«Φυσικά και όχι!», είπε ο Έρνεστ, αμήχανα. «Βασικά δεν γνωρίζω τίποτα γι' αυτήν».
«Ω, αυτό είναι εύκολο! Θα σου πω εγώ. Ο πατέρας της είναι εφημέριος κάπου στη νότια ακτή. Είχε έναν αδερφό, νομίζω, αλλά σκοτώθηκε στον Μάρνη, στις αρχές του πολέμου. Κατατάχθηκε στις Ρενς για να βοηθήσει στις πολεμικές επιχειρήσεις. Νομίζω ότι εργάστηκε ως οδηγός. Προφανώς έλαβε εκπαίδευση ως γραμματέας και λόγω συνεργασίας της με τις Ρενς, είχε καλή διαπίστευση ασφαλείας και τοποθετήθηκε στην Επιτροπή Eκεχειρίας όταν τελείωσε ο πόλεμος. Νομίζω ότι η μητέρα της είναι μισή Γαλλίδα, οπότε ήταν μια χρήσιμη σύνδεσμος εδώ».
«Θα σου πω και κάτι άλλο. Η κοπέλα μου είναι πολύ φίλη μαζί της. Γιατί δεν κανονίζουμε μια έξοδο όλοι μαζί;».
«Ναι, γιατί όχι; Θα περάσουμε ωραία».
Δυο μέρες αργότερα, ο Σμιθ τον κάλεσε να πάνε μαζί σε μια επιθεώρηση στα Φολί Μπερζέρ.
«Λίγο τολμηρό, δε νομίζεις;», είπε ο Σμιθ. «Με όλες αυτές τις γυμνές κυρίες!».
Η παράσταση πράγματι ήταν τολμηρή. Παρουσίαζε τις «Μικρές γυμνές γυναίκες» του Πωλ Ντερβάλ, που έγιναν και το κλου του καμπαρέ. Αν και έδειξαν τα πάντα, ήταν αρκετά βαρετό. Ήταν κυρίως στατική παράσταση, με καλυμμένη όμως σεξουαλικότητα. Ήταν τολμηρό, αλλά δύσκολα το έλεγες σκανδαλιστικό. Ο Έρνεστ ντρεπόταν στην αρχή τη συνοδό του, αλλά η Μάργκαρετ φαινόταν να είναι ανοιχτόμυαλη. Και αυτή και η φίλη του Σμιθ, η Πολίν, γελούσαν με κάποιες από τις εμφανίσεις των χορευτριών, και μιλούσαν για τα μισόγυμνα περίπλοκα κοστούμια με ενθουσιασμό.
Μετά την παράσταση, ο Έρνεστ συνόδευσε την Μάργκαρετ στο σπίτι της που συγκατοικούσε με την Πολίν, αφήνοντας τον Σμιθ και την κοπέλα του μόνους τους. «Ήταν λίγο σοκαριστικό κάποιο μέρος του, έτσι;», είπε ο Έρνεστ.
«Υποθέτω ότι ήταν. Αλλά ήταν πολύ τολμηρό, έτσι δεν είναι;».
«Δεν σε ενόχλησε δηλαδή;».
«Όχι, φυσικά και όχι. Νομίζω ότι οι γυμνές κυρίες ήταν αρκετά διασκεδαστικές, έτσι δεν είναι;».
«Ναι, τώρα που το λες, ήταν», είπε ο Έρνεστ, και έσκασε στα γέλια. «Τι περίεργη συζήτηση που ανοίξαμε! "Σκανδαλιστικό" θα ήταν μια πιο σωστή λέξη».
«Δηλαδή, σκανδαλίστηκες;».
Ο Έρνεστ κοκκίνισε και δίστασε ν’ απαντήσει. Η Μάργκαρετ κατάλαβε ότι τον έφερε σε αμηχανία και έβαλε το χέρι της στο μπράτσο του. «Μην ντρέπεσαι, απλά αστειεύομαι. Πέρασα ένα υπέροχο βράδυ. Σ’ ευχαριστώ».
Τις επόμενες εβδομάδες, δείπνησαν μαζί μερικές φορές ακόμα. Κάποιες φορές με τον Σμιθ και την Πολίν, και κάποιες μόνο οι δυο τους. Πήγαιναν σε παραστάσεις ή σε μπαρ και άκουγαν ζωντανή τζαζ που αγαπούσαν και οι δύο. Ένα από αυτά τα απογεύματα, μετά από μια εξαιρετικά ωραία τζαζ συναυλία, ο Έρνεστ πρότεινε να πάνε στο διαμέρισμά του για καφέ.
«Και η θυρωρός σου;», ρώτησε η Μάργκαρετ.
«Θα πρέπει να τρυπώσουμε χωρίς να μας πάρει είδηση».
Περπάτησαν μέχρι το διαμέρισμα. Ο Έρνεστ έπιασε απαλά το χέρι της Μάργκαρετ και ένιωσε να διπλώνει τα δάχτυλά της στα δικά του και μετά να γέρνει το κεφάλι της στον ώμο του. Όταν έφτασαν στην πολυκατοικία, ο Έρνεστ έβγαλε το κλειδί του και το έβαλε σιγά-σιγά στην κλειδαριά, γυρίζοντας απαλά για να ανοίξει την πόρτα. Πίεσε αργά και με ένα τρίξιμο, άνοιξε. Μπήκαν μέσα και ανέβηκαν τις σκάλες για το διαμέρισμά του. 'Άνοιξε την πόρτα και πέρασε μέσα την Μάργκαρετ.
Εκείνη κάθισε σε μια μικρή καρέκλα δίπλα στο τραπεζάκι, και ο Έρνεστ πήγε να φτιάξει καφέ για τους δυο τους. Της πρόσφερε μπράντι, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Έφερε τον καφέ στο τραπέζι και κάθισε στην άλλη μοναδική καρέκλα που υπήρχε στο μικρό δωμάτιο.
«Κάπως μικρό δεν είναι;», ρώτησε η Μάργκαρετ.
«Ναι. Ευτυχώς, δεν περνάω και πολύ χρόνο εδώ μέσα, οπότε δεν έχει σημασία. Μου αρκεί αυτό το δωμάτιο».
Κοίταξε τη μικρή βιβλιοθήκη δίπλα στο κρεβάτι. «Σου αρέσει ο Φλομπέρ;», ρώτησε εκείνη.
«Όχι και πολύ. Προσπαθώ, πάντως, να μπω στο πνεύμα του. Φοβάμαι ότι τα γαλλικά μου δεν είναι αρκετά καλά.
«Μου αρέσει η «Μαντάμ Μποβαρύ». Πολύ ρομαντικό βιβλίο».
«Και τραγικό. Γι’ αυτό δεν το τελείωσα ακόμα. Πολύ μελαγχολικό».
«Γιατί;».
«Υπάρχει αρκετή πραγματική δυστυχία στις μέρες μας, και δεν χρειάζεται να διαβάσει κανείς και για την φτωχή μαντάμ Μπι που αυτοκτόνησε με δηλητήριο».
«Ήταν τόσο τραυματικός ο πόλεμος για σένα;».
Είπε στη Μάργκαρετ για το Γιούτλαντ, και πώς ανάρρωσε σιγά-σιγά από τις πληγές του. «Ακόμα ξυπνάω τη νύχτα λουσμένος σε κρύο ιδρώτα, βλέποντας αυτούς τους φτωχούς ναύτες να παγιδεύονται στις φλόγες». Ανατρίχιασε στη θύμηση.
Εκείνη σηκώθηκε και στάθηκε από πίσω του. Έβαλε τα χέρια της απαλά γύρω από το λαιμό του, και του ψιθύρισε: «Καημενούλη μου. Τι φριχτό! Μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω». Και μετά του μουρμούρισε γλυκόλογα, και σαν να ήταν μικρό παιδί τον νανούρισε τρυφερά.
Ο Έρνεστ άρχισε να χαλαρώνει, και τα μάτια του βούρκωσαν. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του και έκλαψε με λυγμούς. Έπεσε στην αγκαλιά της και άφησε τον εαυτό του ελεύθερο. Ο πόνος και η δυστυχία που είχε νιώσει, ήρθαν στην επιφάνεια και παραδόθηκε στα απαλά, γεμάτα κατανόηση, χάδια της καθώς του ψιθύριζε: «Τελείωσε πια, τελείωσε αγάπη μου. Εγώ είμαι εδώ, εγώ θα σε φροντίσω».
Μετά από λίγο άρχισε να συνέρχεται. Έβαλε τα χέρια του στα μπράτσα της και τα απομάκρυνε απαλά. Γύρισε για να την δει, πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του και φιλήθηκαν τρυφερά.
Εκείνη τραβήχτηκε και κοίταξε το ρολόι δίπλα στο κρεβάτι του. «Ω, αυτή είναι η ώρα; Πρέπει να φύγω. Κλειδώνουν την πόρτα μετά τα μεσάνυχτα».
«Θα σε συνοδεύσω στο σπίτι».
«Όχι, αγάπη μου, θα είμαι εντάξει. Θα τα πούμε το πρωί. Αλλά καλύτερα να με ξεπροβοδίσεις. Δεν θέλουμε η θυρωρός σου να βγάλει λάθος συμπεράσματα!».
Την βοήθησε να βάλει το παλτό της και κατέβηκαν τις σκάλες στις μύτες των ποδιών τους. Ο Έρνεστ άνοιξε την πόρτα και εκείνη πέρασε δίπλα του και βγήκε έξω. Μόλις βρέθηκε στον δρόμο γύρισε πίσω και του έδωσε ένα πολύ απαλό φιλί στο μέτωπο. Πήγε να την τραβήξει κοντά του, αλλά έβαλε το δάχτυλο στα χείλη του και απαλά τον έσπρωξε μακριά. «Καληνύχτα, αγάπη μου», είπε. Έφυγε και περπάτησε μέχρι το σπίτι της.
Το επόμενο πρωινό που συναντήθηκαν, ένιωθαν λίγο σαν άτακτοι μαθητές. Φαινομενικά εργάζονταν όπως πριν, αλλά το μυστικό τους ήταν ολοφάνερο σε φίλους και συναδέλφους, όσο σκληρά και αν προσπάθησαν να το κρύψουν.
Ο Έρνεστ και ο Σμιθ έκλεισαν εισιτήρια για να πάνε στο Λονδίνο, για να συζητήσουν για το έργο που επιτελέστηκε στο Σκάπα Φλόου σχετικά με τον παροπλισμό του γερμανικού στόλου. Ο Σμιθ κανόνισε να πάρουν ένα φέρι από την Ντιέπ και μετά ένα τραίνο για το Λονδίνο, αλλά ο Έρνεστ τον έπεισε να πάνε αεροπορικώς. Η σκέψη ότι θα ταξίδευε στη θάλασσα, ακόμα τον τρομοκρατούσε. Έκαναν την ίδια διαδρομή που είχε κάνει και ο Έρνεστ, και νοίκιασαν ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Γουέστμινστερ.
Στο δείπνο εκείνο το βράδυ, ο Σμιθ έσκαγε να μάθει για τον Έρνεστ και τη Μάργκαρετ. «Εσύ και η Μάγκι φαίνεται να τα πηγαίνετε πολύ καλά τελευταία», παρατήρησε.
Ο Έρνεστ κοκκίνισε. «Ναι, είναι υπέροχο κορίτσι».
«Υπέροχο κορίτσι; Αυτό είναι όλο; Φαίνεται ότι έχεις δεθεί πολύ μαζί της».
«Ω, δεν ξέρω! Έχουμε βγει μερικές φορές, κάνουμε καλή παρέα».
«Έλα Έρνεστ, στον φίλο σου μιλάς!».
«Εντάξει, εντάξει. Η συντροφιά της μου έκανε πολύ καλό. Είχα αυτούς τους απαίσιους εφιάλτες και απ’ ό,τι φαίνεται με βοήθησε να σταματήσουν».
«Είναι εκπληκτική, έτσι; Λοιπόν, κάτι σχεδιάζετε, δεν είναι έτσι;».
«Να σχεδιάζουμε; Δεν θα το’ λεγα, δεν συζητήσαμε γι’ αυτό».
«Γι’ αυτό;». Ο Έρνεστ δεν μίλησε.
«Έρνεστ, χρειάζεσαι μια συμβουλή από ένα φιλαράκι και θα σου την δώσω. Ελπίζω να είμαστε ακόμα φίλοι μετά», αστειεύτηκε ο Σμιθ. «Η Μάγκι είναι ένα υπέροχο κορίτσι, το ξέρω και το ξέρεις. Και επίσης είναι ερωτευμένη μέχρι τα μπούνια μαζί σου». Ο Έρνεστ έκανε να τον διακόψει, αλλά ο Σμιθ σήκωσε το χέρι του: «Μην με διακόπτεις. Είναι ε-ρω-τευ-μέ-νη!…», -τόνισε μία-μία τις συλλαβές- «…και νομίζω ότι νιώθεις το ίδιο γι' αυτήν. Θα μπορούσες, βέβαια, να ψάχνεις για χρόνια και να μην βρίσκεις καμιά καλύτερη για σένα. Οπότε, η συμβουλή μου είναι να της κάνεις πρόταση γάμου. Δεν θα το μετανιώσεις, στο υπόσχομαι».
«Αλήθεια, είναι ερωτευμένη μαζί μου;». Ο Έρνεστ δεν μπορούσε να κρύψει ένα χαμόγελο χαράς όταν το άκουσε αυτό. «Πώς το ξέρεις;».
«Έρνεστ Τζένκινς! Πλωτάρχη Τζένκινς! Νομίζεις ότι ο κόσμος δεν έχει μάτια; Με τον τρόπο που κοιταζόσαστε είναι φως φανάρι».
«Μα αν κάνεις λάθος και την ζητήσω σε γάμο, θα βρισκόμουν σε πολύ δυσάρεστη θέση».
«Θυμήσου τα λόγια μου νεαρέ Έρνεστ, δεν κάνω λάθος».
Μετά τη συνάντησή τους στο Ναυαρχείο επέστρεψαν στο Παρίσι. Ο Έρνεστ πήγε στο γραφείο την επομένη και όταν είδε την Μάργκαρετ να έρχεται, η καρδιά του σκίρτησε. Κοκκίνισε και κοίταξε αλλού. «Γεια σου, ξένε» είπε. «Πέρασες καλά στο Λονδίνο;».
Μουρμούρισε κάτι για μια παραγωγική συνάντηση που είχε και ότι έπρεπε να επεξεργαστεί πολλές πληροφορίες, έγγραφα να παραδώσει, πολλή δουλειά να κάνει, και άλλα τέτοια.
Φάνηκε ν’ απογοητεύεται. Της φερόταν σαν να ήταν μόνο η γραμματέας του, και όχι σαν φίλη που νόμιζε ότι είχε γίνει για κείνον. Μπερδεύτηκε από την ξαφνικά απότομη συμπεριφορά του, και πήρε κι εκείνη απότομο ύφος και του φερόταν μόνο σαν επαγγελματίας. Του έδωσε την αλληλογραφία που είχε μαζευτεί όσο καιρό εκείνος έλειπε και τον ρώτησε αν υπήρχε κάτι άλλο που ήθελε να κάνει.
«Όχι, τίποτα προς το παρόν. Άφησα μερικά γράμματα στα εξερχόμενα, ίσως θα μπορούσες να τα δακτυλογραφήσεις».
Έφυγε από το δωμάτιο, μπερδεμένη και κάπως νευριασμένη. Κάθισε στο γραφείο της και προσπάθησε να δουλέψει, αλλά αυτός ο νέος, απρόσμενος, τόνος του, την είχε αναστατώσει πολύ και αποφάσισε να το ξεκαθαρίσει για να καταλάβει τι πραγματικά συνέβαινε. Ένας κλητήρας έφτασε με ένα υπόμνημα για εκείνον και το πήρε στο γραφείο του, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
«Έρνεστ, τι έγινε; Τι συμβαίνει. Φαίνεσαι τόσο ψυχρός. Έκανα κάτι που σε πείραξε;».
«Να με πείραξε;». Όχι, φυσικά και όχι». Ένιωσε άσχημα. «Είναι απλά ότι…», σταμάτησε, αμήχανα. «Είναι που θέλω να σου πω κάτι».
«Να μου πεις κάτι; Τι; Τι στο καλό λες; Δε νομίζω να μου πεις ότι είσαι κρυφά παντρεμένος ή κάτι τέτοιο, έτσι;».
«Παντρεμένος; Όχι βέβαια!».
«Λοιπόν; Πες το να τελειώνουμε. Τι έγινε;».
«Είναι, απλά, να.… Ξέρεις εγώ…».
«Δεν ξέρω, Έρνεστ». Είχε αρχίσει να κοκκινίζει από θυμό. Φαινόταν εκνευρισμένη.
«Λοιπόν… Εντάξει, θα σου πω. Σκεφτόμουν ότι αρέσουμε ο ένας στον άλλο, έτσι δεν είναι;». Εκείνη έγνεψε καταφατικά, με κάποια δυσπιστία όμως. «Λοιπόν, ωραία. Ναι. Το θέμα είναι, αναρωτιόμουν αν, ίσως, θα μπορούσες να σκεφτείς το ενδεχόμενο να…».
Έκανε και πάλι παύση, αναψοκοκκινίζοντας. Άρχισε να κτυπά το πόδι της με νευρικότητα.
«Τι να σκεφτώ; Μια μετάθεση, την τιμή των δαμάσκηνων, την παγκόσμια κατάσταση, τι;».
«Ας πούμε… Κατά κάποιο τρόπο, ξέρεις… να με παντρευτείς». Οι λέξεις, επιτέλους, ξεχύθηκαν από το στόμα του. Είδε το βλέμμα της κι έσπευσε να τελειώσει τη φράση του: «Ξέρω ότι δεν είμαι κανένα κελεπούρι. Είμαι λίγο ανάπηρος, κάπως τρελός, και αρκετά ντροπαλός. Και η αλήθεια είναι, ατσούμπαλος. Αλλά πραγματικά πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να ταιριάξουμε πολύ οι δυο μας, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ». Όσο μιλούσε είχε τα μάτια του στο πάτωμα, εντελώς αμήχανος. Την είδε να έρχεται προς το μέρος του και να σηκώνει το πηγούνι του για να τον κοιτάξει στα μάτια. Ξαφνιάστηκε που έβλεπε δάκρυα στα μάτια της και την ίδια στιγμή ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της.
«Βρε χαζούλη, φυσικά και θα το κάνω. Περίμενα αιώνες. Αν δεν μου το ζητούσες, σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να στο ζητήσω εγώ, και να μην περιμένω έως του χρόνου στις 29 Φεβρουαρίου!». (Στη Σκωτία, την Ιρλανδία και την Αγγλία, στις 29 Φεβρουαρίου κάθε δίσεκτου έτους, παραδοσιακά είναι η μοναδική μέρα που μια γυναίκα μπορεί να κάνει πρόταση γάμου στον σύντροφό της).
«Αλήθεια; Το εννοείς στ’ αλήθεια αυτό; Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ… Εννοώ, δεν το πιστεύω!».
Όλη του η συμπεριφορά άλλαξε και την πήρε στην αγκαλιά του, ακριβώς τη στιγμή που μπήκε ο Διοικητής του.
«Ω, συγγνώμη που διακόπτω, αλλά αν μπορούσατε να αφήσετε κάτω τη γραμματέα σας για λίγο, θα ήθελα να μάθω πώς πήγε το ταξίδι σας. Αν μπορούσατε να μου διαθέσετε τον χρόνο, δηλαδή!».
Πετάχτηκαν επάνω και η Μάργκαρετ γλίστρησε έξω από το γραφείο. Ο Έρνεστ έμεινε να στέκεται ντροπιασμένος όσο ο διοικητής του την κοιτούσε να φεύγει. «Να δώσω συγχαρητήρια μήπως;».
Το χαμόγελο του Έρνεστ τα είπε όλα. «Ναι, για να είμαι ειλικρινής… Αυτό ήταν…».
«Ξέρω, παλιόφιλε, δεν χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο. Όταν θα έχεις κατέβει από το σύννεφό σου, έλα στο γραφείο μου, εντάξει;».
Στις αρχές του 1920 και μια κρύα μέρα του Φεβρουαρίου, λίγους μήνες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών, αφού επέστρεψαν στο Λονδίνο, ο Έρνεστ και η Μάργκαρετ παντρεύτηκαν στην εκκλησία του πατέρα της, σε μια ήσυχη τελετή. Ο Τζον Σμιθ ήταν ο κουμπάρος του και η Πωλίν η κουμπάρα της. Μετακόμισαν στο σπίτι των γονιών του, στο Ντιλ, μετά από ένα σύντομο μήνα του μέλιτος στην Ουαλία, και εκείνος κατάφερε να πάρει μετάθεση στη ναυτική βάση στο Ντόβερ, όπου και συνέχισε να εργάζεται.
Στο τέλος της χρονιάς γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί, ο Γκόντφρι, και δεκαοκτώ μήνες αργότερα, έκαναν μια κόρη, την Ελίζαμπεθ.
Κεφάλαιο 3
Γερμανία 1918-1920
Ο Κουρτ Μιούλερ ντρεπόταν. Καθισμένος σε ένα ασθενοφόρο γεμάτο τραυματισμένους στρατιώτες που βογγούσαν από τους πόνους, ένιωθε ντροπή που ο τραυματισμός του ήταν τόσο ασήμαντος. Ακόμη και το αίσθημα της ανακούφισης που έφευγε μακριά από τις γερμανικές γραμμές που θα κατέρρεαν σύντομα, δεν ήταν αρκετό για να μετριάσει την ντροπή του.
Είχε υπηρετήσει στις γραμμές του μετώπου, στο Σομ, για περίπου 12 μήνες, όταν προσφέρθηκε εθελοντικά να υπηρετήσει τη χώρα του, παρόλο που ήταν κάπως μεγαλύτερος από τον μέσο ηλικίας των στρατιωτών. Σε αυτό το διάστημα, αυτός και οι σύντροφοί του είχαν δεχτεί πραγματικό σφυροκόπημα από τους Συμμάχους, που μαζί με τα αμερικανικά στρατεύματα επιτέθηκαν στις γραμμές τους από την κάτω μεριά του μετώπου με τρομακτικές νάρκες και από την πάνω μεριά με τανκς που ήταν απρόσβλητα από τα πολυβόλα που η διμοιρία του είχε χρησιμοποιήσει τόσο επιτυχώς στο παρελθόν, και είχαν θερίσει τους επιτιθέμενους που προέλασαν πεζή.
Η δουλειά που του είχε ανατεθεί ήταν να επισκευάζει τα πολυβόλα όταν μπλόκαραν. Όταν είχε καταταγεί, ο αξιωματικός στρατολόγησης είχε ρωτήσει αν είχε κάποιες συγκεκριμένες δεξιότητες, και του είχε πει ότι ήταν καλός στην επιδιόρθωση ρολογιών.
«Επιδιόρθωση ρολογιών; Τι χρησιμότητα έχει αυτό; Οι αξιωματικοί έχουν ρολόγια χειρός για να τους λένε πότε το παρακάνουν αλλά εκτός από αυτά, δεν υπάρχουν άλλα ρολόγια». Σκέφτηκε λίγο. «Μου ήρθε μια ιδέα. Μήπως μπορείς να επισκευάσεις όπλα; Τα πολυβόλα μας πάντα μπλοκάρουν και χρειαζόμαστε έναν ειδικό να τα διορθώνει όταν οι πυροβολητές δεν μπορούν να φτιάξουν αυτό που χαλάει».
Έτσι, ο Κουρτ έλαβε κάποια ταχεία εκπαίδευση στο συμβατικό MG08 πολυβόλο, το φονικό όπλο που χρησιμοποιούσε ο γερμανικός στρατός. Βασικά το όπλο ήταν αξιόπιστο, αλλά μερικές φορές οι γεμιστήρες μπλοκάριζαν. Σε ένα απλό μπλοκάρισμα θα μπορούσαν να καθαρίζονται από τους πυροβολητές, αλλά κάποιες φορές το πρόβλημα ήταν πιο σοβαρό και έχρηζε μεγαλύτερης προσοχής.
Την εβδομάδα πριν το ταξίδι του με το ασθενοφόρο, ενώ επισκεύαζε αγκαθωτά συρματοπλέγματα ακριβώς μετά από τις θέσεις τους, είχε κόψει το χέρι του σε ένα από αυτά. Αν και το είχε πλύνει και το έδεσε με επιδέσμους, το νερό προφανώς δεν ήταν αρκετά καθαρό και η πληγή είχε μολυνθεί σε τέτοιο βαθμό, που ένας από τους γιατρούς του Σώματος αποφάσισε να τον στείλει πίσω για να καθαριστεί σωστά, και να μην υπάρχει κίνδυνος να πάθει σηψαιμία. Κανένα επιχείρημα που προέβαλε για να μην φύγει δεν μπόρεσε να τον μεταπείσει, και έτσι ο Κουρτ βρέθηκε στην προσβλητική θέση να ταξιδεύει μακριά από τη μάχη, με "πραγματικά" τραυματισμένους άντρες.