Καθώς μπαίνω στο διαμέρισμα κι αφήνω τα λαχανικά, ετοιμάζομαι για μπάνιο. Το μπάνιο γεμίζει ατμούς αμέσως. Τρίβομαι δυναμικά, η δυσωδία του μηχανικού λαδιού είναι σε κάθε πόρο του σώματός μου. Η δυσωδία της σκληρής δουλειάς, όπως του πατέρα μου.
Στέκεται δίπλα στο πλυντήριο, με γυρισμένη την πλάτη. Μέσα στους ατμούς δεν μπορώ να δω τι κάνει με τα χέρια του και μέσα στο νερό δεν μπορώ να ακούσω αν ψιθυρίζει. Πάντα ψιθυρίζει, δεν μιλάει δυνατά.
Στην κουζίνα, βάζω ένα σφηνάκι για συντροφιά μέχρι να ετοιμάσω το δείπνο. Η τηλεόραση φωτίζει το δωμάτιο όπου δεν ανάβω τα φώτα. Νιώθω πιο άνετα στο σκοτάδι όπως κι αυτός, νομίζω. Κρύβεται στις σκιές οπότε δεν μπορώ να τον δω, ακόμα κι όταν θέλει να γίνει ορατός.
Όπως κόβω το κρέας με ένα μεγάλο, κοφτερό μαχαίρι, μία στιγμή απροσεξίας είναι αρκετή για να ματώσει το δάχτυλό του. Καταριέμαι και το βάζω κάτω από κρύο νερό. Μία γραμμή αίματος έχει κολλήσει στο μαχαίρι.
Δεν υπήρχε νερό εκείνη τη νύχτα για να ξεπλύνει το αίμα. Η πισίνα αίματος ήταν στην κουζίνα κι ήταν εκεί στην πισίνα, όλα τους. Κούνησα το κεφάλι μου για να διώξω αυτές τις σκέψεις, έβαλα τσιρότο στο δάχτυλο, έβαλα άλλο ένα σφηνάκι και συνέχισα να φτιάχνω το κρέας. Κάθε κόψιμο μού υπενθυμίζει τις πληγές που είδα και προκάλεσα.
Άζρα. Διαβολικό. Αυτός.
Τελείωσα το ποτό μου κι έβαλα άλλο ένα.
Δεν ήμουν ποτέ στο ορυχείο, παρά τις εκκλήσεις στον πατέρα μου. Μπορούσε να προβλέψει το μυστικό του Άζρα και γι' αυτό δεν με πήγαινε εκεί, τώρα το ξέρω. Οι ανθρακωρύχοι το αντιλαμβάνονταν αυτό και ήθελα ελέγξω το ορυχείο μετά την επίσκεψή τους και τη σύντομη συζήτηση στο τραπέζι.
Και τώρα πίνω από το μπουκάλι.
Καταραμένο Fiat. Από όλα τα συνεργεία στη Σερβία, διάλεξε το δικό μου. Το Άζρα τον οδήγησε για να μου το θυμίσει. Μετά από μία ακόμη γουλιά, βάζω το κρέας στον φούρνο και πάω το πιάτο για σνακ στο δωμάτιο. Η τηλεόραση δείχνει το πρόγραμμα της Πρωτοχρονιάς, όπως εκείνη τη μέρα. Τελετουργικό και πομπώδες.
Αντί για βαρετούς παρουσιαστές και μισόγυμνες τραγουδίστριες παραδοσιακής μουσικής, είδα τους φίλους του μπαμπά στο τραπέζι, τη μαμά στην κουζίνα και η μικρή μου αδερφή μου στην κούνια. Σε άλλα κανάλια, οι ίδιες εικόνες από τις αναμνήσεις μου αναμειγνύονται με τις εκπομπές της νέας χρονιάς. Σηκώνομαι και πάω να δω το κρέας, δεν θα είναι σύντομα έτοιμο. Θέλω να φάω, να μεθύσω, να ξαπλώσω και να πέσω σε λήθη. Πριν τα μεσάνυχτα.
Από τα διπλανά διαμερίσματα, ακούω γέλιο και μουσική. Όλα γύρω μου, κι εγώ, σαν καταραμένος, κάθομαι μόνος με ένα μπουκάλι αλκοόλ, τους δαίμονες μου και τις απαίσιες αναμνήσεις εκείνης της νύχτας οπότε πίνω άλλη μία γουλιά κι απολαμβάνω το υγρό που φωτίζει τον λαιμό μου και ζεσταίνει την κοιλιά μου.
Μία σκιά γυρίζει μπροστά μου. Αυτός.
Τον βλέπω να περπατάει στον διάδρομο με κατεβασμένο το κεφάλι.
– «Πού πας, μπαμπά; Είδες το Fiat σου τώρα τελευταία;» ρωτάω κοροϊδευτικά.
Στέκεται στο πλατύσκαλο. Πίνω μία άλλη γουλιά και συνεχίζω:
– «Έχει ακόμα εκείνο το αυτοκόλλητο κάτω από το ραδιόφωνο που μου αγόρασες από το μίνι μάρκετ».
Δεν κουνιέται κι αρχίζει να δαγκώνει τα δάχτυλά του.
Οι πρώτες συγχορδίες ακούγονται από την τηλεόραση: το Love me tender του Έλβις Πρίσλεϊ.
Ξανά πάλι καταστροφή, δεν μπορεί να είναι σύμπτωση, έχουν γίνει πολλά τελευταία. Αυτό το τραγούδι ακουγόταν τότε, εκείνη την Παραμονή Πρωτοχρονιάς όταν ο μπαμπάς γύρισε σπίτι από το ορυχείο Κ-14, Άζρα.
Όλο ξεκαθαρίζουν γύρω μου, ίσως λόγω του αλκοόλ ή της ασυνήθιστης συμπεριφοράς του. Παρ' όλα αυτά, τα σύννεφα του τρόμου φεύγουν από την ψυχή μου και εξαφανίζονται για πάντα.
Δεν ήταν δικό του το λάθος. Το ήξερα, έκαιγε το υποσυνείδητό μου, αλλά δεν το παραδεχόμουν. Χρειαζόμουν την ενοχή του όπως ο αέρας που αναπνέω για να δικαιολογήσω τη δική μου.
Ο Έλβις τραγουδάει και με μεταφέρει σε εκείνη τη νύχτα.
Η μαμά φτιάχνει το κέικ και τραγουδά μαζί με τον Έλβις, η αδερφή μου χοροπηδάει γύρω από το τραπέζι και εγώ κάθομαι στο δωμάτιό μου διαβάζοντας κόμικς. Δεν μου άρεσε ο Έλβις και γι' αυτό δεν δίνω σημασία στην τηλεόραση. Με ενοχλεί το λαμπύρισμα από τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια στο δέντρο που βάλαμε με τον μπαμπά.
Ξαφνικά η μαμά με φωνάζει να πάρω ένα μεγάλο μαχαίρι από το ντουλάπι τροφίμων, είναι στον δίσκο με τα άλλα κέικ. Στον θείο αρέσει το κέικ της μαμάς, το έφτιαξε ειδικά γι' αυτόν. Αυτή τη χρονιά θα γιορτάσουμε μαζί την Πρωτοχρονιά.
Προσποιήθηκα ότι δεν άκουσα εξαιτίας του Έλβις και του απαίσιου τραγουδιού του που μόλυνε τις γυναίκες του σπιτιού. Ο πατέρας μου πάντα έλεγε «ποιος ξέρει, γιε μου, γυναίκες» και γελούσε, αλλά η μαμά μου κατσούφιαζε και του απαντούσε με άσχημα λόγια.
Η μαμά φωνάζει πάλι και ζητά το μαχαίρι. Τεμπέλικα, σηκώνομαι από τον καναπέ, διασχίζω τον διάδρομο προς το ντουλάπι τροφίμων, ανοίγω την πόρτα, βρίσκω το κουτί στο ράφι και το μαχαίρι από πάνω του. Ανοίγει η μπροστινή πόρτα. Ο μπαμπάς με προσπερνά, δεν με βλέπει και αφήνει μία δυσοσμία κάρβουνου κι αιθάλης. Παίρνω το μαχαίρι.
Δεν πήγε στο μπάνιο να πλυθεί, όπως κάνει πάντα όταν γυρίζει από τη δουλειά, αλλά πήγε κατευθείαν στην κουζίνα. Δεν είχε μαζί του καν τα δώρα που υποσχέθηκε. Σίγουρα τα άφησε στο Fiat. Τώρα, η μαμά θα τον μαλώσει που μπήκε στην κουζίνα με βρόμικα ρούχα.
Τον ακολουθώ κι ακούω τη μαμά να λέει:
– «Πήγαινε να πλυθείς, γιατί μπαίνεις έτσι μέσα;»
Ο πατέρας δεν απαντά. Συνεχίζει:
– «Είσαι μεθυσμένος; Για όνομα του Θεού, ο θείος θα έρθει σε λίγο κι εσύ...»
Δεν τελείωσε την πρότασή της. Ο πατέρας την πιάνει από το κεφάλι και χτυπάει το κεφάλι της στο τραπέζι. Η έκφραση του είναι σκληρή σαν πέτρα και τα μάτια του μαύρα σαν το κάρβουνο που ξεθάβει.
Η αδερφή μου αρχίζει να ουρλιάζει. Ο Έλβις τραγουδά για στοργή και αγάπη.
Τρομοκρατημένος, δεν φεύγω από την κουζίνα και δεν μπορώ να πιστέψω στα μάτια μου, σαν ένα όνειρο που οι σκηνές του εκτυλίσσονται μπροστά μου. Ο πατέρας συνεχίζει, το κεφάλι της μαμάς είναι γεμάτο αίματα κι όταν το τραβάει και το χτυπά ξανά, βλέπω ότι το πρόσωπό της δεν υπάρχει πια. Εξαφανίστηκε στη λίμνη αίματος στο τραπέζι. Η αδερφή μου συνεχίζει να ουρλιάζει και να καλύπτει τα μάτια της.
Αφήνει τη μητέρα που πέφτει σαν ένα χαλί από τον φούρνο και στρέφεται προς την αδερφή μου. Ανασυγκροτούμαι, ανακτώ και πάλι τη δύναμη των ποδιών μου, περπατώ προς αυτόν προς την κουζίνα και φωνάζω «Σε παρακαλώ, μπαμπά, σταμάτα!».
Ο επαναλαμβάνω αμέτρητες φορές, αλλά ο μπαμπάς δεν ακούει. Αρπάζει την αδερφή μου, τη σηκώνει πάνω από το κεφάλι του και τη ρίχνει στο πάτωμα της κουζίνας με όλη του τη δύναμη.
Ο τρόμος έχει χαραχτεί για πάντα στη συνείδησή μου.
Η αδερφή μου κείτεται στο πάτωμα σαν τις κούκλες της. Τα μάτια της είναι ανέκφραστα, φαίνεται ότι η ζωή φεύγει από μέσα της. Βγαίνει αίμα από τα αυτιά της. Ο μπαμπάς γονατίζει και τη βαράει με τη γροθιά του. Σηκώνει τη γροθιά και χτυπά ξανά.
Η πλάτη του είναι γυρισμένη προς εμένα, νιώθω το βάρος του μαχαιριού στο χέρι μου, τα πόδια μου κινούνται και χώνω τη λεπίδα στην πλάτη του. Δεν νιώθει τη σουβλιά, συνεχίζει να χτυπάει την αδερφή μου χωρίς να υπολογίζει εμένα και την πληγή που του έκανα. Τον μαχαιρώνω και πάλι, αλλά δεν σταματά να χτυπά το αβοήθητο κορίτσι που η ζωή είχε φύγει ήδη από μέσα της.
Τελικά, καταρρέει στον λινοτάπητα, δίπλα στο μικροσκοπικό κορμί, νεκρός.
Το χέρι του θείου μου με αρπάζει, η θεία μου ουρλιάζει κι ο Έλβις τελειώνει το τραγούδι του.
Μία άλλη γουλιά από το μπουκάλι κατεβαίνει στον λαιμό καθώς δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό μου. Δεν θυμάμαι το πρόσωπό της μητέρας μου, ούτε της αδερφής μου, αλλά θυμάμαι κάθε στιγμή εκείνης της νύχτας που τραγουδούσε ο Έλβις αυτό το τραγούδι.
Σκούπισα τα δάκρυα που δεν είχα σκουπίσει εδώ και δεκαετίες. Τα τελευταία κύλησαν όταν ικέτευa τον πατέρα μου να σταματήσει. Η ζωή στο ορφανοτροφείο τα έδιωξε.
Μέχρι τώρα.
Φοράει το πράσινο παλτό του, το λευκό του παντελόνι, ένα καπέλο στο κεφάλι του και στέκεται στο πλατύσκαλο, ακίνητος σαν ταφόπλακα. Ούτε κουνάει τα χέρια του ούτε ψιθυρίζει. Πρώτη φορά τον βλέπω να κάθεται εκεί, ακίνητος, σαν να διάβαζε τις σκέψεις μου.
– «Μπαμπά» φωνάζω.
Γυρίζει αργά το κεφάλι του για να με αντικρίσει και τελικά, μετά από τόσα χρόνια, βλέπω τα μάτια του. Δεν είναι μαύρα όπως εκείνη τη νύχτα, αλλά καστανά και ζεστά, όπως ήταν πάντα. Κοιταζόμαστε για λίγες στιγμές, στιγμές που μου φάνηκαν τόσο μεγάλες, όσο και τα χρόνια που πέρασα χωρίς τη μητέρα μου, την αδερφή μου και τον πατέρα μου.
– «Μπαμπά, σε συγχωρώ. Σε συγχωρώ με όλη μου την καρδιά. Όλοι σε συγχωρούμε. Συγχώρεσέ με κι εσύ».
Δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό του. Με πλησιάζει, ανοίγει τα χέρια του και μου προσφέρει μία αγκαλιά.
Τον αγκαλιάζω, νιώθω τα χέρια του και αναπνέω τη γλυκιά μυρωδιά. Αναπνέω όλα τα προηγούμενα χρόνια, το χαμόγελο της μητέρας μου, την ομιλία της αδερφής μου, τον κήπο μας, την κούνια και το φτωχό σπίτι. Όλες τις βόλτες μας με το Fiat και τα κλεμμένα χρόνια από το Άζρα.
Η φωνή του, που δεν την είχα ακούσει τόσα χρόνια, ξαφνικά γεμίζει το δωμάτιο.
– «Όλα καλά, γιε μου. Δεν έχω τίποτα να σου συγχωρήσω».
Μετά, εξαφανίζεται. Όπως κι η μυρωδιά του.
– «Πατέρα;»
Δεν παίρνω απάντηση.
Ξαφνικά, νιώθω κενός και μία μεγάλη λαχτάρα, αλλά αυτά τα συναισθήματα δεν είναι τίποτα μπροστά στην ανακούφιση της συνείδησής μου, ένα πηγάδι όπου όλη η ενοχή, η μετάνοια κι η θλίψη βυθίζονται, αν και ξέρω ότι το ορυχείο μού άφησε σημάδια τρόμου κι ότι κάτι με στοιχειώνει ακόμα.
Το τηλέφωνο είναι στο τραπέζι. Το αρπάζω και σχηματίζω έναν αριθμό, τώρα δεν θέλω να είμαι μόνος μου.
– «Είναι πολύ αργά για μένα;»
Δεν παίρνω αμέσως απάντηση, είναι σοκαρισμένη.
– «Φυσικά κι όχι. Βιάσου, είμαι πολύ χαρούμενη».
Κλείνω το τηλέφωνο, ετοιμάζομαι και ψάχνω τον μπαμπά, αλλά δεν τον βρίσκω.
Έφυγε για πάντα.
Αλλά η ζωή είναι ακόμη εκεί, όπως κι η ευτυχία. Ξέρω τι να την κάνω.
Παρόλο το ορυχείο Κ-14, Άζρα.