίζετε να δειπνείτε νωρίς, αλλά μάλλον θα σας βγάλουμε λίγο εκτός προγράμματος».

«Μη σας προβληματίζει», απάντησε ο Καρνεβάλι. «Κυρίως, θέλω να μάθω το λόγο της επίσκεψής σας».

«Θα θέλαμε να μιλήσουμε για τη Λουτσία Μιστρόνι».

«Τι έκανε; Της συνέβη κάτι;»

Φαινόταν να μη γνωρίζει τίποτα γι’ αυτό που είχε συμβεί στην πρώην αρραβωνιαστικιά του ή, αν το ήξερε, το έκρυβε καλά.

«Σήμερα το πρωί, η μητέρα της τη βρήκε νεκρή, μέσα στο διαμέρισμά της».

Ο Πάολο Καρνεβάλι έκλεισε, για μία στιγμή, τα μάτια του και μετά τα άνοιξε πάλι και είπε:

«Λυπάμαι πάρα πολύ. Πώς έγινε; Βρήκατε κάτι; Φαντάζομαι, ότι για να είστε εδώ, είναι ακόμη νωρίς για να κατονομάσετε τον ένοχο».

«Ερευνούμε την υπόθεση», εξήγησε ο Τζαμάνι. «Για την ώρα, ξέρουμε μόνο ότι η μητέρα της πήγε στο σπίτι της κόρης της και, επειδή δεν έπαιρνε απάντηση, επέστρεψε για να πάρει τα δικά της κλειδιά για το διαμέρισμα. Όταν άνοιξε την πόρτα, η Λουτσία Μιστρόνι ήταν πεσμένη στο πάτωμα».

Τουλάχιστον, προς ώρας, δεν είπε κάτι για τα απειλητικά τηλεφωνήματα.

«Ελπίζω, να βρείτε γρήγορα τον ένοχο. Γιατί ήρθατε να μιλήσετε μαζί μου; Δεν έχω δει τη Λουτσία, από τότε που χωρίσαμε, δηλαδή εδώ και λίγους μήνες».

«Πρέπει να εξετάσουμε κάθε στοιχείο και ο πρώην αρραβωνιαστικός είναι ένα εξ αυτών».

«Όπως σας είπα, δε γνωρίζω τίποτε, γι’ αυτό το θέμα. Δεν έχω δει τη Λουτσία εδώ και κάποιους μήνες».

«Γνωρίζουμε ότι, τελευταία, μαλώνατε συχνά», είπε ο Επιθεωρητής.

«Η μητέρα της σας το είπε αυτό;»

«Μάλιστα».

«Κατάλαβα. Ωραία, τον τελευταίο καιρό του αρραβώνα μας μαλώναμε αλλά αυτό δε σημαίνει πως εγώ είμαι ο ένοχος».

«Δε θέλουμε να πούμε κάτι τέτοιο. Όπως σας είπα, πρέπει να ακολουθήσουμε κάθε στοιχείο που μπορεί να μας οδηγήσει στον ένοχο γι’ αυτό το συμβάν. Γιατί μαλώνατε;»

Υπήρξε μία σύντομη παύση, στην οποία ο Πάολο Καρνεβάλι σκέφτηκε, προτού απαντήσει: «Θα έλεγα ότι η παραμικρή πρόφαση μπορούσε να ξεκινήσει μία έντονη συζήτηση μεταξύ μας. Η σχέση μας, για κάποιο λόγο, είχε πάρει αυτή την τροπή, τους τελευταίους μήνες. Μαλώναμε, ακόμη και για τα πιο απλά πράγματα».

Ο πράκτορας Φινόκι κρατούσε σημειώσεις, καταγράφοντας το καθετί.

«Καταλαβαίνω», είπε ο Επιθεωρητής. «Εδώ και καιρό, φαίνεται ότι η δεσποινίς Μιστρόνι δεχόταν απειλητικά τηλεφωνήματα. Υποπτεύεστε ποιος μπορεί να ήταν; Απ’ όσο ξέρετε, υπάρχει κάποιος που θα μπορούσε να φτάσει σε αυτό το σημείο; Κάποιος που να γνώριζε τη Λουτσία και με τον οποίο να έγινε κάτι πολύ δυσάρεστο;»

«Λυπάμαι. Δεν γνωρίζω κάτι».

Απ’ ό, τι φαινόταν, δε θα αποκόμιζαν κάτι από τον κύριο Καρνεβάλι, τουλάχιστον για την ώρα.

«Σύμφωνοι. Σε περίπτωση που σκεφτείτε κάτι για τη δεσποινίδα Μιστρόνι, καλέστε μας και ζητήστε εμένα».

Ο άντρας συγκατένευσε.

«Α, κάτι τελευταίο», είπε ο Επιθεωρητής Τζαμάνι, αποχωρώντας, ακριβώς πριν κατέβει τις σκάλες, «Να παραμείνετε στη διάθεσή μας».

V

«Μπορώ να πληρώσω με κάρτα;», ρώτησε η γυναίκα.

«Φυσικά», απάντησε η υπάλληλος του γυμναστηρίου.

«Τέλεια. Τι έντυπο πρέπει να συμπληρώσω για την εγγραφή;»

«Αυτό εδώ. Συμπληρώστε το μόνη σας και, όπου έχετε απορία, ρωτήστε μας», τη συμβούλεψε η ξανθιά γυναίκα, πίσω από τον πάγκο. «Με κεφαλαία, παρακαλώ».

Η άλλη γυναίκα συμφώνησε και πήρε το στυλό, που ήταν δεμένο με ένα κορδονάκι.

«Μαριολίνα Σπατζέζι; Διαβάζω σωστά;», ρώτησε η υπάλληλος.

«Μάλιστα».

«Και μένετε στην οδό Σαν Βιτάλε, στον αριθμό 12, σωστά;»

«Ακριβώς».

«Τέλεια. Θα έλεγα πως όλα είναι ευανάγνωστα».

Μετά, της έδωσε ένα φυλλάδιο στο οποίο διευκρινιζόταν ο κανονισμός του γυμναστηρίου.

Η Μαριολίνα Σπατζέζι το δίπλωσε, το έβαλε στην τσάντα και, βγαίνοντας, χαιρέτισε την άλλη γυναίκα, προτού πάρει το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.

Δεν έβλεπε την ώρα να ξεκινήσει: εδώ και καιρό είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι θα πήγαινε στο γυμναστήριο, ελεύθερα, χωρίς δέσμευση από ωράρια κι, επιτέλους, εκείνη την ημέρα αποφάσισε να πάει.

Περνούσε από μπροστά, σχεδόν κάθε μέρα, γιατί ήταν στη διαδρομή από το σπίτι στη δουλειά της και, συχνά, προτιμούσε να περπατά, παρά να παίρνει τη συγκοινωνία. Θεωρούσε τη συγκοινωνία φορέα ιώσεων και, στο τέλος-τέλος, το περπάτημα, όπως λένε όλοι, κάνει καλό στην υγεία.

Εκείνο το βράδυ, έφτασε σπίτι και, αφού πήρε την αλληλογραφία και έφαγε ένα γρήγορο δείπνο, μία πίτσα που παρήγγειλε, πήγε να κοιμηθεί στις 21:00: κατάκοπη, από τη δύσκολη μέρα στη δουλειά, αποκοιμήθηκε αμέσως.

Όταν ξύπνησε την επόμενη μέρα, ενώ έπαιρνε πρωινό, έλεγξε την αλληλογραφία, την οποία είχε ακουμπήσει στο τραπεζάκι του σαλονιού.

Μερικά διαφημιστικά, μία κάρτα που της είχε στείλει μία φίλη που ήταν διακοπές στη Β. Ευρώπη κι ένας λευκός φάκελος, με γραμματόσημα, που έγραφε «x Μαριολίνα Σπατζέζι» και στον οποίο η διεύθυνση ήταν γραμμένη με μικρά γράμματα.

Δεν ήξερε ποιος είναι ο αποστολέας, γιατί, προφανώς, ο ίδιος δεν ήθελε να φανερωθεί ή, ίσως, γιατί θα αποκαλυπτόταν με κάποιο τρόπο από το περιεχόμενο του φακέλου ή για κάποιον άλλο λόγο, τον οποίο η Μαριολίνα δε γνώριζε.

Ακούμπησε την κούπα με το λάτε καφέ της στο τραπεζάκι και άνοιξε το φάκελο, περίεργη να δει ποιο θα μπορούσε να είναι το περιεχόμενό του.

Επειδή ήταν ελαφρύς, ο φάκελος δε φαινόταν να έχει κάτι μέσα.

Στην πραγματικότητα, όμως, κάτι είχε μέσα και, συγκεκριμένα, μία επαγγελματική κάρτα, που έγραφε:

Μάσσιμο Τροβαϊόλι

Διευθυντής Μάρκετινγκ

Tecno Italia Ε.Π.Ε

Στο κάτω μέρος της κάρτας, υπήρχε το τηλέφωνο της εταιρίας, ένας αριθμός κινητού, εταιρικό ενδεχομένως, και η διεύθυνση ενός προσωπικού e-mail.

Με τα χέρια της να τρέμουν, η Μαριολίνα έριξε το φάκελο στο πάτωμα κι αυτός πέταξε, για λίγο, προτού ακουμπήσει κάτω. To ξαναδιάβασε και κάθισε, για να προσπαθήσει να καταλάβει τι είχε συμβεί.

VI

Τα αποτελέσματα των ερευνών της Επιστημονικής Αστυνομίας, στο διαμέρισμα της Λουτσία Μιστρόνι, καθώς και η νεκροψία που της έγινε, βγήκαν ιδιαίτερα γρήγορα και, σχεδόν, ταυτόχρονα.

«Τελικά, στο σπίτι της κοπέλας δε βρέθηκε κάτι ενδιαφέρον, τουλάχιστον κατόπιν του αρχικού ελέγχου. Θα παραμείνει όμως σφραγισμένο, μέχρι το τέλος αυτής της ιστορίας», διευκρίνισε ο Τζαμάνι, γιατί ήξερε ότι η μόλυνση ενός τόπου εγκλήματος είχε πιθανότητες να αλλοιώσει το αποτέλεσμα των ερευνών και να καθυστερήσει την κατάληξή τους. Επιπλέον, ανά πάσα στιγμή, θα μπορούσε να χρειαστεί να επιστρέψουν στο διαμέρισμα, για περαιτέρω έλεγχο.

Το διαμέρισμα φαινόταν να είναι σε πλήρη τάξη και τα πάντα φαίνονταν να είναι στη θέση τους. Αυτό, μπορεί να σήμαινε ότι ο ένοχος δεν έψαχνε για κάτι συγκεκριμένο, όταν πήγε στο σπίτι της Λουτσία.

Και, επιπλέον, η κλειδαριά στην πόρτα της εισόδου ήταν στη θέση της, χωρίς ενδείξεις παραβίασης.

Άρα, η Λουτσία Μιστρόνι, ενδεχομένως, ήξερε το δολοφόνο της.

Η νεκροψία δεν έδειξε σημάδια μάχης. Η γυναίκα είχε χτυπήσει στο κεφάλι, ενδεχομένως επρόκειτο για θανάσιμο κτύπημα και λόγω αυτού να έπεσε κάτω.

«Αυτά που έχουμε, ως τώρα, δε μας οδηγούν πουθενά», είπε ο Επιθεωρητής Τζαμάνι, μιλώντας με τον αρχηγό Λούτσι, στο γραφείο του.

«Προτείνω να ψάξουμε καλύτερα, στους συγγενείς, τους φίλους και τους γνωστούς της», είπε ο Αρχηγός. «Τουλάχιστον, θα καταφέρουμε να πάρουμε περισσότερες πληροφορίες για την κοπέλα».

«Συμφωνώ».

«Να ζητήσετε τη βοήθεια του πράκτορα Φινόκι. Μοιραστείτε τα καθήκοντα, κατά πρώτοις. Να πάτε μαζί στη μητέρα και μετά, με βάση όσα γνωρίζει να σας πει, μιλήστε με τα άτομα που γνώριζαν την κόρη της».

Όταν τελείωσε η συζήτηση, ο Τζαμάνι κι ο Φινόκι, βγήκαν για να πάνε να μιλήσουν ξανά, με τη μητέρα της Λουτσία Μιστρόνι.

Η κίνηση στο δρόμο, εκείνο το πρωί, ήταν ανυπόφορη. Ωστόσο κατάφεραν να φτάσουν στον προορισμό τους σε λογικό χρόνο. Η γυναίκα τους είχε δώσει τη διεύθυνσή της, αμέσως πριν βγει από το διαμέρισμα της κόρης της, την προηγούμενη ημέρα.

Όταν η γυναίκα είδε τους δύο αστυνομικούς, έμπαινε στο σπίτι, έχοντας περάσει από τον μανάβη.

Τους ζήτησε να περάσουν μέσα και τους ρώτησε αν ήθελαν κάτι να πιουν.

«Είστε πολύ ευγενική», είπε με ευγνωμοσύνη ο Επιθεωρητής, «θα δεχτώ, ευχαρίστως, ένα ποτήρι νερό».

«Το ίδιο και για μένα, ευχαριστώ», είπε ο Μάρκο Φινόκι.

Η γυναίκα έβαλε νερό σε δύο, αρκετά ευμεγέθη, γυάλινα ποτήρια και τα σέρβιρε στους επισκέπτες της.

«Έχουμε και πάλι ανάγκη τη βοήθειά σας», έκανε την αρχή ο Επιθεωρητής, αφού ήπιε μία γουλιά.

«Πείτε μου».

«Καταφέρατε να κάνετε μία λίστα με όλα τα άτομα που γνώριζε η κόρη σας; Αναφέρομαι σε συγγενείς, γνωστούς και φίλους. Όσον αφορά το εργασιακό περιβάλλον, αρκεί να μας πείτε το όνομα της εταιρίας».

Η γυναίκα πήρε ένα φύλλο χαρτί, ξεκίνησε να γράφει και, όταν τελείωσε, οι δύο αστυνομικοί κατάλαβαν ότι είχαν να κάνουν αρκετή δουλειά, για να καταφέρουν να μιλήσουν με όλους, στο συντομότερο δυνατό χρόνο.

Ο Τζαμάνι πήρε το χαρτί, το δίπλωσε και το έβαλε στην τσέπη του.

«Από την τελευταία φορά, που ειδωθήκαμε, σας ήρθε στο μυαλό κάτι που πιστεύετε ότι θα μας βοηθήσει στην έρευνά μας;», ρώτησε στη συνέχεια.

«Προς το παρόν, όχι, αλλά δεν το έχω ξεχάσει. Μόλις έχω κάτι για εσάς, δεν θα διστάσω να σας καλέσω».

«Σας ευχαριστούμε», είπε ο Μάρκο Φινόκι.

«Τώρα, καλύτερα να πηγαίνουμε, κυρία. Μας περιμένει η δουλειά». Αυτή τη φορά μίλησε ο Τζαμάνι.

Οι δύο αστυνομικοί σηκώθηκαν, σχεδόν ταυτόχρονα, χαιρέτησαν τη γυναίκα και βγήκαν.

Συνειδητοποίησαν πως το χαρτί, που τους έδωσε η γυναίκα, ήταν πολύ λεπτομερές: για κάθε όνομα της λίστας, διευκρινιζόταν το είδος της γνωριμίας ή της συγγένειας και, για όσους γνώριζε, είχε σημειώσει και τη διεύθυνσή τους.

Ο Τζαμάνι αποφάσισε να ξεκινήσουν με τα ονόματα, για τα οποία είχαν πλήρη στοιχεία και να άφηναν στους πράκτορες που δούλευαν στο γραφείο, τη δουλειά του να συμπληρώσουν τη λίστα με τα στοιχεία που έλειπαν.

Ο Επιθεωρητής θα ασχολούνταν με τους συγγενείς κι ο πράκτορας Φινόκι με τους φίλους.

Προτού ξεκινήσουν το δύσκολο έργο της συλλογής πληροφοριών, ξαναπέρασαν από το Τμήμα και ο Τζαμάνι εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία, για να βγάλει δύο φωτοτυπίες της λίστας, που είχε κάνει η γυναίκα: μία φωτοτυπία κράτησε ο πράκτορας Φινόκι, μία έδωσε στον πράκτορα, στον οποίο ανατέθηκε η αναζήτηση των στοιχείων που έλειπαν, κι ο Τζαμάνι ξανάβαλε στην τσέπη του την πρωτότυπη.

VII

Το λεωφορείο ήταν αρκετά γεμάτο, εκείνη την ώρα της ημέρας: πολλοί μαθητές πήγαιναν στο σχολείο κι έπιαναν το μεγαλύτερο μέρος των καθισμάτων. Έτσι κι αλλιώς, όμως, ο άντρας δεν είχε πρόβλημα να στέκεται, γιατί ήξερε ότι η διαδρομή που έπρεπε να κάνει ήταν αρκετά σύντομη.

Φτάνοντας στη στάση, που ήταν πλησιέστερη στον προορισμό του, κατέβηκε και περπάτησε στο πεζοδρόμιο.

Διέσχισε τον περιφερειακό δρόμο και άρχισε να προχωρά στην οδό Ματζόρε, κατευθυνόμενος προς το κέντρο της πόλης. Μετά από, περίπου, 500 μέτρα, έστριψε στα δεξιά για να βγει στην Λεωφόρο Σαν Βιτάλε και μπήκε σε ένα ανθοπωλείο, μέσα στη στοά.

«Καλημέρα σας», ξεκίνησε να μιλά, «σκέφτομαι να αγοράσω μερικά λουλούδια. Κάνετε και κατ’οίκον παραδόσεις, σωστά;»

«Φυσικά», απάντησε η κοπέλα.

«Ωραία».

«Τι λουλούδια σκεφτόσαστε να πάρετε;»

«Χρυσάνθεμα», απάντησε ο άντρας. «Μία όμορφη ανθοδέσμη από χρυσάνθεμα».

Η κοπέλα στάθηκε, για λίγο, χωρίς να πει τίποτα, σκεπτόμενη από μέσα της αυτό που της ζήτησε και, μετά, ξεκίνησε να ετοιμάζει την ανθοδέσμη».

«Υπάρχει η δυνατότητα να μιλήσω με τον ιδιοκτήτη;»

«Δεν είναι εδώ, αυτή τη στιγμή».

«Πότε μπορώ να τον βρω;»

«Γενικά, περνά από το μαγαζί, απόγευμα προς βράδυ».

«Κάθε μέρα;»

«Συνήθως, ναι, εκτός κι αν έχει κάποια συγκεκριμένη υποχρέωση, που δεν του το επιτρέπει».

«Ευχαριστώ, για τις πληροφορίες και για τα λουλούδια. Μπορείτε να τα κρατήσετε εδώ ως το βράδυ;»

«Φυσικά».

«Ωραία, θα σας δω το βράδυ».

«Γνωρίζεστε;», ρώτησε η κοπέλα, αναφερόμενη στο αφεντικό της και στον άντρα που τον έψαχνε.

«Αν θέλετε, μπορώ να τον ενημερώσω ότι ο τάδε πέρασε από εδώ και θα περάσει πάλι στο τέλος της ημέρας».

«Μη σας απασχολεί, δεν υπάρχει πρόβλημα. Μπορώ, άνετα, να περάσω, ακόμη και χωρίς να τον ενημερώσετε για το οτιδήποτε».

Η κοπέλα συμφώνησε και, λίγα λεπτά, αφότου βγήκε ο άντρας, αναλογίστηκε την παράξενη συμπεριφορά του.

Εκείνο το βράδυ, χωρίς η κοπέλα να έχει κάνει κάποια νύξη για την πρωινή επίσκεψη του άνδρα, ο τελευταίος κι ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, μίλησαν για περίπου μία ώρα, στο μπαρ δίπλα στο κατάστημα.

Όταν χωρίστηκαν, ο ανθοπώλης ξαναμπήκε στο μαγαζί, πήρε την ανθοδέσμη με τα χρυσάνθεμα και το τοποθέτησε πάλι στο ντουλαπάκι, στο βάθος του καταστήματος.

VIII

Ο Επιθεωρητής Τζαμάνι κι ο πράκτορας Φινόκι, μοίρασαν τα καθήκοντα: ο ένας θα επικοινωνούσε με τους φίλους της Λουτσία Μιστρόνι, ενώ ο άλλος θα μιλούσε με τους συγγενείς.

Για την ώρα, το πιο σημαντικό ήταν να βρουν πληροφορίες, αναφορικά με την κοπέλα και τα άτομα με τα οποία επικοινωνούσε πιο πολύ.

Οι οποιεσδήποτε εξελίξεις θα έρχονταν αργότερα, ως λογική συνέπεια.

Ξεκίνησαν νωρίς το πρωί, τηλεφωνώντας σε καθένα από τα άτομα, προκειμένου να προγραμματίσουν τις συναντήσεις: αυτό θα εξυπηρετούσε, εκτός από τη συλλογή χρήσιμων πληροφοριών και στο να τους γνωρίσουν και να σχηματίσουν μία πρώτη γνώμη για εκείνους.

Ο Στέφανο Τζαμάνι κατάφερε να συναντήσει, μέσα στην ίδια ημέρα, τον Ντάριο Μπανιάρα και τη Λούνα Παλτρινιέρι.

Και οι δύο, του είπαν, ήταν παλιοί φίλοι της εκλιπούσης και οι δύο έμειναν άναυδοι, όταν έμαθαν την είδηση.

Ο κύριος Μπανιάρα ήταν κτηματομεσίτης, που δούλευε σε μία εταιρία στην Οδό Ντε λα Μπάρκα.

Εκείνος κι ο Επιθεωρητής έδωσαν ραντεβού στο γραφείο του πρώτου, όπου ο Τζαμάνι έφτασε στην ώρα του, παρά την κίνηση.

Назад Дальше