Έβαλε τα χέρια του στις τρύπες του βαριού σωσιβίου, δένοντας τους ενισχυτικούς ιμάντες γύρω του και πήγε εκεί που στεκόταν ο Αρχικελευστής. «Τώρα είστε εντάξει, κύριε. Αν δεν έχετε αντίρρηση…». Ο Αρχικελευστής σταμάτησε ξαφνικά να μιλάει. Το βλέμμα του γέμισε τρόμο κοιτάζοντας πίσω από τον Έρνεστ.
Ακούστηκε μια τρομερή κραυγή σαν ένα εξπρές τρένο να βγαίνει με ορμή από τούνελ. Βόμβες χτύπησαν στο πίσω μέρος του πλοίου και αμέσως μετά ακολούθησε μια τεράστια έκρηξη και λάμψεις φωτιάς, Ο «Indefatigable» μποτζάρισε και άλλαξε πορεία. Ο Έρνεστ ένιωσε ένα κύμα θερμού αέρα να τον σπρώχνει προς τα πίσω και να τον στροβιλίζει. Είδε έντρομος όλο το πρυμναίο τμήμα να καλύπτεται από πυκνό μαύρο καπνό και απειλητικές φλόγες. «Θεέ μου, Άρνολντ!».
«Μην ανησυχείς γι' αυτό παλικάρι μου, πιάσε τη μάνικα! Ο Αρχικελευστής επιστράτευσε την ομάδα των πυροσβεστών του και τον Έρνεστ. Σοκαρισμένος έβλεπε τις δυνατές φλόγες που έρχονταν τώρα από το πίσω μέρος, και προσπαθούσε να αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει. «Εντάξει λεβέντες, ψυχραιμία. Ξεδιπλώστε τη μάνικα, εντάξει;», έδωσε εντολή ο Αρχικελευστής.
«Εντάξει», είπε ο Έρνεστ. «Όσο πιο γρήγορα μπορείτε ανοίξτε τη μάνικα!». Ένας ναύτης τράβηξε έξω τη μάνικα, ξετυλίγοντάς την από την πυροσβεστική φωλιά που ήταν αποθηκευμένη, ενώ ένας άλλος πήγε να ανοίξει τη βαριά βάνα. «Περιμένετε, μην την ανοίξετε μέχρι να είναι έτοιμη η μάνικα», είπε ο Έρνεστ. Ακόμα ένας κρότος από βόμβες και περισσότεροι παφλασμοί ακούστηκαν, καθώς οι ναυτικοί τραβούσαν την κορδέλα της μάνικας κατά μήκος του καταστρώματος προς τη φωτιά, πίσω από τη γέφυρα. Σύντομα, η σφοδρότητα της φωτιάς, ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσαν να πλησιάσουν, και ο Έρνεστ έδωσε εντολή να ανοίξουν τη στρόφιγγα. Το νερό φούσκωσε μέσα στο λάστιχο, που έγινε άκαμπτο από την πίεση του νερού. Ο Έρνεστ βοήθησε τον ναύτη που κρατούσε την άκρη της στρόφιγγας να σταθεροποιήσει το στόμιο και να κατευθύνει το ακροφύσιο, που τώρα παλλόταν, προς τις φλόγες. Παρά την προσπάθειά τους, όμως, δεν κατάφεραν να τη σβήσουν. Η ένταση της φωτιάς, που τροφοδοτούνταν από το πετρέλαιο και από το ξύλο του καταστρώματος, μεγάλωνε συνεχώς. Τα κανόνια του πλοίου βρέθηκαν στον πυρήνα της φωτιάς, και οι βόμβες τους άρχισαν να εκρήγνυνται, με έναν τρομακτικό και υπόκωφο γδούπο. Η φωτιά κυνηγούσε τους άντρες, που έτρεχαν τρεκλίζοντας προς τους πυροσβέστες, αλλά δεν προλάβαιναν να της ξεφύγουν και τους εγκλώβιζε, καίγοντας τα ρούχα τους και τις σάρκες τους.
Η φωτιά, αφού έκαψε όλα τα καύσιμα, άρχισε να τίθεται υπό έλεγχο και φαινόταν ότι το πλοίο μπορεί και να άντεχε, αν και σακατεμένο. Αλλά τότε, άλλος ένας κανονιοβολισμός από μεγάλη απόσταση που έριξαν οι Γερμανοί εισβολείς, κατάφερε να χτυπήσει το πλοίο στο χειρότερο μέρος, – στον πυργίσκο του ελαφρά θωρακισμένου εμπρόσθιου πυροβόλου- και προκάλεσε μια τεράστια έκρηξη που βύθισε τη γέφυρα. Μια πύρινη μπάλα φωτιάς έπεσε πάνω στους πυροσβέστες, και αμέσως περικύκλωσε τον Αρχικελευστή και τους άνδρες που ήταν μαζί του. Ο Έρνεστ, που κρατούσε ακόμα τη μάνικα, την ένιωσε να χαλαρώνει, κι εκείνη τη στιγμή η έκρηξη τον χτύπησε και ένιωσε να εκσφενδονίζεται στον αέρα, να χτυπά στην κουπαστή και να πετάγεται στη θάλασσα. «Τι γαμημένος τρόπος να πεθάνεις!», πρόλαβε να σκεφτεί παρά τον τρόμο του, καθώς έπεφτε στο νερό.
Έπεσε στη θάλασσα σαν πέτρα που αναπηδούσε στο νερό. Έβγαλε όλο τον αέρα από τα πνευμόνια του και βυθίστηκε ξανά κάτω από την επιφάνεια. Το βαρύ σωσίβιο και τα ρούχα του τον δυσκόλευαν, και τον έπιασε πανικός, αλλά τελικά κατάφερε να κολυμπήσει και να ανέβει στην επιφάνεια. Ρούφηξε απεγνωσμένα αέρα για να γεμίσει τους πνεύμονές του. Το σωσίβιο είχε πάει ψηλά μέχρι το πηγούνι του, αλλά ήταν αυτό και οι οδηγίες του Αρχικελευστή που τον είχαν σώσει. Κατάφερε να βγάλει τα παπούτσια του και τώρα επέπλεε πιο ελεύθερα.
Ο Έρνεστ διαπίστωσε ότι είχε πεταχτεί αρκετά μακριά από το πλοίο, που πλέον είχε τυλιχθεί ολόκληρο στις φλόγες. Φοβήθηκε ότι από στιγμή σε στιγμή θα γινόταν νέα έκρηξη και κολύμπησε γρήγορα, για να απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο. Αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε. Σιγά σιγά, έγειρε προς τα εμπρός και, σαν μια τεράστια πάπια, έδειξε την ουρά της στον ουρανό και γλίστρησε μέσα στη θάλασσα. Οι προπέλες εξακολουθούσαν να γυρίζουν αργά, κάνοντας ένα φρικτό διαπεραστικό και υπόκωφο θόρυβο αφήνοντας μια ρουφήχτρα, που άφηνε πίσω του το πλοίο που βυθιζόταν, γεμάτη από καπνούς, η οποία προσπαθούσε να τον παρασύρει μέσα της. Δυο-τρεις φορές τον τράβηξε κάτω και μέσα στον πανικό του αναγκάστηκε να βάλει όλη του τη δύναμη και να συρθεί με δυσκολία έξω από την επιφάνεια για να πάρει μια ανάσα, πριν τον ξανατραβήξει κάτω. Τέλος -του φάνηκε σαν να κράτησε ώρες- η πίεση της ρουφήχτρας μειώθηκε και μπορούσε τώρα να επιπλεύσει, νιώθοντας τον έντονο πόνο του αλμυρού νερού στην πλάτη του, και χωρίς να το συνειδητοποιεί, προστατευόταν μόνο από το σακάκι και το πουκάμισο που φορούσε όταν βγήκε τρέχοντας από την αίθουσα αξιωματικών, που είχαν κουρελιαστεί από την σφοδρή έκρηξη που τον είχε εκσφενδονίσει.
Κοίταξε γύρω του ψάχνοντας για σημάδια ζωής, για κάποιον επιζώντα, αλλά τίποτα. Το μόνο που έβλεπε ήταν συντρίμμια να επιπλέουν και μερικά ναυτικά καπέλα. Μια τεράστια φούσκα έσκασε με έναν διαβολικό θόρυβο στο σημείο όπου το πλοίο είχε βυθιστεί, καταβρέχοντάς τον με βρώμικο, γεμάτο με πετρέλαιο νερό, και ακολούθησε ένα παλιρροϊκό κύμα που σχεδόν τον βύθισε ξανά. Αν δεν είχε βρει μια μεγάλη ξύλινη παλέτα να επιπλέει εκεί κοντά, δεν θα είχε βρει ποτέ δύναμη να παραμείνει ζωντανός μέσα στα παγωμένα νερά.
Εντόπισε ένα μικρό αντιτορπιλικό να σπεύδει στο σημείο όπου το τεράστιο πλοίο είχε βυθιστεί. Επιβράδυνε καθώς πλησίαζε και οι ναύτες παρατάχτηκαν στο κατάστρωμα ψάχνοντας για επιζώντες. Κατάφερε να σηκώσει το χέρι του και να το κουνήσει με όση δύναμη του απέμεινε αδύναμα για να τον δουν. Το πλοίο πέρασε δίπλα του, και το κύμα που σήκωσε παραλίγο να ανατρέψει την εύθραυστη σχεδία του. Οι ναύτες έψαχναν προς τη μεριά του, αλλά δεν είδε καμία ένδειξη στα πρόσωπά τους ότι τον αναγνώρισαν. Φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, παρά το βουητό που έκανε το πλοίο. Σήκωσε λίγο ακόμα το σώμα του έξω από το νερό και κούνησε ξανά το χέρι του, αλλά η φωνή του έβγαινε με ζόρι πια από την προσπάθεια, αλλά στο τέλος τα κατάφερε. Ένας από τους ναύτες τον εντόπισε ξαφνικά και φώναξε στους συντρόφους του. Ο ναύτης τους έδειξε το σημείο που βρισκόταν ο Έρνεστ φωνάζοντας: «Άνθρωπος στη θάλασσα», το κλασικό ναυτικό παράγγελμα που είχε μάθει από τους εκπαιδευτές του Ναυτικού. Το πλοίο έκοψε ταχύτητα και γύρισε πίσω.
Ο επικεφαλής αξιωματικός έφυγε επειγόντως για να καθοδηγήσει μια άλλη ομάδα να καθελκύσει μία από τις λέμβους του αντιτορπιλικού. Η λέμβος έπεσε στο νερό και οι ναύτες κωπηλάτησαν γρήγορα για να φτάσουν στον Έρνεστ. Μόλις είχε χάσει την ξύλινη παλέτα οι ναύτες τον ανέσυραν από το νερό. Γενναιόδωρα χέρια τον σκέπασαν με κουβέρτες και έχασε τις αισθήσεις του καθώς τον πήγαιναν πίσω στο πλοίο.
****
«Θες να αφήσεις τώρα την κουβέρτα, υπολοχαγέ; Θα σου δώσουμε μία άλλη, καθαρή και στεγνή».
Ο Έρνεστ μεταφέρθηκε ημιλιπόθυμος από τους φρικτούς πόνους στο κατάστρωμα. Όταν άρχισε να συνέρχεται ήταν ακόμα γαντζωμένος στην κουβέρτα που του είχαν δώσει οι διασώστες του, και την κρατούσε σαν να εξαρτιόταν η ζωή του από αυτήν.
«Τι; Ω, Ναι, ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ», είπε, αλλά και πάλι δεν την άφηνε.
Ο υπομονετικός νοσοκόμος άνοιξε απαλά τα δάχτυλά του και του πήρε την κουβέρτα: «Τώρα πρέπει να σε βοηθήσουμε να γδυθείς και να καθαριστείς, εντάξει;».
Ο νοσοκόμος του έβγαλε σιγά-σιγά τα ρούχα και έσφιξε τα δόντια όταν είδε τα τραύματα του Έρνεστ. «Πόσο χάλια είναι;», τον ρώτησε αναπνέοντας με δυσκολία. Ο πόνος έγινε πιο έντονος όταν ο νοσοκόμος τράβηξε τα κουρελιασμένα κομμάτια υφάσματος που είχαν κολλήσει στη βασανισμένη του σάρκα.
«Είναι λίγο χάλια, παλιόφιλε. Μη φοβάσαι όμως, έχω δει και χειρότερα». Του είπε ψέματα. Δεν είχε ξαναδεί τραυματία σε χειρότερη κατάσταση. «Θα σε φροντίσουμε εμείς, μην ανησυχείς».
Συνέχισε να κόβει προσεκτικά τα ρούχα του Έρνεστ, βγάζοντας επιφωνήματα αποδοκιμασίας όσο το έκανε. Χρησιμοποίησε βαμβακερό μαλλί εμποτισμένο σε κρύο φρέσκο νερό, έπλυνε προσεκτικά και καθάρισε όσο μπορούσε, προσπαθώντας να μην ακούει τα γεμάτα πόνο βογγητά του Έρνεστ. «Κρατήσου, λίγο ακόμα. Ορίστε, τελειώσαμε προς το παρόν» είπε, και τον σκέπασε με ένα σεντόνι.
Ήρθε να τον δει ο γιατρός του πλοίου. «Πώς σου φαίνεται;», ρώτησε το νοσοκόμο.
«Αρκετά άσχημα. Μεγάλο μέρος του σώματός του έχει καεί και έχει ανοιχτές πληγές γεμάτες πετρέλαιο. Έκανα ό,τι μπορούσα για να τον καθαρίσω, αλλά θα χρειαστεί πολύ περισσότερη βοήθεια από όση μπορούμε να του δώσουμε εδώ».
Ο γιατρός μπήκε στο δωμάτιο και σήκωσε το σεντόνι. «Κρυώνω πολύ. Μπορείτε να δυναμώσετε τη θερμοκρασία;», είπε ο Έρνεστ.
«Ναι, θα το πω στο νοσοκόμο». Κοίταξε τις πληγές και το σκοτεινιασμένο πρόσωπο του Έρνεστ. Είχε χάσει το χρώμα του από τον πόνο και από τις επώδυνες πληγές στο σώμα του. Ψιθύρισε στο νοσοκόμο: «Φοβάμαι ότι ο καημένος ο φιλαράκος μας δεν θα τα καταφέρει. Προσπάθησε μονάχα όσο μπορείς να τον κάνεις να μην υποφέρει. Μορφίνη όποτε το χρειάζεται. Συνέχισε να τον λούζεις και καθάρισε τις πληγές του. Είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε για να μην υποφέρει. Αμφιβάλλω αν θα βγάλει τη νύχτα».
Και όμως, την έβγαλε… Κι εκείνη τη νύχτα και πολλές άλλες. Το επόμενο πρωί ο γιατρός έμεινε έκπληκτος. Βρήκε τον Έρνεστ να αναπνέει και να έχει και λίγο χρώμα στα μάγουλά του. Ο νοσοκόμος, αντιθέτως, φαινόταν καταβεβλημένος και χλωμός. «Έκανες σπουδαία δουλειά», είπε ο γιατρός. «Πώς κατάφερες να τον καθαρίσεις τόσο καλά;».
«Δεν μπορώ να τον αφήσω, γιατρέ. Φαίνεται να είναι ο μόνος επιζών, ο κακομοίρης! Καθάρισα τις πληγές του από όσο περισσότερο πετρέλαιο και στάχτη μπορούσα. Είναι ακόμα αρκετά άσχημα, αλλά νομίζω ότι οι μεγαλύτερες πληγές είναι καθαρές, και καμία από αυτές δεν φαίνεται να είναι πολύ βαθιά. Έχει άσχημα εγκαύματα, όμως τα καθάρισα και προσπάθησα να του μετριάσω τον πόνο. Ευτυχώς, από τότε που ενήργησε η μορφίνη είναι αναίσθητος την περισσότερη ώρα».
«Ωραία, ξεκουράσου. Θα τον εξετάσω τώρα».
Όσο ο γιατρός τον εξέταζε προσεκτικά, -γιατί ο Έρνεστ έχανε και ξανάβρισκε τις αισθήσεις του συνεχώς- σφύριζε ένα μικρό σκοπό και μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του. «Ναι, άσχημο κάψιμο, αλλά είναι καθαρό, δεν έκανε πληγή. Πολύ τυχερός!». Ένας άλλος νοσοκόμος, που αντικατέστησε τον προηγούμενο, τον βοηθούσε. Έβαλε ιώδιο στις χειρότερες πληγές, κάνοντας ράμματα εδώ και εκεί, και έβαλε αλοιφή στα εγκαύματα.
Επιτέλους, τελείωσε. «Μπορείς να με ακούσεις;», τον ρώτησε. Ο Έρνεστ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Νομίζω -ελπίζω- ότι είσαι πολύ τυχερός. Έχεις μερικά πολύ άσχημα κοψίματα και μελανιές, και κάποια άσχημα εγκαύματα, αλλά δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαινόταν πριν σε καθαρίσουμε. Πρέπει να ευχαριστήσεις τον νοσοκόμο σου. Έχει κάνει πολύ καλή δουλειά. Θα τα μπαντάρουμε τώρα. Επιστρέφουμε στο Σκάπα Φλόου. Πρέπει να είσαι στο νοσοκομείο μέχρι αύριο».
Το σκάφος αγκυροβόλησε αργότερα το ίδιο βράδυ. Ο νοσοκόμος που τον είχε φροντίσει αρχικά είχε ξανά βάρδια, και τον ξύπνησε. «Τι κάνεις, παλιόφιλε; Έχουμε ρίξει άγκυρα τώρα, οπότε θα σε πάρουμε από δω σύντομα».
«Είμαι καλά», είπε ο Έρνεστ. Δεν πονάω καθόλου».
«Μπράβο αγόρι μου. Έτσι σε θέλω!».
Οι ορντινάντσες που ήρθαν να τον πάρουν έφεραν ένα φορείο. Έβαλαν μια κουβέρτα από κάτω του, σηκώνοντας προσεκτικά πρώτα τα πόδια του και μετά τον κορμό του. Συγκρατήθηκε να μην φωνάξει όταν άγγιζαν τυχαία τα εγκαύματά του. Όταν η κουβέρτα μπήκε στη θέση της τέσσερις άνδρες τον σήκωσαν προσεκτικά και τον έβαλαν στο φορείο. Τον κουβάλησαν έξω από τον θάλαμο και τον πήγαν πάνω στο κατάστρωμα. Χρειάστηκε να γωνιάσουν το φορείο για να τον μεταφέρουν από την ξύλινη σκάλα αποβίβασης στην αποβάθρα και από εκεί στο ασθενοφόρο που τον περίμενε. Εκείνος δεν μπορούσε να σταματήσει να ουρλιάζει από τους πόνους κάθε φορά που οι επίδεσμοί του τριβόταν πάνω στο βασανισμένο του δέρμα.
Έφυγαν με τον Έρνεστ και μετά από μια, ευτυχώς, σύντομη διαδρομή, τον μετέφεραν στο νοσοκομείο και τον έβαλαν σε μια πτέρυγα με επιζώντες από άλλα βρετανικά πλοία. Και ήταν ελάχιστοι, σε σύγκριση με τον αριθμό των ναυτικών που είχαν σκοτωθεί στη μάχη. Η οδύνη τους φαινόταν στα γκρίζα πρόσωπά τους και στις γκριμάτσες πόνου. Μεταφέρθηκε σε ένα κρεβάτι. Υπέφερε και πάλι όταν άγγιζε η κουβέρτα τις πληγές του, αλλά ο Έρνεστ, κοιτάζοντας τον φουκαρά στο διπλανό κρεβάτι, κατάλαβε ότι οι πόνοι του δεν ήταν μεγαλύτεροι από εκείνους των άλλων τραυματιών. Ο ναύτης είχε μια τέντα στημένη πάνω από τα πόδια του, και τα χέρια του ήταν πολύ μπανταρισμένα, όπως και το κεφάλι του. Ήταν απλώς ξαπλωμένος εκεί, σιωπηλός, χωρίς τις αισθήσεις του, και άσπρος σαν το πανί, όπως τα σεντόνια που τον σκέπαζαν, ανασαίνοντας μόνο αδύναμα. Αργότερα μέσα στη νύχτα όπως τον κοιτούσε ο Έρνεστ, οι αναπνοές του έγιναν ακόμα πιο αδύναμες και αργές, και κάποια στιγμή ο Έρνεστ συνειδητοποίησε ότι απλά σταμάτησε να αναπνέει. Το πρωί ήρθε μια νοσοκόμα. Κοίταξε τον καημένο τον άντρα και κάλεσε τις ορντινάντσες που ήρθαν αμέσως και χωρίς πολλά-πολλά έβαλαν τη σορό του σε ένα φορείο και τον πήραν. Μόνο όταν βγήκε η τέντα ο Έρνεστ είδε ότι είχε χάσει και τα δυο του πόδια.
Για πολλές μέρες ο Έρνεστ κειτόταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου, και κατά τακτά διαστήματα τα τραύματά του καθαρίζονταν και απολυμαίνονταν. Μερικές μέρες ο πόνος ήταν τόσο αφόρητος, που το μόνο που ήθελε ήταν να πεθάνει, αλλά η ανάμνηση των αντρών του πληρώματος που χάθηκαν τον βοήθησε να κρατηθεί. «Δεν θα πεθάνω, δεν θα πεθάνω. Δεν θα με πάρουν κι εμένα νεκρό από εδώ μέσα», ήταν συνεχώς η σκέψη του.
Αργότερα μεταφέρθηκε σε ένα νοσοκομείο στο Λονδίνο που ήταν ειδικευμένο στη θεραπεία εγκαυμάτων όπως τα δικά του. Το σώμα του ήταν πληγωμένο, αλλά όμως θεραπευόταν. Ο πόνος γινόταν σιγά-σιγά μια αμυδρή ανάμνηση, παρόλο που η ενόχληση που είχε μέχρι να επουλωθούν οι πληγές στο καμένο του δέρμα, ήταν μόνιμος σύντροφος.
Όταν μπήκε το 1918 ήταν πια σε θέση να επιστρέψει στην οικογένειά του, στο Ντιλ του Κεντ, για να αναρρώσει. Αν και ακόμα πονούσε λίγο από τα εγκαύματα, που έπρεπε να καθαρίζονται κάθε μέρα, οι πληγές είχαν επουλωθεί και οι μώλωπές του είχαν σχεδόν εξαφανιστεί.
Κάθε μέρα περπατούσε περίπου ένα μίλι από το σπίτι του κατά μήκος του Τσέρτς Παθ κατόπιν οδηγίας των γιατρών πριν από το εξιτήριο, για να βρει τη φόρμα του και να ανακάμψει. Ήταν ένας υπέροχος ήσυχος περίπατος, και διέσχιζε μόνο δύο δρόμους μέχρι να φτάσει στην παραλία. Στην αρχή, αυτός ο καθημερινός περίπατος, αν και ωφέλιμος, τον κούραζε πολύ και πονούσε, και χρειαζόταν πάνω από δύο ώρες για να τελειώσει τη διαδρομή. Το νοσοκομείο του είχε δώσει δεκανίκια, αλλά δυσκολεύτηκε μέχρι να τα συνηθίσει. Του πήρε πολύ καιρό να μάθει να στηρίζεται σ’ αυτά, κάνοντας το ένα οδυνηρό βήμα μετά το άλλο. Αλλά σταδιακά ανέκτησε τις δυνάμεις του και μπορούσε να απολαμβάνει τον ζεστό καιρό καθώς πλησίαζε το καλοκαίρι.
Είχε ένα εβδομαδιαίο τσεκ-απ με ένα γιατρό, τον γιατρό Φιλντ, που είχε το ιατρείο του στους στρατώνες των πεζοναυτών στο Γουόλμερ. Τις πρώτες εβδομάδες, ο γιατρός έπρεπε να ελέγχει τους επιδέσμους για να βεβαιωθεί ότι οι πληγές του επουλώθηκαν σωστά. Αργότερα αφαίρεσε τα ράμματα και είπε στον Έρνεστ ότι δεν χρειαζόταν πλέον να τον βλέπει κάθε βδομάδα. «Έχεις σημειώσει ικανοποιητική πρόοδο, Υπολοχαγέ. Πώς νιώθεις;».