«Χενγκ, δεν νομίζεις ότι πρέπει να βάλεις ρούχα; Είσαι ολόγυμνος μπροστά στην κόρη σου και στη θεία σου».
Ο Χενγκ έβαλε ένα χέρι στον πισινό του και πήγε στο δωμάτιό του. Μίλησαν γι' αυτόν στο οικογενειακό τραπέζι όσο έλειπε, αλλά ο Χενγκ ένιωθε σαν βασιλιάς, φαντασμένος και περήφανος, καθώς έβαλε γύρω του ένα σαρόνγκ και σκεφτόταν να κατέβει κάτω.
Είχε πετάξει και δεν ήξερε κανέναν άλλον που να γνώριζε αυτήν την αίσθηση. Είχε φάει κουνούπια σε φυγή όπως οι ηλικιωμένες σοκολάτες με αλκοόλ τα Χριστούγεννα κι είχε ανέβει. Δεν υπήρχαν κίνδυνοι γι' αυτόν πλέον. Δεν θα πεινούσε ποτέ και κανείς δεν θα τον πλήγωνε. Ένιωθε ελεύθερος, πραγματικά ελεύθερος για πρώτη φορά στη ζωή του αν και δεν ήξερε τι είδος ζωής έμελλε να έχει.
Αισθανόταν, όμως, ότι έπρεπε να το κρατήσει μυστικό για την ώρα αφού αξιολογήσει πρώτα τη γνώμη της τοπικής κοινωνίας επειδή τώρα ήταν ο Πι Πομπ, ο λαό-ταϊλανδέζικος όρος για τον βρικόλακα κι όλοι τον φοβόντουσαν όπως κι ο ίδιος.
Έλεγξε τα δόντια του από απορία κι οι κυνόδοντες του δεν είχαν μεγαλώσει αν κι ήταν χλωμός σαν πεθαμένος και τα μάτια του ήταν κόκκινα με ροζ. Αποφάσισε να πάει κάτω και κατέβηκε αριστοκρατικά. Όταν τον είδαν από το τραπέζι, ένιωθαν την ύπαρξη ενός μεγαλοπρεπή άντρα. Η αλλαγή ήταν καταπληκτική. Ήταν απίθανος και η παρουσία του τον έκανε να λάμπει σαν φάρος από χιλιόμετρα. Καθώς κάθισε το τραπέζι, η Γουάν τον ρώτησε:
«Είσαι εντάξει, Χενγκ; Σίγουρα δεν χτύπησες το κεφάλι σου κατά την πτώση;».
«Είμαι καλά, ποτέ καλύτερα, Μαντ, γυναίκα, Γουάν. Είμαι όπως θα έπρεπε. Όλοι είναι όπως πρέπει. Μπορώ να φάω και το άλλο παϊδάκι τώρα;».
«Φυσικά. Θέλεις να στο ζεστάνω;».
«Όχι, έτσι όπως είναι».