Εκείνος μετακίνησε την αναπηρική καρέκλα, φέρνοντάς την στη δική μου πλευρά του γραφείου, με μάτια διαπεραστικά. «Λοιπόν; Έχεις περιέργεια να μάθεις την αιτία του ονόματος Midnight Rose; Ή όχι;»
«Ρόδο του μεσονυχτίου», μετέφρασα, παλεύοντας το συναίσθημα του να τον έχω τόσο κοντά. Απέφευγα εδώ και καιρό την ανδρική παρέα, από την ημέρα του πρώτου και τελευταίου μου ραντεβού. Ήταν τόσο καταστροφικό που με σημάδεψε για πάντα.
«Ακριβώς. Σε αυτή την περιοχή υπάρχει ένας θρύλος αιώνων, ίσως και χιλιετιών, σύμφωνα με τον οποίο αν βοηθήσεις να ανθήσει ένα ρόδο του μεσονυχτίου, η πιο μεγάλη κρυφή σου επιθυμία θα πραγματοποιηθεί με τρόπο μαγικό. Ακόμη κι αν είναι κάποια επιθυμία σκοτεινή και κακοπροαίρετη».
Έσφιξα τα χέρια μου σε γροθιές, σαν να με προκαλούσε με το βλέμμα.
«Αν μία επιθυμία έχει ως σκοπό να μας κάνει ευτυχισμένους, δεν είναι ποτέ σκοτεινή και κακοπροαίρετη», είπα με ηρεμία.
Εκείνος με κοιτούσε επίμονα και με προσοχή, σαν να μην πίστευε στα μάτια του. Ξέσπασε σε ένα γέλιο, σχεδόν δαιμονικό. Για μία στιγμή, ανατρίχιασε όλη μου η πλάτη.
«Πολύ σοφή, Μελισσάνθη Μπρούνο. Σε παραδέχομαι. Λέξεις σκανδαλώδεις, από μία κοπέλα που δεν θα σκότωνε κουνούπι, χωρίς να κλάψει».
«Ίσως, μία μύγα. Με τα κουνούπια δεν έχω πρόβλημα», απάντησα λακωνικά.
Και πάλι με κοίταξε προσεκτικά, με μία μακρινή φλόγα έτοιμη να ζεστάνει τη φλόγα εκείνων των σκούρων ματιών. «Πόσες πολύτιμες πληροφορίες για σένα, δεσποινίς Μπρούνο. Έχω ανακαλύψει, μέσα σε λίγες ώρες, ότι είσαι η κόρη ενός πρώην ανθρακωρύχου που είχε πάθος με τον Ντεμπισί, ότι δεν μπορείς να δεις όνειρα και μισείς τα κουνούπια. Γιατί όμως, αναρωτιέμαι. Τι σου έχουν κάνει αυτά τα καημένα τα πλάσματα;» Ο χλευασμός ήταν προφανής στη φωνή του.
«Σιγά τα καημένα», απάντησα ετοιμόλογα. «Παράσιτα είναι, τρέφονται από το αίμα των άλλων. Είναι άχρηστα έντομα. Αντίθετα, οι μέλισσες είναι πολύ συμπαθητικές, όπως οι μύγες».
Χτύπησε το χέρι του στο πόδι του και ξέσπασε σε γέλια. «Συμπαθητικές οι μύγες; Είσαι παράξενη, Μελισσάνθη. Και πολύ, πάρα πολύ διασκεδαστική».
Πιο ιδιότροπη κι από τον καιρό του Μαρτίου, η διάθεσή του άλλαζε απότομα. Το γέλιο του έσβησε στη στιγμή και γύρισε να με κοιτάξει. «Τα κουνούπια ρουφούν το αίμα γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή, αγαπητή μου. Είναι η μόνη πηγή συντήρησής τους, δεν μπορείς να τα κατηγορήσεις. Έχουν εκλεπτυσμένα γούστα, εν αντιθέσει με τις πολύφημες μύγες, που συνηθίζουν να τσαλαβουτούν μέσα στα περιττώματα των ανθρώπων».
Κοίταξα τα γεμάτα με χαρτιά ράφια του γραφείου του, νιώθοντας άβολα κάτω από τα ψυχρά μάτια του».
«Τι θα έκανες στη θέση των κουνουπιών, Μελισσάνθη; Θα αρνιόσουν να τραφείς; Θα πέθαινες από την πείνα για να μην σου βάλουν την ταμπέλα του παράσιτου;» ο τόνος του ήταν πιεστικός, σαν να απαιτούσε μία απάντηση.
Το ευχαριστιόμουν. «Ίσως όχι. Ωστόσο, δεν είμαι σίγουρη. Θα πρέπει να έρθω στη θέση του κουνουπιού, για να σιγουρευτώ. Θέλω να πιστεύω ότι θα μπορούσα να βρω εναλλακτική». Κράτησα το βλέμμα μου μακριά από εκείνον.
«Δεν υπάρχουν πάντα εναλλακτικές, Μελισσάνθη». Για μία στιγμή, η φωνή του έτρεμε, υπό το βάρος κάποιας ταλαιπωρίας για την οποία δεν είχα ιδέα και με την οποία πάλευε κάθε μέρα, εδώ και 15 μακρά χρόνια. «Θα τα πούμε στις δύο, δεσποινίς Μπρούνο. Να είστε στην ώρα σας».
Όταν κοίταξα προς το μέρος του, εκείνος ήδη κυλούσε την αναπηρική καρέκλα, κρύβοντας το πρόσωπό του.
Η αίσθηση ότι είχα κάνει κάποια γκάφα μου μάγκωσε την καρδιά σαν μέγγενη, όμως δεν μπορούσα να επανορθώσω με κάποιο τρόπο.
Άφησα σιωπηλή το δωμάτιο.
Τρίτο κεφάλαιο
Στις δύο, ακριβώς, παρουσιάστηκα στο γραφείο. Ο Κάιλ έβγαινε από εκεί, με άλλον έναν δίσκο στα χέρια, με τον αέρα κάποιου που ήθελε να τα παρατήσει όλα και να μεταφερθεί στην άλλη άκρη του κόσμου.
«Έχει κάκιστη διάθεση και δεν θέλει να φάει τίποτα», μουρμούρισε.
Η σκέψη ότι, άθελά μου, εγώ ήμουν η αιτία της ψυχικής του κατάστασης με χτύπησε βαθιά, σε κάθε κομμάτι της ύπαρξής μου, σε κάθε μου κύτταρο. Δεν είχα κάνει ποτέ κακό σε κανέναν, περπατούσα πάντα στις μύτες για να μην ενοχλώ, προσέχοντας κάθε λέξη για να μην πληγώσω.
Πέρασα το κατώφλι, με το ένα χέρι ακουμπισμένο στο χερούλι της πόρτας, που την είχε αφήσει ανοικτή ο Κάιλ. Με την είσοδό μου, τα μάτια του σηκώθηκαν. «Α, εσείς είστε. Μπείτε, δεσποινίς Μπρούνο. Κινηθείτε, σας παρακαλώ».
Δεν έχασα χρόνο να υπακούσω.
Έσπρωξε πάνω στο γραφείο κάποια χαρτιά, καλυμμένα από έναν λεπτή ανδρική καλλιγραφία. «Στείλτε αυτά. Το ένα στον διευθυντή της τραπέζης μου και το άλλο στις διευθύνσεις που γράφει στο κάτω μέρος».
«Αμέσως, κύριε ΜακΛέιν», απάντησα με σεβασμό.
Όταν σήκωσα τα μάτια, είδα με χαρά ότι το βλέμμα του είχε γίνει και πάλι χαμογελαστό.
«Πολύ επισημότητα, δεσποινίς Μπρούνο. Δεν υπάρχει βιασύνη. Δεν είναι τόσο σημαντικά γράμματα. Δεν είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Είμαι ένας ζωντανός-νεκρός, εδώ και πολλά χρόνια τώρα».
Παρά τη σκληρότητα της δήλωσής του, φαινόταν να έχει και πάλι καλή διάθεση. Το χαμόγελό του ήταν μεταδοτικό και μου ζέστανε την καρδιά αναστατώνοντάς την. Ευτυχώς, δεν έμεινε σκυθρωπός για πολύ ώρα, αν και η οργή του ήταν ανησυχητική και βίαιη.
«Ξέρετε να οδηγείτε, Μελισσάνθη; Πρέπει να σας στείλω να πάρετε κάποια βιβλία από την τοπική βιβλιοθήκη. Ξέρετε, για έρευνα». Το χαμόγελο αντικαταστάθηκε από έναν μορφασμό. «Φυσικά, δεν μπορώ να πάω εγώ», πρόσθεσε, ως εξήγηση.
Ντροπιασμένη, έστριψα με δύναμη τα χαρτιά στα χέρια μου, κινδυνεύοντας να τα σκίσω. «Δεν έχω δίπλωμα, κύριε», απολογήθηκα.
Η έκπληξη αλλοίωσε τα τόσο όμορφα χαρακτηριστικά του. «Θεωρούσα ότι οι νεολαία βιαζόταν να μεγαλώσει μόνο και μόνο για να έχει το δικαίωμα να οδηγεί. Τόσο, που το κάνουν και νωρίτερα, στα κρυφά».
«Εγώ είμαι διαφορετική, κύριε», είπα λακωνικά. Και, όντως, ήμουν. Τόσο ξένη, μέσα στη διαφορετικότητά μου.
Με κοίταξε διερευνητικά με εκείνα τα μαύρα μάτια του, πιο διαπεραστικά κι από ραντάρ. Ανεχόμουν το βλέμμα του, ψάχνοντας για μία αποδεκτή δικαιολογία.
«Φοβάμαι την οδήγηση και με αυτή την προϋπόθεση, θα κατέληγα να προκαλέσω την καταστροφή», εξήγησα βιαστικά, ισιώνοντας το τσαλάκωμα στα χαρτιά, το οποίο εγώ η ίδια είχα προκαλέσει.
«Μετά από τόση ειλικρίνεια από μεριάς σας, μυρίζομαι ψέματα», είπε τραγουδιστά.
«Αλήθεια είναι. Πραγματικά, θα μπορούσα…». Έχασα τη φωνή μου για μία μακρά στιγμή και μετά την ανέκτησα. «Πραγματικά, θα μπορούσα να σκοτώσω κάποιον».
«Ο θάνατος είναι το μικρότερο κακό», μουρμούρισε. Χαμήλωσε τα μάτια του στα πόδια του κι έσφιξε τα δόντια.
Με έβριζα νοερά. Για άλλη μία φορά. Ήμουν πραγματικός ταραχοποιός, ακόμη και χωρίς τιμόνι στα χέρια μου. Ένας δημόσιος κίνδυνος, ασυγχώρητος, αναίσθητος, ικανός μόνο και μόνο να κάνει γκάφες.
«Μήπως σας πρόσβαλα, κύριε ΜακΛέιν;». Η αγωνία μου διέρρεε από την ερώτησή μου και τον ξύπνησα από τον λήθαργό του.
«Μελισσάνθη Μπρούνο, μία νέα γυναίκα, που ήρθε ποιος ξέρει από πού, παράξενη και διασκεδαστική σαν κινούμενο σχέδιο…Πώς μπορεί αυτή η κοπέλα να προσβάλει τον μεγάλο συγγραφέα βιβλίων τρόμου, τον σατανικό και διεστραμμένο Σεμπάστιαν ΜακΛέιν;» Η φωνή του ήταν άχρωμη, σε αντίθεση με τη σκληρότητα των φράσεών του.
Έσφιξα τα χέρια μου, αγχωμένη, όπως στην πρώτη συνάντηση. «Έχετε δίκιο, κύριε. Δεν είμαι τίποτα. Και…»
Τα μάτια του μίκρυναν με κακία. «Κι όμως. Δεν είναι έτσι. Είστε η Μελισσάνθη Μπρούνο. Άρα είστε κάποια. Μην επιτρέπετε σε κανέναν να σας ντροπιάζει, ούτε κι εμένα».
«Πρέπει να μάθω να σιωπώ. Προτού έρθω σε αυτό το σπίτι, τα κατάφερνα μία χαρά», μουρμούρισα συντετριμμένη, με σκυμμένο το κεφάλι.
«Το Midnight Rose έχει τη δυνατότητα να βγάζει το χειρότερο εαυτό σας, Μελισσάνθη Μπρούνο; Ή ο υποφαινόμενος έχει αυτή τη φοβερή ιδιότητα;» Μου απηύθυνε ένα καλοσυνάτο χαμόγελo με τη μεγαλοψυχία του κυρίαρχου.
Αποδέχτηκα σιωπηλά εκείνη την πρόταση ειρήνης και κατάφερα να χαμογελάσω. «Πιστεύω ότι εξαρτάται από εσάς, κύριε», αποκάλυψα χαμηλόφωνα, σαν να εξομολογούμουν μία μεγάλη αμαρτία.
«Ήξερα ήδη ότι ήμουν δαιμόνιος», είπε σοβαρά. «Αλλά ως αυτό το σημείο; Με αφήνετε χωρίς λόγια…»
«Αν θέλετε, σας δίνω το λεξικό», είπα χαμογελώντας. Η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη, έτσι ένιωθε κι η καρδιά μου.
«Πιστεύω ότι το πραγματικό διαβολάκι είστε εσείς, Μελισσάνθη Μπρούνο», συνέχισε να με πειράζει. «Είστε ο Σατανάς προσωποποιημένος που ήρθε για να ταράξει την ηρεμία μου».
«Ηρεμία; Είστε σίγουρος ότι δεν μπερδεύεστε με τη λέξη ‘φασαρία’;» αστειεύτηκα.
«Αν ήταν έτσι, με εσάς εδώ, δεν θα την ξαναείχα ποτέ, αυτό είναι σίγουρο. Ίσως, με αυτό το ρυθμό, θα καταλήξω να τη νοσταλγώ», απάντησε με έμφαση.
Γελούσαμε κι οι δύο, με κύματα της ίδιας διάρκειας, όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα. Τρεις φορές.
«Η κυρία ΜακΜίλιαν», είπε εκείνος, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το πρόσωπό μου.
Εγώ πήγα, απρόθυμα, να φέρω την οικονόμο.
«Ήρθε ο γιατρός Μάκιντος, κύριε», είπε η καλή γυναίκα, με μία ιδέα ανησυχίας στη φωνή της.
Ο συγγραφέας σκοτείνιασε, στη στιγμή. «Είναι κιόλας Τρίτη;»
«Βέβαια, κύριε. Θέλετε να τον συνοδεύσω στο δωμάτιό σας,» ρώτησε εκείνη, καλοσυνάτα.
«Εντάξει. Φώναξε τον Κάιλ», διέταξε εκείνος, με τόνο ξερό σαν εκατό κιλά σκόνη. Απευθύνθηκε. «Τα λέμε μετά, δεσποινίς Μπρούνο».
Ακολούθησα την οικονόμο στις σκάλες. Εκείνη απάντησε στην ερώτηση που δεν εξέφρασα. «Ο Δρ Μάκιντος είναι ο τοπικός γιατρός. Κάθε Τρίτη έρχεται να επισκεφθεί τον κύριο ΜακΛέιν. Εκτός από την παράλυση, είναι υγιής σαν ταύρος, αλλά είναι μία συνήθεια και μία προφύλαξη».
«Η…» Δίστασα, αναποφάσιστη ως προς την επιλογή των λέξεων. «…κατάστασή του είναι μη αναστρέψιμη;»
«Δυστυχώς ναι, δεν υπάρχουν ελπίδες», ήταν η λυπηρή επιβεβαίωσή της.
Στο τέλος της σκάλας περίμενε ένας άντρας, κουνώντας την βαλίτσα με τα εργαλεία.
«Λοιπόν, Μίλισεντ; Είχε ξεχάσει πάλι την επίσκεψη;» Ο άνδρας έστρεψε σε μένα το βλέμμα, ψάχνοντας την ιδιότητά μου. «Εσείς είστε η καινούργια γραμματέας; Θα πέσει σε εσάς το βάρος να θυμάστε τα επόμενα ραντεβού. Κάθε Τρίτη, στις 3 το μεσημέρι». Μου έτεινε το χέρι, με ένα φιλικό χαμόγελο. «Είμαι ο τοπικός γιατρός. Τζον Μάκιντος».
Ήταν ένας άνδρας ψηλός, σχεδόν όσο κι ο Κάιλ, αλλά πιο μεγάλος σε ηλικία, κάπου μεταξύ 60 και 70 ετών.
«Κι εγώ είμαι η Μελισσάνθη Μπρούνο», είπα σφίγγοντάς του το χέρι.
«Εξωτικό όνομα για μία ομορφιά αντάξια των γυναικών της Σκωτίας». Ο θαυμασμός στο βλέμμα του ήταν έκδηλος. Τα χαμόγελα είχαν ευγνωμωσύνη. Προτού φτάσω σε αυτό το χωριό, που ούτε ο χάρτης δεν το έχει, θεωρούμουν γλυκιά, κάτι παραπάνω από χαριτωμένη, τις πιο πολλές φορές αποδεκτή. Ποτέ όμορφή.
Η κυρία ΜακΜίλιαν έλαμψε με αυτό το κομπλιμέντο, σαν να ήταν η μητέρα μου κι εγώ η κόρη που θα παντρευόταν. Ευτυχώς, ο γιατρός ήταν ηλικιωμένος και παντρεμένος, κρίνοντας από την παχιά βέρα που φορούσε στον παράμεσο, αλλιώς θα αφοσιωνόταν στο να κάνει έναν όμορφο γάμο, στο ειδυλλιακό τοπίο του Midnight Rose.
Αφού τον συνόδευσε πάνω, γύρισε σε μένα, με μία άτακτη έκφραση στο λεπτό της πρόσωπο. «Κρίμα που είναι παντρεμένος. Θα ήταν θαυμάσιο ταίρι για εσάς».
Κρίμα που είναι γέρος, θα μου άρεσε να προσθέσω. Σιώπησα εγκαίρως, ώστε να θυμηθώ ότι η ΜακΜίλιαν ήταν τουλάχιστον 50 ετών και ίσως έβρισκε τον γιατρό ελκυστικό και ποθητό.
«Δεν ψάχνω για αρραβωνιαστικό», της θύμισα σταθερά. «Ελπίζω να μην να μου φορτώσετε και τον Κάιλ».
Εκείνη αρνήθηκε με το κεφάλι. «Κι αυτός είναι παντρεμένος. Δηλαδή…Σε διαστάση, κάτι σπάνιο σε αυτά τα μέρη. Έχει κάτι το παράξενο και το ανήθικο».
Ήμουν έτοιμη να απαντήσω ότι ο οποιοσδήποτε θα έπρεπε να αρέσει πρώτα σε μένα, αλλά σταμάτησα. Κυρίως, γιατί ο Κάιλ δεν άρεσε ούτε σε μένα. Δεν ήταν ακριβώς ο τύπος του άντρα που θα μου άρεσε να ονειρεύομαι, αν μπορούσα να ονειρευτώ. Δεν ήμουν άδικη. Η αλήθεια ήταν ότι, αφότου γνώρισα τον αινιγματικό και πολύπλοκο Σεμπάστιαν ΜακΛέιν, ήταν δύσκολο να βρω κάποιον που να τον φτάνει. Μου τα έψαλα για τη χαζομάρα. Αξιοθρήνητο και κοινότυπο να πέσω στα απλωμένα δίχτυα του όμορφου συγγραφέα. Εκείνος ήταν, απλώς ,ο εργοδότης μου κι εγώ δεν ήθελα να καταλήξω όπως εκατομμύρια άλλες γραμματείς ερωτευμένες, χωρίς ελπίδα, με το αφεντικό τους. Είτε με είτε χωρίς αναπηρική καρέκλα, ο Σεμπάστιαν ΜακΛέιν ήταν εκτός απρόσιτος για μένα.
Ασυζητητί.
«Πάω επάνω», είπα. «Συνήθως πόσο κρατούν οι επισκέψεις;»
Η οικονόμος χαμογέλασε ευχάριστα. «Περισσότερο από όσο μπορεί να αντέξει ο κύριος ΜακΛέιν». Άρχισε μία σειρά αφηγήσεων με θέμα τις ιατρικές επισκέψεις. Εγώ τη σταμάτησα στα κρυφά, με την βαθιά πεποίθηση ότι, αν δεν το έκανα εγκαίρως, την επόμενη Τρίτη θα βρισκόμουν ακόμη εκεί, ακούγοντας χωρίς διακοπές.
Ήμουν στο κεφαλόσκαλο όταν, ξαφνικά, ο Κάιλ ξεπρόβαλε μέσα από ένα υπνοδωμάτιο. Μου φάνηκε ότι ήταν το δωμάτιο του κοινού μας εργοδότη.
Μου έγνεψε και μου έκλεισε το μάτι με αυτοπεποίθηση. Εγώ παρέμεινα στη θέση μου, ώστε να μην του δώσω δικαίωμα. «Είχε δίκιο η κυρία ΜακΜίλιαν», σκέφτηκα ενώ με πλησίαζε. Μέσα του υπήρχε κάτι βαθιά διαταραγμένο.
«Κάθε Τρίτη, η ίδια ιστορία. Θα ήθελα να σταματούσε ο Μάκιντος αυτές τις ανούσιες επισκέψεις. Το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο. Μόλις φύγει, εγώ θα υποστώ την κακή διάθεσή του ασθενούς του». Το χαμόγελό του μεγάλωσε. «Κι εσύ».
Με έπιασε από τους ώμους. «Είναι η δουλειά μας, σωστά; Δεν πληρωνόμαστε γι’αυτό;»
«Ίσως, όχι αρκετά. Είναι, πραγματικά, ανυπόφορος». Ο τόνος του ήταν πολύ αγενής ώστε να με εκπλήξει. Δεν ήμουν σίγουρη αν ήταν η τυπική ειλικρίνεια των κατοίκων του χωριού, αυθεντικοί μέσα στις στυγνές κρίσεις τους. Υπήρχε και κάτι άλλο από κάτω, κάτι σαν ζήλια για όποιον μπορούσε να μην δουλεύει, αν δεν ήταν για χόμπι, όπως κι ο κύριος ΜακΛέιν. Ζήλια για εκείνον, παρόλο που ήταν καθηλωμένος σε μία αναπηρική καρέκλα, πιο φυλακισμένος κι από έναν εγκληματία.
«Δεν πρέπει να μιλάς έτσι», τον επέπληξα, χαμηλώνοντας τη φωνή μου. «Κι αν σε ακούσει;»
«Δεν είναι εύκολο να βρεις προσωπικό σε αυτά τα μέρη. Θα ήταν δύσκολο να με αντικαταστήσει». Το είπε σαν δεδομένο, συγκαταβατικά, σαν να του έκανε χάρη. Οι λέξεις ήταν πανομοιότυπες με του ΜακΛέιν και κατάλαβα τη σύμφυτη αλήθεια τους.
«Εδώ δεν υπάρχουν ευκαιρίες διασκέδασης», συνέχισε με πιο ύπουλο τρόπο τώρα. Με άνεση, τουλάχιστον έτσι φαινόταν, μου μετακίνησε μία τούφα μαλλιών από το μέτωπο. Τραβήχτηκα αμέσως, ενοχλημένη από την καυτή του ανάσα στο πρόσωπό μου.
«Ίσως την επόμενη φορά, να σε χαϊδέψω, θα το εκτιμούσα πάρα πολύ», είπε, καθόλου προσβεβλημένος.
Η σιγουριά με την οποία μίλησε ξεσήκωσε την οργή μου από τα βάθη της ψυχής μου. «Δεν θα υπάρξει άλλη φορά», είπα σφυριχτά. «Δεν ψάχνω περισπασμούς, σίγουρα όχι τέτοιου είδους».
«Βέβαια, βέβαια. Για την ώρα».
Έμεινα στωικά σιωπηλή, γιατί ήθελα να τον κλωτσήσω στα γόνατα ή να του δώσω ένα χαστούκι στο δυσάρεστο πρόσωπό του.
Κατευθύνθηκα με μεγάλα βήματα στον διάδρομο, αγνοώντας το υπαινικτικό του χαμόγελο.
Ήμουν έτοιμη να ανοίξω την πόρτα του δωματίου μου, όταν άκουσα τον ΜακΛέιν να φωνάζει και μπορούσα να ακούσω ξεκάθαρα τη φωνή του, που δεν ήταν πια τόσο πνιχτή.
«Έξω από αυτό το σπίτι, Μάκιντος! Κι αν θες να μου κάνεις χάρη, μην ξαναγυρίσεις ποτέ».
Η απάντηση του γιατρού ήταν ήρεμη, σαν να ήταν συνηθισμένος σε αυτά τα ξεσπάσματα.
«Θα επιστρέψω την Τρίτη, την ίδια ώρα, Σεμπάστιαν. Θα χαρώ να σε βρω υγιή σαν ταύρο. Η εμφάνιση και το σώμα σου ανταγωνίζονται αυτά ενός 20χρονου».
«Τι ωραίο νέο, Μάκιντος». Η φωνή του ήταν γεμάτη ειρωνεία. «Βγαίνω τώρα να το γιορτάσω. Μπορεί να πάω και σε χορό».
Ο γιατρός έκλεισε την πόρτα, χωρίς να απαντήσει. Γυρίζοντας με είδε και χαμογέλασε με ένα κουρασμένο χαμόγελο. «Θα συνηθίσετε τη μεταβαλλόμενη διάθεση του. Είναι αξιαγάπητος, όταν θέλει. Δηλαδή, πολύ σπάνια».