Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο - Rosette Rosette 9 стр.


Η σιγουριά της με πάγωσε, αν και ήταν λογικό. Βασικά, κατά βάθος, κι εγώ έτσι σκεφτόμουν. Δεν υπήρχε λόγος να ελπίζουμε ότι ο περιζήτητος εργένης της περιοχής με είχε ερωτευτεί. Σε αναπηρική καρέκλα ήταν, δεν ήταν τυφλός. Ο κόσμος μου σε μαύρο και άσπρο ήταν η ζωντανή και σταθερή απόδειξη της διαφορετικότητάς μου. Δεν θα μπορούσα να επιτρέψω στον εαυτό μου την πολυτέλεια να το ξεχάσω.

Ποτέ. Ή θα κατέληγε να με γκρεμίσει κι άλλο.

Ανέβηκα τις σκάλες όπως και κάθε άλλη μέρα. Ένιωθα ανήσυχη, παρά την ηρεμία που επεδείκνυα.

Ο Σεμπάστιαν ΜακΛέιν ήδη χαμογελούσε όταν άνοιξα την πόρτα, και έστειλε την καρδιά μου κατευθείαν στον παράδεισο. Ήλπιζα να μην ερχόταν να με ξαναπάρει από εκεί, ποτέ.

«Καλημέρα, κύριε», τον χαιρέτησα ήρεμα.

«Πολύ τυπική είσαι, Μελισσάνθη», είπε με τόνο επίπληξης, σαν να μοιραστήκαμε κάτι πιο οικείο από ένα απλό γεύμα.

Τα μάγουλά μου πύρωσαν και ήμουν σίγουρη ότι κοκκίνισα, ακόμα κι αν δεν είχα ιδέα για την πραγματική έννοια της λέξης. Το κόκκινο ήταν ένα σκούρο χρώμα, ίδιο με το μαύρο στον δικό μου κόσμο.

«Είναι απλός σεβασμός, κύριε», είπα, μετριάζοντας το επίσημο ύφος μου με ένα χαμόγελο.

«Δεν έχω κάνει πολλά για να τον αξίζω», συλλογίστηκε. «Αντίθετα, θα σου είμαι αντιπαθητικός, μερικές φορές.»

«Όχι, κύριε,» απάντησα, περπατώντας σε ένα ναρκοπέδιο. Ο κίνδυνος να εξαπολύσει την οργή του ήταν πάντα λανθάνων, παρών σε όλες τις λεκτικές συνδιαλλαγές μας και δεν μπορούσα να ρίξω τις άμυνές μου.

Ακόμα κι αν η καρδιά μου το είχε ήδη κάνει.

«Μην λες ψέματα. Δεν το ανέχομαι», απάντησε χωρίς να χάσει το υπέροχο χαμόγελό του.

Κάθισα μπροστά του, έτοιμη να εκτελέσω τα καθήκοντα για τα οποία πληρωνόμουν. Σε αυτά, σίγουρα, δεν ήταν το να τον ερωτευτώ. Αυτό αποκλειόταν.

Μου έδειξε μία στοίβα από αλληλογραφία που ήταν πάνω στο γραφείο του. «Χωρίστε την προσωπική από την επαγγελματική αλληλογραφία, παρακαλώ».

Το να πάρω τα μάτια μου από τα δικά του, που ήταν γεμάτα με ευγένεια, χρειαζόταν προσπάθεια. Εξακολουθούσα να τον νιώθω να ακουμπά πάνω μου, ζεστός και ακαταμάχητος, και δυσκολευόμουν να συγκεντρωθώ.

Μια επιστολή τράβηξε την προσοχή μου, γιατί δεν υπήρχε αποστολέας και ο γραφικός χαρακτήρας στο φάκελο μου ήταν γνωστός. Επιπλέον, ο παραλήπτης δεν ήταν ο αγαπητός μου συγγραφέας, αλλά εγώ.

Στάθηκα, έχοντας παραλύσει, με τον φάκελο ανάμεσα στα δάχτυλά μου και το κεφάλι μου γεμάτο με αντικρουόμενες σκέψεις.

«Συμβαίνει κάτι;»

Το βλέμμα μου σηκώθηκε για να συναντήσει το δικό του. Εκείνος με κοίταξε προσεκτικά και συνειδητοποίησα ότι ποτέ δεν είχε σταματήσει να το κάνει.

«Όχι, εγώ ... Είμαι εντάξει ... Είναι απλά ότι ...» είχα χαθεί σε ένα δαιδαλώδες δίλημμα: να του πω ή να μην του πω για την επιστολή; Αν το απέκρυπτα, υπήρχε κίνδυνος να του το πει αργότερα ο Κάιλ. Αυτός παραλάμβανε την αλληλογραφία και την έφερνε στο γραφείο. Ή ίσως να μην είχε παρατηρήσει ότι η επιστολή είχε άλλο παραλήπτη. Θα μπορούσα να βασιστώ σε αυτό και να κλείσω την επιστολή για να την ξαναπάρω αργότερα; Όχι, αδύνατον. Ο ΜακΛέιν ήταν πολύ παρατηρητικός και δεν του ξέφευγε τίποτα. Το βάρος του ψέματός μου θα έμπαινε ανάμεσά μας.

Άπλωσε το χέρι του, κολλώντας με την πλάτη στον τοίχο. Ο ίδιος αισθάνθηκε την αναποφασιστικότητα μου και ζήτησε να δει με τα ίδια του τα μάτια.

Με έναν βαρύ αναστεναγμό, του έδωσα το φάκελο.

Τα μάτια του απομακρύνθηκαν από μένα μόνο για ένα δευτερόλεπτο, ακριβώς όσο χρειαζόταν, για να διαβάσει το όνομα του φακέλου και, στη συνέχεια γύρισαν πάλι σε μένα. Η εχθρότητα επέστρεψε σε εκείνον, παχιά όπως ομίχλη, γλοιώδης όπως το αίμα, μαύρη όπως η δυσπιστία.

«Ποιος σου γράφει, Μελισσάνθη Μπρούνο; Ο αρραβωνιαστικός σου που είναι μακριά; Κάποιος συγγενής; Αχ, όχι, τι ανόητος. Μου είπες ότι είναι όλοι νεκροί. Τότε; Κάποιος φίλος ίσως;»

Πήρα την ευκαιρία, συνεχίζοντας το ψέμα. «Θα είναι η παλιά συγκάτοικός μου, η Τζέσικα. Ήξερα ότι θα μου γράψει και της έδωσα τη διεύθυνσή μου», είπα έκπληκτη με το πώς έρρεαν οι λέξεις από το στόμα μου, φυσικά μέσα στο ψέμα τους.

«Διάβασέ το, τότε. Θα ανυπομονείς να το κάνεις. Μην προβληματίζεσαι, Μελισσάνθη». Η φωνή του ήταν μελιστάλαχτη, χρωματισμένη με φοβερή σκληρότητα. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι η καρδιά μου υπήρχε ακόμη, παρά τις προηγούμενες πεποιθήσεις μου. Ήταν γεμάτη, αποκομμένη, ανεξάρτητη από το υπόλοιπο σώμα. Όπως και το μυαλό μου.

«Όχι ... όχι ... δεν βιάζομαι… αργότερα, ίσως ... εννοώ ότι η Τζέσικα δεν θα έχει καμία μεγάλη είδηση ​​...» ψέλλισα αποφεύγοντας το παγωμένο βλέμμα του.

«Επιμένω, Μελισσάνθη».

Για πρώτη φορά στη ζωή μου, γνώριζα την γλυκύτητα του δηλητηρίου, το μαγευτικό άρωμα της παραπλανητικής γοητείας του. Επειδή η φωνή του και το χαμόγελό του δεν φανέρωναν την οργή του. Μόνο τα μάτια του τον πρόδιδαν.

Πήρα τοm φάκελο που κρατούσα με τις άκρες των δαχτύλων, σαν να είχε μολυνθεί.

Εκείνος περίμενε. Υπήρχε μία υποψία σαδιστικής διασκέδασης σε εκείνα τα απύθμενα μάτια.

Φύλαξα τον φάκελο στην τσέπη μου. «Είναι από την αδελφή μου». Η αλήθεια βγήκε από το στόμα μου, απελευθερωτική, αν και δεν υπήρχε τρόπος να την αποφύγω. Ήταν σιωπηλός κι εγώ συνέχισα με θάρρος.

«Ξέρω ότι είπα ψέματα για τους συγγενείς μου, αλλά ... είμαι πραγματικά μόνη στον κόσμο. Εγώ ...», η φωνή μου έσπαγε. Προσπάθησα ξανά. «Ξέρω ότι ήταν λάθος, αλλά δεν ήθελα να μιλήσω γι’αυτούς.»

«’Αυτούς’;»

«Ναι. Ο πατέρας μου είναι ακόμα ζωντανός. Αλλά μόνο και μόνο επειδή η καρδιά του χτυπάει ακόμα». Τα μάτια μου θόλωσαν με δάκρυα. «Είναι σχεδόν φυτό. Είναι στο τελικό στάδιο του αλκοολισμού και δεν θυμάται καν ποιες είμαστε. Εγώ και η Μονίκ, δηλαδή».

«Ήταν βλακώδες από πλευράς σας να πείτε ψέματα, δεσποινίς Μπρούνο. Δεν σκεφτήκατε ότι η αδελφή της θα σας έγραφε εδώ; Ή μήπως φύγατε, για να μην ασχολείστε με τον πατέρα σας, αφήνοντας όλο το βάρος σε κάποιον άλλο;». Η φωνή του αντήχησε στο γραφείο, θανατηφόρα όπως κι ο πυροβολισμός ενός όπλου.

Κατάπια τα δάκρυα μου και τον κοίταξα προκλητικά. Είχα πει ψέματα, ήταν αναμφισβήτητο, αλλά εκείνος με περιέγραφε σαν μια άθλια, ανάξια να ζω, σαν μία ανάξια σεβασμού.

«Δεν σας επιτρέπω να με κρίνετε, κύριε ΜακΛέιν. Δεν ξέρετε τίποτα για τη ζωή μου, ούτε τους λόγους που με οδήγησαν να πω ψέματα. Είστε εργοδότης μου, όχι κριτής μου, πόσω μάλλον ο δήμιος μου». Η θανατηφόρα ηρεμία με την οποία μίλησα εξέπληξε περισσότερο εμένα παρά εκείνον, και έφερα το χέρι μου στο στόμα μου, σαν να μιλούσε εκείνο άθελά μου, ανεξάρτητο από το μυαλό μου, αυτόνομο, όπως η καρδιά και τα όνειρά μου.

Πετάχτηκα πάνω, ρίχνοντας την καρέκλα πίσω μου. Την σήκωσα με τρεμάμενα χέρια, με το μυαλό σε κατατονία.

Είχα ήδη φτάσει στην πόρτα, όταν μίλησε με ψυχρή σκληρότητα. «Πάρτε το ρεπό σας, δεσποινίς Μπρούνο. Μου φαίνεστε πολύ αναστατωμένη. Τα λέμε αύριο».

Έφτασα δωμάτιό μου σε ύπνωση και έτρεξα στο διπλανό μπάνιο. Εκεί έπλυνα το πρόσωπό μου με κρύο νερό και μελέτησα το είδωλό μου στον καθρέφτη. Ήταν πάρα πολύ. Όλα αυτό το ασπρόμαυρο, που με περιτριγύριζε ήταν πιο τρομακτικό κι από πένθιμο παραπέτασμα. Ένιωσα να στέκομαι επικίνδυνα στο χείλος του γκρεμού. Δεν φοβόμουν μην πέσω. Αυτό είχε συμβεί τόσες πολλές φορές και είχα ξανασηκωθεί. Το δέρμα μου και η καρδιά μου ήταν γεμάτα με εκατομμύρια αόρατες και επώδυνες ουλές. Φοβόμουν να χάσω τα λογικά μου, τη διαύγεια που με είχε κρατήσει ζωντανή, μέχρι τότε. Σε αυτή την περίπτωση θα προτιμούσα να γίνω κομμάτια.

Τα δάκρυα που δεν είχαν τρέξει ήταν συνυφασμένα με τα σωθικά μου και με έκαναν ράκος. Ένα ζόμπι, σαν πρωταγωνιστής ενός από τα μυθιστορήματα του ΜακΛέιν.

Το χέρι μου άγγιξε την τσέπη της τουίντ φούστας μου, όπου είχα στριμώξει την επιστολή της Μονίκ. Ό, τι κι αν ήθελε δεν θα μπορούσα να το καθυστερήσω άλλο. Την έβγαλα και πήγα στην κρεβατοκάμαρα.

Ήταν βαριά σαν σάκος με οπλισμένο σκυρόδεμα και μπήκα στον πειρασμό να μην την ανοίξω. Το περιεχόμενό της μόνο ένα μπορούσε να είναι: πόνος. Πίστευα πως ήμουν δυνατή, πριν φτάσω στο Midnight Rose. Πόσο λάθος έκανα. Δεν ήμουν καθόλου.

Τα χέρια μου ενήργησαν με δική τους βούληση, εγώ πλέον είχα γίνει μια μαριονέτα. Έσκισαν τον φάκελο και ξεδίπλωσαν το χαρτί που περιείχε. Λίγα λόγια, χαρακτηριστικό της Μονίκ.

Αγαπητή Μελισσάνθη,

χρειάζομαι κι άλλα χρήματα. Σ’ευχαριστώ για εκείνα που μου έστειλες από το Λονδίνο, αλλά δεν είναι αρκετά. Δεν μπορείς να ζητήσεις μια προκαταβολή μισθού από τον συγγραφέα; Να μην ντρέπεσαι και μην έχεις ενδοιασμούς. Μου έχουν πει ότι είναι πολύ πλούσιος. Βασικά είναι μόνος, παράλυτος κι επηρεάζεται εύκολα. Κάνε γρήγορα.

Η Μονίκ σου.

Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα να κοίταζω το γράμμα, ίσως λίγα λεπτά, ίσως και ώρες. Όλα είχαν χάσει τη σημασία του, λες και η ζωή μου είχε νόημα μόνο ως παράρτημα της Μονίκ και του πατέρα μου. Ήθελα να πέθαιναν κι οι δύο και αυτή η τρομερή σκέψη που διήρκησε για ένα δευτερόλεπτο, με γέμισε τρόμο. Η Μονίκ είχε προσπαθήσει να με αγαπήσει, με τον δικό της εγωιστικό τρόπο, φυσικά. Και ο πατέρας μου ... καλά, οι όμορφες αναμνήσεις από αυτόν ήταν τόσο αδύναμες που μου σταματούσαν την αναπνοή στον λαιμό. Αλλά ήταν ο πατέρας μου. Εκείνος που μου έδωσε ζωή, τελικά, θεωρώντας το δικαίωμά του μετά να την ποδοπατήσει.

Δίπλωσα το γράμμα προσεκτικά, με σχολαστική και υπερβολική προσοχή. Στη συνέχεια, το έκλεισα στο συρτάρι του κομμό.

Χρήματα.

Η Μονίκ χρειαζόταν χρήματα. Κι άλλα. Είχα ππουλήσει όσα είχα στο Λονδίνο, τα πάντα, τα οποία στην πραγματικότητα ήταν πολύ λίγα, για να την βοηθήσω, και μετά από μερικές εβδομάδες, ήμασταν πάλι στην αρχή. Ήξερα ότι η φροντίδα του μπαμπά ήταν ακριβή, αλλά τώρα άρχισα να φοβάμαι. Αν με έδιωχνε ο Σεμπάστιαν - και ο Θεός ήξερε μόνο αν είχε καλούς λόγους να το πράξει, έστω και μόνο για διασκέδαση - θα βρισκόμουν στη μέση του δρόμου. Πώς θα μπορούσα, μετά από ό, τι είχε συμβεί, να ζητήσω προκαταβολή; Ήταν κουραστική ακόμη και η σκέψη ότι το κάνω. Η Μονίκ ποτέ δεν είχε ιδιαίτερους ενδοιασμούς, προικισμένη με ένα πρόσωπο αξιοζήλευτα θρασύ, αλλά για μένα ήταν διαφορετικά. Η επικοινωνία δεν ήταν το δυνατό σημείο μου, μου ήταν αδύνατο να ζητώ βοήθεια. Ο φόβος της απόρριψης ήταν πολύ μεγάλος. Μια φορά το έκανα και ακόμα θυμάμαι τη γεύση του «όχι», την αίσθηση της απόρριψης, τον θόρυβο της πόρτας που έκλεινε στο πρόσωπό μου.

«Ο Κάιλ είναι πραγματικά ένας τεμπέλης. Το έσκασε με το αυτοκίνητο το απόγευμα και επέστρεψε μισή ώρα μετά. Ο κύριος ΜακΛέιν είναι έξω φρενών. Θα έπρεπε να τον πετάξει έξω αυτόν τον τύπο, σας το λέω. Να αφήσει έτσι τον κύριο, χωρίς βοήθεια!» Η φωνή της κυρίας ΜακΜίλιιαν ήταν γεμάτη περιφρόνηση, σαν ο Κάιλ να την είχε αδικήσει προσωπικά.

Συνέχισα να μετακινώ το φαγητό στο πιάτο, χωρίς το παραμικρό ίχνος όρεξης.

Η γυναίκα συνέχισε να μιλά, φλύαρη όπως πάντα, και δεν το είχε προσέξει. Της χάρισα ένα αναγκαστικό χαμόγελο, και βυθίστηκα πάλι στο σκοτάδι του στρώματος των σκέψεών μου. Πού να βρω τα χρήματα; Όχι, δεν είχα άλλη επιλογή. Έμεναν δύο εβδομάδες, μέχρι να εισπράξω τον μισθό μου. Η Μονίκ έπρεπε να περιμένει. Θα της τα έστελνα όλα, ελπίζοντας ότι δεν θα ήταν μια παράλογη κίνηση. Ο κίνδυνος της απόλυσης, χωρίς προειδοποίηση, ήταν τρομακτικά αληθινός. Ο κύριος ΜακΛέιν ήταν ένας απρόβλεπτος άνθρωπος, προικισμένος με μία μοναδική και, προφανώς, αναξιόπιστη ψυχραιμία.

Αποσύρθηκα στο δωμάτιο τόσο ταραγμένη που δεν μπορούσα να κλάψω, ούτε να παραμείνω ακίνητη. Πήγα στο κρεβάτι, επικαλούμενη τον ύπνο, αλλά εκείνος άργησε να φτάσει. Πλέον, δεν είχα κανέναν έλεγχο σε οτιδήποτε, εξοστρακισμένη από το ίδιο μου το σώμα.

Περιττό να πω, ότι εκείνο το βράδυ δεν είδα όνειρα.

Έβδομο κεφάλαιο

Το βουητό στο κεφάλι μου ήταν μία μαύρη λάσπη που κόχλαζε και με περικύκλωσε, χωρίς να μου δίνει την ευκαιρία να αποδράσω. Η υποδοχή του ΜακΛέιν δεν ήταν τόσο ψυχρή όπως περίμενα, ίσως επειδή απλά με αγνόησε, χωρίς να απαντήσει στον χαιρετισμό μου. Όλο το πρωί προσποιούταν ότι δεν ήμουν εκεί, και εγώ ήμουν τυλιγμένη μέσα στη δική μου δυστυχία.

«Ανάθεμα! Ανάθεμα τον υπολογιστή!» χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι, σε απόσταση ενός εκατοστού από τον υπολογιστή.

Προσπάθησα να μιλήσω με φυσικό τρόπο. «Κάτι πήγε στραβά;»

Εκείνος χαμογέλασε, χωρίς να με κοιτάξει. «Κάτι; Όλα πάνε στραβά. Τα πάντα».

Παρέμεινα σιωπηλή, περιμένοντάς να εξηγήσει.

«Σταμάτησε να λειτουργεί, γαμώτο!» είπε δείχνοντας τον υπολογιστή, με ύφος γεμάτο δυσαρέσκεια.

Πήγα δίπλα του, αδέξια, προσπαθώντας να τον βοηθήσω, ακόμα και αν τεχνολογικές γνώσεις μου ήταν αξιοθρήνητες.

Δεν διαμαρτυρήθηκε όταν έσκυψα, για να κοιτάξω την οθόνη. Μπορούσα να αισθανθώ τα μάτια του πάνω μου και την αναπνοή του τόσο κοντά, που ζέσταινε το μάγουλό μου.

Σηκώθηκα γρήγορα σαν τσιτάχ και γύρισα στη δική μου πλευρά του γραφείου, σκοντάφτοντας πάνω στα ίδια μου τα πόδια.

«Θέλετε να καλέσω τεχνικό;» πρότεινα αδύναμα.

«Δοκίμασε πρώτα να ανάψεις το φως, σε παρακαλώ».

Τα δάχτυλά μου πάτησαν επανειλημμένα τον διακόπτη, χωρίς αποτέλεσμα. «Μπλακ άουτ».

Το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω μου. «Δεν είναι η πρώτη φορά. Εδώ δεν είμαστε Λονδίνο, δεσποινίς Μπρούνο. Είμαστε τρωγλοδύτες. Ίσως θα πρέπει να πάτε πίσω στη μεγάλη πόλη».

Με αυτή την πρόταση, στέγνωσε ο λαιμός μου. Αν με έδιωχνε ... Τα χείλη μου έμειναν μισάνοιχτα, αλλά δεν βγήκε κανένας ήχο. Ήμουν πολύ δειλή για να δώσω μορφή στους φόβους μου.

Назад