«Καφέ;», τον ρώτησε, και όταν εκείνος έγνεψε καταφατικά, φώναξε σε κάποιον στο διπλανό δωμάτιο. Μια γραμματέας ήρθε και πήρε τον δίσκο. Δεν είπαν τίποτα, μέχρι που η κοπέλα επέστρεψε με τον δίσκο και τρία φλιτζάνια δυνατού γλυκού καφέ, αγαπημένου, τόσο των Ελλήνων, όσο και των Τούρκων. Όλοι πήραν από ένα φλιτζάνι. Ο Τζιουζέπε ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Συνηθισμένος στον δυνατό ιταλικό εσπρέσο, έμεινε έκπληκτος από τη γλυκύτητα του καφέ και το ότι γέμισε το στόμα του με κατακάθια από τον πάτο του φλιτζανιού. Τα κατάπιε, προσπαθώντας να μην δείξει την δυσφορία του.
Ο δήμαρχος είπε κάτι και ο γέρος μετέφρασε: «Λοιπόν;».
Ο Τζιουζέπε επανέλαβε αυτά που του είχε πει ο διοικητής του. Οι Έλληνες πρέπει να βρουν στέγη για τους Ιταλούς και δεν θα πρέπει να περιμένουν να τους καταβληθεί ενοίκιο. Το νησί τώρα τελούσε υπό τον έλεγχο ιταλικής διοίκησης και ο Ιταλός διοικητής του υποσχέθηκε ότι θα βελτιωνόταν η κατάσταση για τους Έλληνες, αλλά απαιτούσε την πλήρη συνεργασία τους.
Οι Ιταλοί ξεκαθάρισαν τη θέση τους. Ο δήμαρχος αναστέναξε, και φάνηκε τρομερά εκνευρισμένος. «Πολύ καλά, δεν μπορούμε να σας πολεμήσουμε, ούτε και θέλουμε», μετέφρασε ο γέρος. «Θα βρούμε κατοικίες για τους άντρες σας και ελπίζουμε ότι θα μας σεβαστείτε και θα μας επιτρέψετε να συνεχίσουμε τη ζωή μας όπως ήταν πριν «μας απελευθερώσετε». Τόνισε με σαρκασμό τη λέξη.
Συμφώνησαν με βαριά καρδιά. Οι Ιταλοί που θα παρέμεναν στο νησί θα φιλοξενούνταν αρχικά σε ξενοίκιαστες κατοικίες. Ο δήμαρχος πρόσφερε στον Τζιουζέπε ένα δεύτερο φλιτζάνι καφέ. Δέχτηκε, ανακουφισμένος που η αρχική "παγωμάρα" είχε περάσει. Αυτή τη φορά σιγουρεύτηκε ότι ήπιε μόνο λίγο, από το χείλος του φλιτζανιού. Χαιρετίστηκαν φιλικά και έφυγε από το γραφείο για να επιστρέψει στους άντρες του.
Ο Γκραμάτικα ζήτησε από τους άντρες να χαλαρώσουν και να ξεκουραστούν. Κάθισαν έξω από ένα μικρό μπαρ. Βολεύτηκαν κάτω από καλάμια μπαμπού που κρατούσαν τη σκιά, δεμένα σε ένα ξύλινο σκελετό. O Γκραμάτικα φώναξε τον Τζiουζέπε να καθίσει δίπλα του σε ένα μικρό τραπέζι. «Πώς τα πήγες μ’ αυτούς;». «Καλά», είπε ο Τζιουζέπε. «Συμφώνησαν να μας στεγάσουν σε σπίτια τώρα που ηρέμησαν τα πράγματα. Δεν χαίρονται ιδιαίτερα που ξεφορτωνόμαστε τους Τούρκους, όμως».
«Όχι, το κατάλαβα αυτό. Ο διερμηνέας μας επέστρεψε πριν από λίγα λεπτά και μου είπε ότι θεωρούν ότι η «απελευθερωτική» μας δύναμη μοιάζει περισσότερο με δύναμη κατοχής. Θες μια μπύρα;».
Πήρε τη σιωπή του Τζιουζέπε για συγκατάθεση και κάλεσε μια σερβιτόρα: «Δύο μπίρες». Εκείνη κούνησε το κεφάλι, κοιτάζοντας απορημένα. Πήγε στο πίσω μέρος του μπαρ και επέστρεψε με δύο μπύρες. Κοίταξε καχύποπτα τα χρήματα που της έδωσε και είπε κάτι στα ελληνικά.
«Αυτά είναι ιταλικά χρήματα», της είπε. «Ιταλική λίρα. Κατάλαβες; Capisci;».
Κούνησε το κεφάλι της, είπε κάτι ακόμα και άφησε πάλι τα χρήματα στο τραπέζι. Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο γέρος στο μαγαζί και ο Τζιουζέπε τον φώναξε. «Μπορείς να εξηγήσεις σ’ αυτό το κορίτσι ότι αυτά είναι ιταλικά χρήματα; Περνάνε κι εδώ».
Ο γέρος μίλησε στο κορίτσι στα ελληνικά. Εκείνη τα έπιασε από το τραπέζι και εξέτασε προσεκτικά τα νομίσματα, διαβάζοντας τα τυπωμένα στοιχεία. Ο γέρος μετέφρασε την απάντησή της: «Δεν ξέρω πόσο αξίζουν αυτά. Τα παίρνω, αλλά εάν με κλέψατε, θα παραπονεθώ στον δήμαρχο».
«Δεν το θέλουμε αυτό, έτσι δεν είναι;», είπε ο Γκραμάτικα. Της έδωσε ακόμα μερικά νομίσματα. «Αυτά πρέπει να είναι αρκετά».
Τους κοίταξε καχύποπτα και πάλι. Πήγε στο πίσω μέρος του μπαρ και τοποθέτησε προσεκτικά τα νομίσματα στο ταμείο.
«Να και κάτι άλλο που πρέπει να διευθετήσουμε… Τα χρήματα», είπε ο Γκραμάτικα, με έναν αναστεναγμό.
Αφού βοήθησε να τακτοποιηθούν οι άντρες στις κατοικίες, ο Τζιουζέπε ανακουφίστηκε όταν τον διέταξαν να επιστρέψει στο πλοίο για να αναφέρει στον καπετάνιο.
«Λοιπόν, Μαλπάιζο, τι θα κάνουμε τώρα με σένα; Χρειαζόμαστε αξιωματικούς στην ξηρά για να μετατρέψουμε αυτό τον τόπο σε ναυτική βάση για τον στόλο μας. Και αυτό σημαίνει ότι χρειαζόμαστε καλούς μηχανικούς. Είναι μια καλή ευκαιρία για σένα να εξασκήσεις το επάγγελμα που θες να σπουδάσεις», είπε ο λοχαγός. «Θες να μείνεις εδώ, ή θα συνεχίσεις μαζί μας;».
«Είναι τιμή μου μου να είμαι στις διαταγές σας κύριε, αλλά θα προτιμούσα να μείνω στο πλοίο. Έχω πολλά ακόμα να μάθω».
Αφήνοντας τον Γκραμάτικα και ένα απόσπασμα πεζοναυτών στο νησί, το «Σαν Μάρκο» απέπλευσε για να ενωθεί με τον υπόλοιπο ιταλικό στόλο. Όλα τα Δωδεκάνησα είχαν καταληφθεί με πολύ μικρή αντίσταση, και η ιταλική σημαία σύντομα κυμάτιζε στην πρωτεύουσα κάθε νησιού.
Ταξίδεψαν βόρεια μέχρι τα Δαρδανέλια, τον στενό πορθμό που οδηγεί από το βορειοανατολικό Αιγαίο στην τότε τουρκική πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη. Εκεί ενίσχυσαν μια μάλλον αδιάφορη επίθεση ιταλικών τορπιλακάτων εναντίων τουρκικών στρατιωτικών θέσεων. Αποσύρθηκαν σύντομα και επέστρεψαν στο ιταλικό λιμάνι του Μπρίντεζι.
Για τον Τζιουζέπε, οι τελευταίες εβδομάδες του πολέμου ήταν σκέτη απογοήτευση και αναρωτιόταν αν θα ήταν καλύτερα να είχε μείνει στη Λέρο με τον φίλο του, τον Γκραμάτικα.
****
Μετά τη λήξη του Ιταλοτουρκικού πολέμου, ο Τζιουζέπε δέχτηκε μια θέση στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσει μηχανικός, και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του Α' Παγκοσμίου πολέμου μελετώντας στην Πίζα, κοντά στην ιταλική ναυτική βάση της Λα Σπέτσια. Δεν υπηρετούσε πια στο Ναυτικό, αλλά κράτησε επαφή με κάποιους συναδέλφους του από το «Σαν Μάρκο».
Το Πανεπιστήμιο της Πίζας ήταν πολύ γνωστό για τις σπουδές γλωσσολογικής κατεύθυνσης. Λόγω της πολεμικής εμπειρίας που είχε στο Αιγαίο, ο Τζιουζέπε είχε ενδιαφερθεί για τον ελληνικό πολιτισμό και αποφάσισε να παρακολουθήσει μαθήματα ελληνικών, ως επικουρικό μάθημα στις βασικές σπουδές του. Αυτό περιλάμβανε την μελέτη αρχαίων ελληνικών, αλλά ο καθηγητής του που γνώριζε ελληνικά, επέμεινε ότι οι μαθητές του θα πρέπει να μάθουν να συνομιλούν στα Νέα Ελληνικά.
Είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο σε μια φτωχογειτονιά της Πίζας, που έβλεπε σε έναν πολυσύχναστο δρόμο. Όταν μελετούσε παρακολουθούσε από το παράθυρό του τους διαβάτες στο δρόμο να βαδίζουν προς και από την στάση του τοπικού λεωφορείου. Ένα συγκεκριμένο κορίτσι του τράβηξε την προσοχή. Τα ξανθά της μαλλιά και η ψηλόλιγνη φιγούρα της την έκαναν να ξεχωρίζει από τις συνήθως μελαχρινές Ιταλίδες. Κάθε μέρα την έβλεπε να πηγαίνει στη στάση και να περιμένει το λεωφορείο, και τα βράδια περίμενε να την δει να επιστρέφει. Ήταν ψηλή και λεπτή και περπατούσε με χάρη.
Ένα βράδυ, όταν εκείνη έβγαινε από το λεωφορείο, είδε μια συντροφιά νεαρών αντρών να περιφέρονται στον δρόμο και να πηγαίνουν κοντά της. Το παράθυρό του ήταν ανοιχτό και τους άκουσε να της φωνάζουν: “Ciao, cara, comé sta?”; Τους αγνόησε και συνέχισε να περπατά, αλλά έτρεξαν και στάθηκαν μπροστά της. Καθώς προσπαθούσε να περάσει ανάμεσά τους, την εμπόδισαν να τους προσπεράσει, και ένας από αυτούς την άρπαξε από το μπράτσο: «Έλα μωρό μου, τι έπαθες;».
Δεν απάντησε, και προσπάθησε να απελευθερώσει το χέρι της από τη λαβή του, αλλά εκείνος δεν την άφηνε. «Άσε με ήσυχη!».
«Όχι, μην κάνεις έτσι. Απλώς θέλουμε να σου μιλήσουμε, αυτό είναι όλο», είπε ο βασανιστής της. Ένας άλλος νεαρός χαμογέλασε ειρωνικά.
«Άφησέ με να φύγω», είπε εκείνη προσπαθώντας να ξεφύγει.
«Μα απλώς θέλουμε να σε γνωρίσουμε καλύτερα», είπε, και την έσπρωξε σε ένα κτήριο. Οι άλλοι την περικύκλωσαν όταν εκείνος προσπάθησε να την φιλήσει. Και τότε εκείνη άρχισε να παλεύει σκληρά, σπρώχνοντάς τον όσο πιο δυνατά μπορούσε πάνω στο τείχος που είχαν σχηματίσει οι φίλοι του.
Ο Τζιουζέπε δεν μπορούσε να το αφήσει άλλο αυτό να συνεχιστεί. Έτρεξε έξω από το διαμέρισμα, κατέβηκε τις σκάλες και βγήκε στον δρόμο. «Έι, αφήστε την ήσυχη!», φώναξε.
«Άντε παράτα μας!», είπε ένας από αυτούς. «Αυτό είναι το κορίτσι μας, δεν είναι έτσι αγάπη μου;».
Προσπαθούσε ακόμα να απελευθερωθεί όταν o Τζιουζέπε προχώρησε προς το μέρος τους: «Αφήστε την να φύγει», είπε.
«Γιατί αλλιώς τι θα γίνει μικρούλη; Στρίβε, εντάξει;».
Όλοι τώρα στράφηκαν σ’ αυτόν και το κορίτσι κατάφερε να ελευθερωθεί και έτρεξε γρήγορα για να τους ξεφύγει. Το έβαλε στα πόδια και δεν κοίταξε πίσω της.
«Κοίτα τώρα τι έκανες μαλάκα», είπε αυτός που την βασάνιζε «Δεν μπορούσες να κοιτάς τη δουλειά σου, ε;». Γιατί ήθελες να βοηθήσεις μια Γερμανίδα πόρνη;». Πλησίασε απειλητικά τον Τζιουζέπε, και τον έσπρωξε δυνατά στο στήθος. «Απλώς ήθελα να την ''ζεστάνω''», είπε. Ο Τζιουζέπε προσπάθησε να απομακρυνθεί, αλλά οι άλλοι άρχισαν να τον στριμώχνουν. Ο ένας μετά τον άλλο τον έσπρωχναν, όλο και πιο δυνατά, αναγκάζοντάς τον να πέσει στον τοίχο.
«Σταματήστε», είπε, απελπισμένα.
«Γιατί αλλιώς τι θα γίνει; Τι θα κάνεις δηλαδή;».
Του έδωσε μια δυνατή μπουνιά στο πηγούνι και το κεφάλι του Τζιουζέπε χτύπησε δυνατά στον τοίχο πίσω του. Κόντεψε να χάσει τις αισθήσεις του. Δέχτηκε κι άλλα χτυπήματα, και προσπάθησε να προφυλαχθεί κρατώντας τους αγκώνες στα πλευρά του και έσφιξε τα χέρια του σε γροθιά πάνω από το πρόσωπό του. Είδε κάποιους να έρχονται κοντά που βλέποντας τι συνέβαινε, έφευγαν, χωρίς να κάνουν τίποτα, για να μην μπλέξουν. Τον γρονθοκόπησαν δυνατά στο στομάχι και έπεσε κάτω. Έπεσε στα γόνατα και συνέχισαν να τον χτυπάνε και να τον κλωτσάνε στο έδαφος. Στο τέλος, ένας από αυτούς είπε: «Έλα, αφήστε τον τον παλιομαλάκα». Τον κλώτσησαν άλλη μια φορά και έφυγαν γελώντας, για να βρουν ένα άλλο θύμα.
Ο Τζιουζέπε έμεινε πεσμένος εκεί. Έτρεχε αίμα από τη μύτη του και διπλώθηκε στην μέση από τον πόνο. Όταν προσπάθησε να σηκωθεί όλο του το σώμα διαμαρτυρήθηκε. Κατάφερε να σταθεί στα γόνατα. Οι άνθρωποι που περνούσαν άλλαζαν πεζοδρόμιο, νομίζοντας ότι ήταν μεθυσμένος ή κάτι χειρότερο.
Ένας, όμως, δεν τον προσπέρασε. «Είσαι καλά;», είπε μια γυναικεία φωνή. Κάθισε κάτω, δίπλα του. «Μπορείς να σηκωθείς; Άσε με να σε βοηθήσω. Μένεις εδώ κοντά;».
Έδειξε την ανοιχτή είσοδο της πολυκατοικίας που έμενε. «Εντάξει, πάμε μέσα. Έλα, θα σε βοηθήσω να σηκωθείς».
Κατάφερε να σταθεί όρθιος και τον βοήθησε να μην σκοντάψει στις σκάλες μέχρι το διαμέρισμά του. Μπήκαν μέσα από την πόρτα που την είχε αφήσει ανοιχτή, και τον βοήθησε να καθίσει στον καναπέ. Ξάπλωσε και τον πήρε ο ύπνος. Το άγγιγμα δροσερού υφάσματος στο μέτωπό του τον ξύπνησε, και βόγκηξε καθώς ο πόνος επανήλθε. «Σσςς», είπε μια φωνή. «Μην κουνιέσαι, μείνε ξαπλωμένος».
Δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια του. Το πρόσωπό του είχε πρηστεί εκεί που τον χτύπησαν οι αλήτες. Ακόμα και όταν κατάφερε να τα ανοίξει, δυσκολεύτηκε να συγκεντρωθεί, και δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του. Διέκρινε όμως ένα πρόσωπο μπροστά του, κι ένα κεφάλι με ξανθά μαλλιά. Το στόμα του ήταν μελανιασμένο και είχε κοψίματα στα χείλη, και το μόνο που μπόρεσε να μουρμουρίσει ήταν: «Τι συνέβη; Πώς;».
«Με συγχωρείς, ελπίζω να μην σε πειράζει. Σε βοήθησα να έρθεις εδώ. Είχες αφήσει την πόρτα ανοιχτή. Θυμάσαι;».
Άρχισε να συνέρχεται και συνειδητοποίησε ότι το πρόσωπο που βρισκόταν από πάνω του ανήκε στο ξανθό κορίτσι. «Γύρισες πίσω;», κατάφερε να πει.
«Κρύφτηκα στη γωνία μέχρι εκείνοι οι αλήτες να φύγουν. Ξέρεις, φέρθηκες ανόητα που τα έβαλες μ’ αυτούς τους τύπους, αλλά πάντως σ’ ευχαριστώ. Στ’ αλήθεια δεν ξέρω πώς θα τα είχα καταφέρει να τους ξεφύγω χωρίς εσένα. Ελπίζω να μην σε πειράζει που μπήκα εδώ μέσα έτσι».
Κατάλαβε ότι είχε ξενική προφορά και μετά θυμήθηκε τον αλήτη να μιλάει για μια "Γερμανίδα πόρνη". «Είσαι Γερμανίδα;».
Φάνηκε να ντρέπεται λιγάκι. «Ναι, είναι πρόβλημα αυτό;».
«Όχι, ασφαλώς όχι».
«Είμαστε, όμως, ακόμα εχθροί σας, έτσι δεν είναι; Οι "βάρβαροι Ούννοι"», είπε, και σηκώθηκε να φύγει.
«Όχι, σε παρακαλώ, μη. Δεν είσαι εχθρός μου. Ο πόλεμος τελείωσε έτσι κι αλλιώς. Σε παρακαλώ, μην φύγεις».
Εκείνη γύρισε πίσω και μάζεψε το λεκιασμένο με αίμα πανί που μ’ αυτό του είχε καθαρίσει το πρόσωπο. Πήγε στον μικρό νεροχύτη της κουζίνας και το ξέπλυνε κάτω από την κρύα βρύση. Προσπάθησε να σηκωθεί και βόγκηξε όταν ο πόνος επέστρεψε πάλι στο στομάχι και στο κεφάλι του. Άγγιξε το κεφάλι του πολύ προσεκτικά και τα δάχτυλά του γέμισαν αίματα. «Μείνε ακίνητος. Έχεις ένα άσχημο κόψιμο γύρω από το μάτι σου», είπε εκείνη.
Έκανε έναν μορφασμό πόνου όσο εκείνη καθάριζε προσεκτικά το πρόσωπό του από τα αίματα. «Νομίζω ότι θα πρέπει να ξεκουραστείς για μια-δυο μέρες. Πρέπει να πας να σε δει γιατρός».
«Δεν μπορώ, δεν έχω αρκετά χρήματα γι’ αυτό».
«Τότε, μάλλον θα πρέπει να σε φροντίσω εγώ», είπε εκείνη. «Άλλωστε, μου έσωσες τη ζωή».
Γέλασε, με δυσκολία από τον πόνο. «Δε χρειάζεται. Θα είμαι εντάξει».
«Σε λίγες μέρες μπορεί, αλλά μέχρι τότε, φοβάμαι ότι θα με ανεχτείς ως νοσοκόμα σου».
«Σ’ ευχαριστώ». Βυθίστηκε στον καναπέ. «Λοιπόν, είμαι ο Τζιουζέπε Μαλπάιζο. Είμαι φοιτητής. Και φτωχός, όπως βλέπεις. Αυτό είναι όλο. Τίποτα το ενδιαφέρον. Εσύ ποια είσαι; Μίλησέ μου για σένα».
«Είμαι Γερμανίδα, όπως μόλις ανακάλυψες. Είμαι εδώ για να σπουδάσω, όπως εσύ. Εκπαιδεύομαι ως νοσοκόμα».
«Τι τυχερός που είμαι! Με χτύπησαν γιατί έσωσα μια νοσοκόμα. Μιλάς καλά ιταλικά, πώς κι έτσι;».
«Ζω στη Βαυαρία. Έχουμε επαφή με πολλούς Ιταλούς. Είμαστε αρκετά κοντά στα αυστριακά σύνορα και κάνουμε συχνά σκι στις Άλπεις, πάνω από την Ιταλία. Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής φιλολογίας και μας έπαιρνε στη Ρώμη και σε άλλα μέρη όταν ήμασταν μικρά. Ήταν επίσης και λάτρης της όπερας, και ο αγαπημένος του συνθέτης ήταν ο Βέρντι».
«Όχι ο Βάγκνερ;».
«Όχι. Θεωρούσε μακροσκελείς τις συνθέσεις του και πομπώδεις, ενώ ο Βέρντι, ο Ροσίνι, ο Ντονιτσέτι, είναι όλοι γεμάτοι ζωντάνια και χαρά. Τέλος πάντων, εξαιτίας αυτού κατάφερα να μάθω λίγα ιταλικά και με παρότρυνε να έρθω εδώ και να σπουδάσω. Συνήθιζε να λέει ότι είναι περισσότερο "Ρωμαίος" παρά "Ούννος"! Περίμενε λίγο: "Studente sono, e povero". «Είμαι ένας φτωχός μαθητής – Γκουαλτιέ Μαλντέ, ναι;».
Ο Τζιουζέπε γέλασε, πράγμα που έκανε το πρόσωπό του να πονέσει ξανά. «Μην ανησυχείς, δεν είμαι ο Κόμης, αν είναι αυτό που σκέφτεσαι. Μήπως ο πατέρας σου είναι ο Καμπούρης;».
«Όχι, δεν είναι ο Ριγκολέτο και εγώ δεν είμαι η Τζίλντα. Γνωρίζεις από όπερα;».
Η Μαρία -αυτό ήταν το όνομά της- τον βοήθησε να βγάλει το σακάκι και το πουκάμισό του. Και τα δύο ήταν σκισμένα και ματωμένα, και μετά πήγε να τον βοηθήσει να βγάλει το γιλέκο του, αλλά εκείνος τραβήχτηκε. «Ω, έλα σε παρακαλώ, είμαι νοσοκόμα, τα έχω δει όλα πολλές φορές. Πρέπει να δω πόσο άσχημα είσαι χτυπημένος».
Απρόθυμα και νιώθοντας παραδόξως ντροπαλός, την άφησε να βγάλει το γιλέκο πάνω από το κεφάλι του. Είδε τις μελανιές που του έκαναν αυτοί που του επιτέθηκαν. Εξέτασε με προσοχή τα πλευρά του κι εκείνος τινάχτηκε από τον πόνο όταν τον άγγιξε.
«Λυπάμαι. Νομίζω ότι μάλλον έχεις ένα σπασμένο πλευρό. Δεν μπορώ να κάνω πολλά γι' αυτό, απλά πρέπει να κάνεις υπομονή μέχρι να γιατρευτεί».
Τον έπεισε να βγάλει το παντελόνι του και κοίταξε τα κοψίματα και τις μελανιές στα πόδια του από το κλωτσίδι που του είχαν δώσει. Εκείνη άγγιξε μια μελανιά και τραβήχτηκε πίσω. «Συγγνώμη, πόνεσε αυτό;».
«Όχι, απλά δεν με έχουν αγγίξει ποτέ εκεί. Ένιωσα περίεργα».
Αφού τον εξέτασε και πάλι σχολαστικά, είπε: «Δε νομίζω ότι υπάρχει κάτι άλλο σπασμένο εκτός από τα πλευρά. Θα σε βάλω στο κρεβάτι και θα πάω να πάρω λίγη αλοιφή για τις πληγές».
Τον έβαλε προσεκτικά στο κρεβάτι, έβγαλε τις πιτζάμες κάτω από το μαξιλάρι του και αφού του αφαίρεσε όλα τα ρούχα, τον βοήθησε να τις φορέσει και μετά τον έβαλε να ξαπλώσει.
«Μπορείς να μου δώσεις ένα κλειδί για να μπορέσω να μπω μόνη μου;».
«Μετακόμισες κιόλας εδώ;».
Εκείνη κοκκίνισε. «Όχι βέβαια, δεν εννοούσα… Απλώς δεν θέλω να σηκωθείς για να μου ανοίξεις, αυτό είναι όλο». Κοκκίνισε ξανά. Έβαλε το πανωφόρι της, πήρε την τσάντα της που είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι και το κλειδί από το κατεστραμμένο του παντελόνι, και έφυγε.