Μια Αναζήτηση για Ήρωες - Морган Райс 6 стр.


Ο ΜακΓκιλ κούνησε το κεφάλι του και μετά στράφηκε στον Μπραντάιγκ.

«Και τι νέα έχουμε πέρα από το Φαράγγι;»

«Βασιλιά μου, οι περιπολίες μας έχουν δει αρκετές φορές να γίνονται προσπάθειες  για δημιουργία γέφυρας στο Φαράγγι τις τελευταίες εβδομάδες. Αυτά μπορεί να είναι σημάδια ότι οι Άγριοι κινητοποιούνται για επίθεση».

Ένας πνιχτός ψίθυρος ακούστηκε μεταξύ των αντρών. Ο ΜακΓκιλ ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται στη σκέψη αυτή. Η ενεργειακή ασπίδα ήταν ανίκητη, και όμως, όλα αυτά δεν ήταν καλός οιωνός.

«Και τι θα γίνει αν υπάρξει επίθεση σε πλήρη κλίμακα;» ρώτησε.

Εφ’ όσον η ασπίδα είναι ενεργή, δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε. Οι Άγριοι για αιώνες δεν έχουν καταφέρει να περάσουν το Φαράγγι. Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε κάτι διαφορετικό».

Ο ΜακΓκιλ δεν ήταν και τόσο σίγουρος. Μια εξωτερική επίθεση ήταν κάτι που το περίμεναν πολλά χρόνια, και δεν μπορούσε να μην σκέφτεται πότε θα γινόταν.

«Βασιλιά μου», είπε ο Φερθ με την ένρινη φωνή του. «Αισθάνομαι υποχρεωμένος να προσθέσω ότι σήμερα η Αυλή μας είναι γεμάτη με πολλούς αξιωματούχους από το βασίλειο των ΜακΚλάουντ. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προσβολή εκ μέρους σας αν δεν τους δεξιωθείτε, ανεξάρτητα από το αν είναι αντίπαλοι ή όχι. Θα σας συμβούλευα να χρησιμοποιήσετε τις απογευματινές ώρες για να υποδεχτείτε τον καθένα από αυτούς. Έχουν φέρει μεγάλη συνοδεία, πολλά δώρα – και όπως λέγεται, και πολλούς κατασκόπους».

«Και ποιος μας λέει ότι οι κατάσκοποι δεν είναι ήδη εδώ;» αντέστρεψε το ερώτημα ο ΜακΓκιλ, κοιτάζοντας προσεκτικά τον Φερθ – καθώς αναρωτιόταν, όπως πάντα, αν κι’ αυτός δεν ήταν ένας από τους κατασκόπους.

Ο Φερθ άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει, αλλά ο ΜακΓκιλ αναστέναξε και σήκωσε την παλάμη του, αποτρέποντάς τον να συνεχίσει. «Αν αυτά ήταν όλα, πρέπει να φύγω για να πάω στο γάμο της κόρης μου».

«Βασιλιά μου», είπε ο Κέλβιν, ξεροβήχοντας, «φυσικά υπάρχει κάτι ακόμα. Η παράδοση, την ημέρα του γάμου της μεγαλύτερης κόρης σας. Κάθε ΜακΓκιλ έχει ορίσει τον διάδοχό του. Ο λαός περιμένει ότι θα κάνετε και εσείς το ίδιο. Το κρυφοσυζητάνε. Και δεν θα ήταν σωστό να τους απογοητεύσουμε. Ειδικά με το Σπαθί του Πεπρωμένου να παραμένει ακίνητο».

«Εννοείτε ότι θέλετε να ορίσω διάδοχο ενώ είμαι ακόμα στην ακμή της βασιλείας μου;» ρώτησε ο ΜακΓκιλ.

«Βασιλιά μου, δεν ήθελα να σας προσβάλω», ψέλλισε ο Κέλβιν, ενώ έδειχνε ανήσυχος.

Ο ΜακΓκιλ σήκωσε το χέρι του. «Ξέρω την παράδοση. Και πράγματι, θα ορίσω τον διάδοχό μου σήμερα».

«Μήπως θα μπορούσατε να μας πληροφορήσετε για το ποιος είναι;» ρώτησε ο Φερθ.

Ενοχλημένος, ο ΜακΓκιλ του έριξε μια υποτιμητική ματιά. Ο Φερθ ήταν κουτσομπόλης και δεν τον εμπιστεύονταν καθόλου.

«Θα το μάθεις όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή».

Ο ΜακΓκιλ σηκώθηκε, και οι άλλοι σηκώθηκαν, επίσης. Υποκλίθηκαν και βγήκαν βιαστικά από την αίθουσα.

Ο ΜακΓκιλ έμεινε εκεί βυθισμένος στις σκέψεις του. Ούτε που κατάλαβε για πόση ώρα. Κάποιες μέρες σαν την σημερινή, εύχονταν να μην ήταν βασιλιάς.

*

Ο ΜακΓκιλ κατέβηκε από το θρόνο του, και με τις μπότες του να αντηχούν μέσα στη σιωπή, διέσχισε την αίθουσα. Άνοιξε μόνος του την αρχαία δρύινη πόρτα, τραβώντας το σιδερένιο πόμολο και μπήκε σε μια διπλανή αίθουσα.

Όπως πάντα, του άρεσε η γαλήνη και η μοναξιά αυτού του βολικού δωματίου με το ψηλό, θολωτό ταβάνι που όμως δεν ήταν πάνω από είκοσι βήματα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Το δωμάτιο ήταν φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από πέτρα, με ένα μικρό παράθυρο με βιτρό στον ένα τοίχο. Το φως έμπαινε μέσα από τα κίτρινα και τα κόκκινα χρώματα φωτίζοντας ένα και μόνο αντικείμενο στο κατά τα άλλα γυμνό δωμάτιο.

Το Σπαθί του Πεπρωμένου.

Αυτό βρισκόταν εκεί στο κέντρο του δωματίου, ξαπλωμένο οριζόντια πάνω σε σιδερένια δίκρανα σαν να ήταν μια γυναίκα-πειρασμός. Όπως έκανε από τότε που ήταν παιδί, ο ΜακΓκιλ το πλησίασε, έκανε ένα κύκλο γύρω του και το κοίταξε ερευνητικά. Το Σπαθί του Πεπρωμένου. Το σπαθί του θρύλου, η πηγή της δύναμης και της εξουσίας ολόκληρου του βασιλείου του, από τη μια γενιά στην άλλη. Όποιος θα είχε τη δύναμη να το υψώσει, θα ήταν ο Εκλεκτός, αυτός που επρόκειτο να κυβερνήσει το βασίλειο για όλη του τη ζωή και να το απαλλάξει από κάθε απειλή, μέσα και έξω από το Δαχτυλίδι. Είχε μεγαλώσει μ’ αυτόν τον όμορφο μύθο, και μόλις χρίστηκε Βασιλιάς, ο ΜακΓκιλ προσπάθησε κι’ αυτός να το υψώσει, αφού μόνο οι βασιλιάδες ΜακΓκιλ επιτρέπονταν να προσπαθήσουν. Οι βασιλιάδες πριν από αυτόν είχαν, όλοι τους, αποτύχει. Ήταν σίγουρος ότι αυτός θα ήταν διαφορετικός. Ήταν σίγουρος ότι θα ήταν o Ένας.

Αλλά έκανε λάθος. Όπως και όλοι οι βασιλιάδες ΜακΓκιλ πριν απ’ αυτόν. Και η αποτυχία του είχε σημαδέψει τη βασιλεία του από τότε.

Καθώς το κοιτούσε τώρα, εξέτασε τη μακριά του λεπίδα, φτιαγμένη από ένα μυστηριώδες μέταλλο που κανένας δεν είχε ποτέ αποκρυπτογραφήσει. Η προέλευση του σπαθιού ήταν ακόμα πιο μυστηριώδης αφού ο θρύλος έλεγε ότι είχε βγει μέσα από τη γη στη διάρκεια ενός σεισμού.

Καθώς το εξέταζε για άλλη μια φορά, ένιωσε το τσίμπημα της αποτυχίας. Μπορεί να ήταν καλός βασιλιάς, αλλά δεν ήταν Ο Ένας. Και ο λαός του το ήξερε. Μπορεί να ήταν καλός βασιλιάς, αλλά άσχετα απ’ ό,τι κι’ αν έκανε, δεν θα ήταν ποτέ Ο Ένας.

Αν ήταν, υποψιαζόταν ότι θα υπήρχε λιγότερη αναταραχή στην Αυλή του και λιγότερες δολοπλοκίες. Ο λαός του θα τον εμπιστεύονταν περισσότερο και οι εχθροί του ούτε καν θα σκέφτονταν για επίθεση. Ένα κομμάτι του εαυτού του ευχόταν να εξαφανιστεί το σπαθί και μαζί μ’ αυτό και ο θρύλος. Αλλά ήξερε πως αυτό δεν γινόταν. Αυτή ήταν η κατάρα – και η δύναμη – ενός θρύλου. Πιο δυνατός ακόμα κι’ από το στρατό.

Καθώς το κοίταζε για εκατοστή φορά, ο ΜακΓκιλ δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί για άλλη μια φορά ποιος μπορεί να ήταν ο Εκλεκτός. Ποιος από τη γενιά του ήταν προορισμένος να το σηκώσει; Καθώς σκεφτόταν ότι έπρεπε να ορίσει διάδοχό του, αναρωτήθηκε ποιος, αν υπήρχε κάποιος, που θα ήταν προορισμένος να το σηκώσει.

«Το βάρος της λεπίδας είναι μεγάλο», ακούστηκε μια φωνή.

Ο ΜακΓκιλ έκανε μια στροφή, έκπληκτος που είχε παρέα στο μικρό δωμάτιο.

Εκεί, μπροστά του στην είσοδο της πόρτας στέκονταν ο Άργκον. Ο ΜακΓκιλ αναγνώρισε τη φωνή του πριν καν τον δει και ένιωθε εκνευρισμένος που ο Άργκον δεν είχε έρθει νωρίτερα, αλλά και ευχαριστημένος που τον είχε τώρα εκεί.

«Άργησες», είπε ο ΜακΓκιλ.

«Εγώ δεν έχω αίσθηση του χρόνου», απάντησε ο Άργκον.

Ο ΜακΓκιλ στράφηκε πίσω στο σπαθί.

«Πίστεψες ποτέ σου ότι θα μπορούσα να το σηκώσω;» ρώτησε με στοχασμό. «Εκείνη τη μέρα που έγινα Βασιλιάς;»

«Όχι», απάντησε ο Άργκον κατηγορηματικά.

Ο ΜακΓκιλ γύρισε και τον κοίταξε.

«Το ήξερες ότι δεν θα μπορούσα να το κάνω. Το έβλεπες, έτσι δεν είναι;»

«Ναι».

Ο ΜακΓκιλ φαινόταν πολύ σκεφτικός.

«Με τρομάζει όταν απαντάς έτσι κοφτά. Δεν το συνηθίζεις».

Ο Άργκον έμεινε σιωπηλός και τελικά ο ΜακΓκιλ κατάλαβε ότι δεν θα έλεγε τίποτα άλλο.

«Θα ορίσω τον διάδοχό μου σήμερα», είπε ο ΜακΓκιλ. «Αλλά αισθάνομαι ότι δεν έχει νόημα να ορίζεται ο διάδοχος μια τέτοια μέρα. Στερεί τη χαρά του βασιλιά την ημέρα του γάμου του παιδιού του».

«Ίσως είναι γραφτό να μετριάζεται μια τέτοια χαρά».

«Αλλά μου μένουν πολλά χρόνια βασιλείας ακόμα», δήλωσε ο ΜακΓκιλ.

«Ίσως όχι τόσα πολλά όσα νομίζεις», του απάντησε ο Άργκον.

Ο ΜακΓκιλ μισόκλεισε τα μάτια του και αναρωτήθηκε. Μήπως αυτό ήταν ένα μήνυμα;

Αλλά ο Άργκον δεν είπε τίποτα άλλο.

«Έξι παιδιά. Ποιο να διαλέξω;» ρώτησε ο ΜακΓκιλ.

«Γιατί ρωτάς εμένα; Έχεις ήδη αποφασίσει».

Ο ΜακΓκιλ τον κοίταξε. «Βλέπεις πολλά. Ναι. Έχω αποφασίσει. Αλλά και πάλι θέλω να μάθω τη γνώμη σου».

«Νομίζω πως έχεις κάνει σωστή επιλογή», είπε ο Άργκον. «Αλλά να θυμάσαι: ένας βασιλιάς δεν μπορεί να κυβερνάει μέσα από τον τάφο του. Ανεξάρτητα από το ποιον εσύ νομίζεις ότι διάλεξες, η μοίρα έχει τον τρόπο της να διαλέγει εκείνη αυτόν που θέλει».

«Θα ζήσω Άργκον;» ο ΜακΓκιλ ρώτησε σοβαρά, κάνοντας την ερώτηση που ήθελε να κάνει από τότε που είχε ξυπνήσει το προηγούμενο βράδυ από έναν τρομερό εφιάλτη.

«Ονειρεύτηκα ένα κοράκι χθες βράδυ», πρόσθεσε. «Ήρθε και έκλεψε το στέμμα μου. Μετά άλλο ένα ήρθε και πήρε εμένα μακριά. Καθώς με έπαιρνε, είδα το βασίλειό μου να απλώνεται από κάτω. Και καθώς απομακρυνόμουν, έγινε κατάμαυρο. Άγονο. Ένας έρημος τόπος».

«Κοίταξε τον Άργκον, και τα μάτια του είχαν βουρκώσει.

«Ήταν απλώς ένα όνειρο; Ή ήταν κάτι περισσότερο;»

«Τα όνειρα πάντα είναι κάτι περισσότερο, δεν είναι;» ρώτησε ο Άργκον.

Ο ΜακΓκιλ ένιωσε ένα συναίσθημα σαν να βυθιζόταν.

«Πού είναι ο κίνδυνος; Μόνο αυτό πες μου».

Ο Άργκον τον πλησίασε και τον κοίταξε στα μάτια τόσο έντονα που ο ΜακΓκιλ αισθάνθηκε σαν να έμπαινε σε μια άλλη διάσταση.

Ο Άργκον έγειρε προς τα εμπρός και του ψιθύρισε:

«Είναι πάντα πιο κοντά απ’ όσο νομίζεις».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ο Θορ κρύφτηκε μέσα στα άχυρα στο πίσω μέρος μιας άμαξας καθώς αυτή πέρναγε δίπλα του στον επαρχιακό δρόμο. Είχε καταφέρει να φτάσει ως το δρόμο το προηγούμενο βράδυ και περίμενε υπομονετικά ώσπου να περάσει κάποια άμαξα που να ήταν αρκετά μεγάλη για να ανέβει χωρίς να τον καταλάβουν. Είχε σκοτεινιάσει και η άμαξα πήγαινε αρκετά αργά για να τρέξει τόσο ώστε να την προλάβει και να πηδήξει επάνω από την πίσω πλευρά. Είχε πέσει μέσα στο άχυρο, χώθηκε από κάτω και κρύφτηκε καλά. Ευτυχώς, ο οδηγός δεν τον είχε δει. Ο Θορ δεν μπορούσε να ξέρει με βεβαιότητα αν η άμαξα πήγαινε πράγματι στην Αυλή του Βασιλιά, αλλά κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση, και μια άμαξα αυτού του μεγέθους, ειδικά με αυτά τα διακριτικά, δεν θα μπορούσε να πηγαίνει σε πολλά άλλα μέρη.

Στη διάρκεια της διαδρομής μέσα στη νύχτα, έμεινε ξύπνιος για ώρες, και σκεφτόταν την συνάντηση που είχε με το Σάιμπολντ. Με τον Άργκον. Σκεφτόταν το πεπρωμένο του. Το σπίτι του. Τη μητέρα του. Ένιωθε ότι το σύμπαν του είχε απαντήσει και του είχε πει ότι η μοίρα του ήταν διαφορετική. Έμεινε ξαπλωμένος εκεί, με τα χέρια κάτω από το κεφάλι του να κοιτάζει τον νυχτερινό ουρανό που φαινόταν μέσα από τον σχισμένο καμβά. Έβλεπε το σύμπαν, τόσο λαμπερό, με τα κόκκινα αστέρια του τόσο μακριά. Ήταν ενθουσιασμένος. Για πρώτη φορά στη ζωή του ταξίδευε. Δεν ήξερε προς τα που, αλλά ταξίδευε. Με τον ένα η τον άλλο τρόπο, θα κατάφερνε να φτάσει στην Αυλή του Βασιλιά.

Όταν ο Θορ άνοιξε τα μάτια του ήταν πια πρωί και το φως περνούσε μέσα και  πλημμύριζε την άμαξα. Κατάλαβε ότι είχε αποκοιμηθεί. Ανακάθισε γρήγορα και κοιτάζοντας γύρω του, κατέκρινε τον εαυτό του που άφησε να τον πάρει ο ύπνος. Θα έπρεπε να ήταν πιο προσεκτικός – ήταν τυχερός που δεν τον είχαν ανακαλύψει.

Η άμαξα συνέχισε να κινείται, αλλά δεν ταρακουνιόταν τόσο πολύ. Αυτό σήμαινε ένα πράγμα: καλύτερο δρόμο. Έπρεπε να ήταν κοντά σε πόλη. Ο Θορ κοίταξε κάτω και είδε πόσο ομαλός ήταν ο δρόμος, χωρίς πέτρες και χαντάκια, αλλά στρωμένος με λεπτά άσπρα χαλίκια. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά γρηγορότερα – πλησίαζαν στην Αυλή του Βασιλιά.

Ο Θορ κοίταξε έξω από την πίσω πλευρά της άμαξας και έμεινε άναυδος. Οι άψογοι δρόμοι ήταν γεμάτοι ζωντάνια. Δεκάδες άμαξες, όλων των σχημάτων και μεγεθών, πλημμύριζαν τους δρόμους και κουβαλούσαν όλων των ειδών τα εμπορεύματα. Το ένα ήταν φορτωμένο με γουναρικά, το άλλο με χαλιά, άλλο ένα με κοτόπουλα. Ανάμεσά τους περπατούσαν εκατοντάδες έμποροι, μερικοί καθοδηγούσαν βοοειδή, άλλοι κουβαλούσαν καλάθια με διάφορα προϊόντα στο κεφάλι τους. Τέσσερις άνδρες κουβαλούσαν ένα μπόγο με μεταξωτά που τα εξισορροπούσαν πάνω σε ραβδιά. Ήταν μια στρατιά ανθρώπων που όλοι κατευθύνονταν προς μια κατεύθυνση.

Ο Θορ αισθάνθηκε ζωντάνια. Δεν είχε δει ποτέ του τόσους πολλούς ανθρώπους μαζεμένους, τόσα πολλά αγαθά, και τόση κίνηση. Είχε περάσει όλη τη ζωή του σε ένα μικρό χωριό και τώρα βρίσκονταν σε ένα κόμβο γεμάτο με αθρώπους.

Άκουσε ένα δυνατό θόρυβο, το τρίξιμο αλυσίδων και το χτύπημα ενός τεράστιου κομματιού ξύλου που ήταν τόσο δυνατό που σείστηκε το έδαφος. Δευτερόλεπτα αργότερα ακούστηκε ένας διαφορετικός ήχος από οπλές αλόγων που κάλπαζαν πάνω στο ξύλο. Κοίταξε χαμηλά και συνειδητοποίησε ότι διέσχιζαν μια γέφυρα κάτω απ’ την οποία υπήρχε μια τάφρος. Ήταν μια κινητή γέφυρα.

Ο Θορ έβγαλε έξω το κεφάλι του και είδε τεράστιες πέτρινες κολόνες, ενώ πιο πάνω υπήρχε μια σιδερένια πύλη με μυτερά σιδερένια δόντια. Περνούσαν μέσα από την Βασιλική Πύλη.

Ήταν η μεγαλύτερη πύλη που είχε δει ποτέ. Κοίταξε τα σιδερένια δόντια και σκέφτηκε με δέος πως αν η πύλη κατέβαινε ξαφνικά, θα τον έκοβε στη μέση. Εντόπισε τέσσερις στρατιώτες του Αργυρού Τάγματος του Βασιλιά να φρουρούν την είσοδο και η καρδιά του άρχισε να χτυπά ακόμα πιο δυνατά.

Πέρασαν μέσα από ένα μακρύ πέτρινο τούνελ, και αμέσως μετά ο ουρανός φάνηκε ξανά. Βρίσκονταν μέσα στην Αυλή του Βασιλιά.

Ο Θορ δεν μπορούσε να το πιστέψει. Εδώ υπήρχε πολύ μεγαλύτερη κίνηση, και όσο απίθανο κι’ αν ήταν – χιλιάδες άνθρωποι φαίνονταν να πηγαίνουν προς κάθε κατεύθυνση. Υπήρχαν τεράστιες εκτάσεις με πράσινο χορτάρι, τέλεια κομμένο, και ανθισμένα λουλούδια παντού. Ο δρόμος έγινε πιο πλατύς και στις άκρες του υπήρχαν κιόσκια, πωλητές και πέτρινα κτίρια. Και ανάμεσα σ’ όλα αυτά, οι άντρες του Βασιλιά. Στρατιώτες με λαμπερές πανοπλίες. Ο Θορ τα είχε καταφέρει.

Μέσα στον ενθουσιασμό του ξεχάστηκε και σηκώθηκε όρθιος. Αμέσως η άμαξα σταμάτησε επί τόπου κάνοντάς τον να πέσει απότομα προς τα πίσω και να προσγειωθεί με την πλάτη μέσα στο άχυρο. Πριν προλάβει να σηκωθεί, άκουσε τον ήχο από ένα ξύλο που κατέβαινε και σηκώνοντας τα μάτια του είδε έναν θυμωμένο γέρο, καραφλό και κουρελή να τον αγριοκοιτάζει. Ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, άρπαξε τον Θορ από τους αστραγάλους και με τα κοκαλιάρικα χέρια του τον τράβηξε έξω.

Ο Θορ, σαν να πέταγε, προσγειώθηκε άγαρμπα με την πλάτη στο χώμα του δρόμου, σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. Ολόγυρά του, ξέσπασαν δυνατά γέλια.

«Την άλλη φορά που θα ανέβεις στην άμαξά μου, θα σε δέσω χειροπόδαρα! Τώρα είσαι τυχερός που δεν φωνάζω τους στρατιώτες!»

Ο γέρος έκανε στροφή, έφτυσε, ανέβηκε βιαστικά πάνω στην άμαξα και με το μαστίγιο χτύπησε τα άλογά του για να ξεκινήσουν.

Ντροπιασμένος, ο Θορ μάζεψε το κουράγιο του αργά αργά και σηκώθηκε όρθιος. Κοίταξε γύρω. Κάποιοι περαστικοί γελούσαν αλλά όταν κι’ ο Θορ τους κοίταξε κοροϊδευτικά, έστρεψαν αλλού το βλέμμα τους. Τίναξε τη σκόνη από πάνω του και με τα χέρια του ξεσκόνισε τα μπράτσα του – είχε πληγωθεί η περηφάνια του, αλλά όχι το σώμα του.

Η καλή του διάθεση επέστρεψε καθώς κοιτούσε γύρω του θαμπωμένος και συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να είναι χαρούμενος που είχε φτάσει τουλάχιστον ως εδώ. Τώρα που είχε βγει από την άμαξα μπορούσε να κοιτάει γύρω του ελεύθερα και αυτό που έβλεπε ήταν πραγματικά ένα υπέροχο θέαμα: η Αυλή απλώνονταν τόσο μακριά όσο έφτανε η ματιά του. Στο κέντρο της βρίσκονταν ένα εξαίσιο πέτρινο παλάτι που ήταν οχυρωμένο γύρω γύρω με πανύψηλα τείχη. Πάνω στην κορυφή τους τα τείχη ήταν διακοσμημένα με στηθαία που έμοιαζαν σαν στέμμα και εκεί περιπολούσε ο στρατός του Βασιλιά. Ολόγυρά του ήταν καταπράσινες εκτάσεις, άψογα συντηρημένες, πέτρινες πλατείες, σιντριβάνια και συστάδες δέντρων. Ήταν μια μεγάλη πόλη. Και ήταν πλημμυρισμένη με κόσμο.

Η καρδιά του για μια στιγμή σκίρτησε καθώς, στο βάθος, είδε ένα ιπποδρόμιο για κονταρομαχίες, με τον χωμάτινο διάδρομό του και το διαχωριστικό σχοινί στη μέση. Σε ένα άλλο γήπεδο, μπορούσε να δει στρατιώτες που έριχναν δόρατα σε μακρινούς στόχους, ενώ σ’ ένα άλλο υπήρχαν τοξότες που έριχναν σε στόχους από άχυρο. Φαινόταν ότι παντού υπήρχαν αγωνίσματα και συναγωνισμοί. Υπήρχε και μουσική: λαούτα και φλάουτα και κύμβαλα και ομάδες μουσικών να περιφέρονται. Και κρασί σε τεράστια βαρέλια που τα κυλούσαν για να τα φέρουν έξω. Για τα φαγητά ετοιμάζονταν πελώρια τραπέζια που απλώνονταν ως εκεί που μπορούσε να δει η ματιά του. Έμοιαζε σαν να είχε φτάσει στη μέση μιας πολύ μεγάλης γιορτής. Όμως, όσο εκθαμβωτικά κι’ αν ήταν όλα αυτά, ο Θορ ένιωθε την ανάγκη να πάει να βρει την Λεγεώνα. Είχε ήδη αργήσει και έπρεπε να παρουσιαστεί.

Назад Дальше