Μετά την περίφημη Συνθήκη της Αμιένης των Πολέμων της Γαλλικής Επανάστασης, οι εντάσεις ανάμεσα στη Βρετανία και τη Γαλλία συνέχισαν να κορυφώνονται. Τολμηρός και αποφασιστικός, ο οπορτουνιστής Ναπολέων είχε προσαρτήσει τις ιταλικές περιοχές της Έλβας και του Πεδεμοντίου, και είχε χρίσει τον εαυτό του Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας, ενός κράτους-μαριονέτας που είχε δημιουργηθεί από τη Γαλλία. Επίσης, απέτυχε να εκπληρώσει διάφορους όρους της Συνθήκης της Αμιένης που είχαν καθοριστεί παλαιότερα.
Μία από τις κύριες εστίες επιδείνωσης των αγγλογαλλικών σχέσεων της περιόδου ήταν το εμπόριο. Αυτό αποτέλεσε έναν από τους λόγους που ο Ναπολέων απέτυχε στην Εκστρατεία στην Αίγυπτο και τη Συρία το 1798, μέσω της οποίας επιχείρησε να αποδυναμώσει τις εμπορικές οδούς της Βρετανίας προς την Ινδία, και να ενισχύσει επίσης τα γαλλικά εμπορικά συμφέροντα. Με το Βρετανικό Ναυτικό να του καταφέρνει μία συντριπτική ήττα στη Ναυμαχία του Νείλου, και την ήττα στη Μάχη της Αλεξάνδρειας, η σύντομη αιγυπτιακή εκστρατεία του Ναπολέοντα έληξε χωρίς επιτυχία.
Η Μάλτα ήταν άλλο ένα σημείο αντιπαλότητας ανάμεσα στις δύο δυνάμεις. Η Συνθήκη της Αμιένης εστίασε συγκεκριμένα σε αυτό το νησί, το οποίο καταλήφθηκε από τους Βρετανούς στους Πολέμους της Γαλλικής Επανάστασης. Περαιτέρω αποσταθεροποίηση προκλήθηκε από τη γαλλική εισβολή στην Ελβετία το 1798, με την οποία ο Ναπολέων επιχείρησε να επιβάλλει κεντρική εξουσία σε αυτό το κράτος. Η παραδοσιακή ελβετική συνομοσπονδία αυτόνομων καντονιών διαλύθηκε, και στη θέση της, ο Ναπολέων δημιούργησε το συμμαχικό κράτος (μαριονέτα) της Ελβετικής Δημοκρατίας. Η αλλαγή προκάλεσε βαθιά δυσαρέσκεια στην Ελβετία, και σε λίγο ξέσπασαν βίαιες συγκρούσεις σε όλη τη χώρα. Οι Βρετανοί θεώρησαν τις ενέργειες αυτές ως μία ακόμη παραβίαση, και οι πράξεις του Ναπολέοντα προκάλεσαν γενική κατακραυγή.
Στις αρχές του 1803, οι εντάσεις ανάμεσα στη Γαλλία και την Αγγλία πλησίαζαν στο αποκορύφωμά τους. Η Ρωσία τότε παρείχε εγγυήσεις για υποστήριξη στο βρετανικό ζήτημα στη Μάλτα, καθώς η τελευταία (Βρετανία) υποπτευόταν νέα γαλλική εισβολή στην Αίγυπτο. Αυτό προέκυπτε από ένα κρατικό έγγραφο που δημοσιεύτηκε σε μία έκθεση στη Γαλλία, αναφέροντας ότι η Αίγυπτος μπορεί να κατακτηθεί με ευκολία. Εξαιτίας αυτών των πληροφοριών, οι Βρετανοί ζητούσαν "ικανοποίηση", και προστασία από τις προθέσεις της Γαλλίας. Αυτό σχετιζόταν άμεσα με την απόσυρση των Βρετανών από τη Μάλτα, η οποία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως "ενδιάμεσος σταθμός" και εφαλτήριο προς την Αίγυπτο. Η Γαλλία διέψευσε κάθε πρόθεση να καταλάβει την Αίγυπτο.
Με την αδυναμία των Βρετανών να αποσυρθούν από τη Μάλτα, και την έκδοση τελεσίγραφου από αυτούς προς τη Γαλλία, οι εντάσεις βρίσκονταν σε κρίσιμο σημείο. Το τελεσίγραφο ζητούσε τη διατήρηση της Μάλτας για άλλα δέκα τουλάχιστον χρόνια, καθώς επίσης και την απόκτηση της νήσου Λαμπεντούζα, και την απόσυρση των Γάλλων από την Ολλανδία. Οι Βρετανοί πρότειναν να αναγνωρίσουν τα κερδισμένα εδάφη της Γαλλίας στην Ιταλία, με την προϋπόθεση να εγκαταλείψει την Ελβετία και να αποζημιώσει τον βασιλιά της Σαρδηνίας για τις εδαφικές του απώλειες. Ως απάντηση στο τελεσίγραφο, η Γαλλία προσπάθησε να καθησυχάσει τους Βρετανούς: έκανε μία προσφορά να τεθεί η Μάλτα υπό ρωσικό έλεγχο, ώστε να δώσει στους Βρετανούς την ικανοποίηση που ζητούσαν, και επίσης να εγκαταλείψει την Ολλανδία, αφού εκκενωθεί η Μάλτα. Οι Βρετανοί απέρριψαν ως ψευδή τη ρωσική προσφορά που είχε γίνει στο παρελθόν, και ο πρέσβης τους εγκατέλειψε βιαστικά το Παρίσι. Ο Ναπολέων εξακολούθησε να είναι αφοσιωμένος στον σκοπό του να αποφύγει άλλη μία σύγκρουση και πόλεμο, και έτσι έκανε μία μυστική πρόταση στους Βρετανούς, με την οποία θα τους επέτρεπε να παραμείνουν στη Μάλτα, ως αντάλλαγμα για τη γαλλική κατοχή της χερσονήσου του Οτράντο στη Νάπολη. Η προσφορά αγνοήθηκε, και όλες οι προσπάθειες του Ναπολέοντα να αποφύγει έναν νέο πόλεμο ήταν μάταιες. Στις 18 Μαΐου 1803, οι Βρετανοί κήρυξαν πόλεμο στη Γαλλία.
Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε σε αυτήν τη φάση, ότι οι ακριβείς ημερομηνίες, όσον αφορά τους Πολέμους της Γαλλικής Επανάστασης, είναι αμφιλεγόμενες και αμφισβητούμενες - δεν υπάρχει συμφωνία, ως προς την ακριβή ημερομηνία όπου έληξε ο ένας, και ξεκίνησε ο άλλος. Κάποιοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι ξεκίνησαν την ημέρα που ο Ναπολέων κατέλαβε την εξουσία ως ύπατος, στις 9 Νοεμβρίου 1799, μετά το πραξικόπημα. Είναι αλήθεια ότι το κράτος πολέμου υπήρχε αρκετά χρόνια πριν από αυτό που θεωρείται επίσημα ως έναρξη των Ναπολεόντειων Πολέμων. Είναι γνωστοί σήμερα ως Πόλεμοι της Γαλλικής Επανάστασης, δηλαδή η ευρωπαϊκή σύγκρουση που προέκυψε ως συνέπεια της Γαλλικής Επανάστασης, και διήρκεσαν επίσημα περίπου από τις 20 Απριλίου 1792 μέχρι τις 27 Μαρτίου 1802. Έφεραν σε αντιπαράθεση τη Γαλλία και τους συμμάχους της με τη Ρωσία, την Πρωσία, την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και τη Βρετανία, ή τον λεγόμενο Πρώτο και Δεύτερο Συνασπισμό, αντίστοιχα. Ωστόσο, αυτό το θέμα είναι τόσο εκτεταμένο, όσο οι ίδιοι οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι, και η ανάλυση των Πολέμων της Γαλλικής Επανάστασης με κάθε λεπτομέρεια δεν είναι εφικτή στα πλαίσια του παρόντος βιβλίου.
Εν προκειμένω, αξίζουν αναφοράς, καθώς λειτούργησαν ως σημαντικός πρόδρομος μίας ακόμη μεγαλύτερης σύγκρουσης που ακολούθησε (των Ναπολεόντειων Πολέμων), και επίσης ως κρίσιμη περίοδος διαμόρφωσης του Ναπολέοντα Βοναπάρτη ως πολιτικού άνδρα, ηγέτη, διαμορφωτή πολεμικής στρατηγικής, και ηγεμόνα. Έτσι, ολοκληρώνουμε τη γενική επισκόπηση του ιστορικού πλαισίου και των προοιμίων των Ναπολεόντειων Πολέμων αυτών καθαυτών, οι οποίοι κράτησαν από τις 18 Μαΐου 1803 μέχρι τις 20 Νοεμβρίου 1813.
Κεφάλαιο II
Μία αρχαία αντιπαλότητα
Η σύγκρουση μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας
Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να εξετάσουμε την κατάσταση στη Βρετανία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Την ίδια εποχή με τα γεγονότα που εκτυλίσσονταν στη Γαλλία μεταξύ 1793 και 1815, η Βρετανία ήταν ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς της Γαλλίας. Το βρετανικό ναυτικό ήταν σαν ένα μεγάλο αγκάθι στην πληγή για τον Ναπολέοντα, το οποίο προσπάθησε να βγάλει, χωρίς επιτυχία: καταρχάς, δεν μπορούσε να βελτιώσει τη δική του ναυτική δύναμη για να γίνει ισοδύναμη με εκείνη των Βρετανών, και δεύτερον, γεύτηκε την ήττα στον Νείλο, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με την ικανότητα του περίφημου βρετανού ναυάρχου, Οράτιου Νέλσονα.
Εκείνη την εποχή, η Μεγάλη Βρετανία συγκαταλεγόταν στις πλουσιότερες μεγάλες δυνάμεις, και συχνά παρείχε οικονομικές ενισχύσεις στους συμμάχους τους στην Ευρώπη. Με τον συνδυασμό όλων αυτών - και πολλών άλλων - παραγόντων, η Βρετανία διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην τελική ήττα του Ναπολέοντα. Αναμφίβολα, βρισκόταν στην ακμή της - όντας μία από μεγαλύτερες αποικιακές αυτοκρατορίες του κόσμου, και διέθετε επίσης σύγχρονο στρατό και προικισμένους στρατιωτικούς διοικητές. Καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, ο παραδοσιακός βρετανικός χαρακτήρας του σκληροτράχηλου βρετανού στρατιώτη, και η οξυδέρκεια της υψηλής κοινωνίας της Βρετανίας, μετέφεραν σε αυτόν την εξιδανικευμένη εικόνα της Βρετανίας της Γεωργιανής Εποχής.
Από την άποψη της κοσμοθεωρίας και φιλοσοφίας, η Βρετανία διέφερε σημαντικά από τη Γαλλία εκείνης την εποχής: ενώ η δεύτερη κυριολεκτικά σαρώθηκε από τις νέες ριζοσπαστικές φιλοσοφίες της Εποχής του Διαφωτισμού, η πρώτη παρέμεινε σταθερά προσηλωμένη σε συντηρητικές και παραδοσιακές απόψεις. Από πολιτική άποψη, επίσης, υπήρχε ζωτική διαφορά: Η Βρετανία παρέμεινε φιλοβασιλική και συντηρητική, ενώ η Γαλλία ήταν ριζοσπαστικά δημοκρατική.
Το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό ήταν αναμφίβολα το σημαντικότερο πλεονέκτημα και η δύναμη της Βρετανίας στον πόλεμο και το εμπόριο. Η άνοδος του Ναπολέοντα στην εξουσία έγινε πραγματική απειλή για τη βρετανική ενδοχώρα, και έτσι οι Βρετανοί επένδυσαν μεγάλο μέρος των οικονομικών τους πόρων στους Ναπολεόντειους Πολέμους. Το Βασιλικό Ναυτικό έπαιξε κρίσιμο ρόλο σε αυτό, μέσω των ναυτικών αποκλεισμών του σε γαλλικά λιμάνια, καθώς επίσης και των περίφημων ναυτικών θριάμβων του. Το 1803, όμως, το Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας ανασυστάθηκε, και έγινε Ηνωμένο Βασίλειο, αφού απορρόφησε την Ιρλανδία.
Μετά τους Πολέμους της Γαλλικής Επανάστασης, η περίοδος ευμετάβλητης και ασταθούς "ειρήνης" ήταν σύντομη, και κράτησε μόνο από το 1801 μέχρι το 1803 περίπου, όταν ξέσπασαν πάλι συγκρούσεις. Όμως, από το 1803 και έπειτα, η σύγκρουση έγινε πολύ πιο σοβαρή και προχώρησε: έφερε αντιμέτωπες μεταξύ τους ώριμες, σταθερές, και συγκριτικά ισχυρές ευρωπαϊκές δυνάμεις, δοκιμάζοντας τα όρια του απλού στρατιώτη, αλλά και του στρατηγού.
Ήταν ένας πόλεμος ικανότητας και στρατηγικής, εντυπωσιακών ναυμαχιών γραμμής, και παράτολμων επελάσεων του ιππικού. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ήταν μία από τις τελευταίες συγκρούσεις μίας εποχής που τελείωνε - μία έκρηξη, με την οποία κορυφώθηκε η ξεπερασμένη εποχή της πυρίτιδας. Και οι Βρετανοί ήταν ανένδοτοι στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν υπεροχή.
Ένας βασικός τρόπος για να το πετύχουν αυτό ήταν, φυσικά, τα χρήματα. Για να νικηθεί η δύναμη του Ναπολέοντα, απαιτούνταν σοβαρή χρηματοδότηση, και η δυνατότητα διατήρησης ισορροπίας δυνάμεων επί σειρά ετών.
Για να το επιτύχει αυτό, η Βρετανία στηρίχθηκε στον συνδυασμό των οικονομικών και βιομηχανικών πόρων της, και τη δυνατότητά της να συγκεντρώσει όλους αυτούς τους πόρους για την πολεμική προσπάθεια. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι η Γαλλία είχε σχεδόν διπλάσιο πληθυσμό από τη Βρετανία εκείνη την εποχή, με κάπου 30 εκατομμύρια πολίτες, σε σύγκριση με 16 εκατομμύρια του Ηνωμένου Βασιλείου. Παρ' όλα αυτά, οι Βρετανοί κατάφεραν να αντισταθμίσουν αυτόν τον αριθμό, στηριζόμενοι σε κρατικές ενισχύσεις, και καταβάλλοντας χρήματα για αυστριακούς και ρώσους στρατιώτες. Περίπου 1,5 εκατομμύριο λίρες καταβλήθηκαν ως ενίσχυση για κάθε 100.000 ρώσους στρατιώτες στο πεδίο της μάχης.
Με απλά λόγια, η Βρετανία κατάφερε να διατηρήσει την οικονομική της δύναμη, και μία ισχυρή εγχώρια παραγωγή, εστιάζοντας ως επί το πλείστον εκεί όπου χρειαζόταν - κυρίως στον στρατιωτικό τομέα. Ένας τεράστιος όγκος της οικονομικής παραγωγής της πήγαινε στο Βασιλικό Ναυτικό, το σημαντικότερο πλεονέκτημά της. Ο αριθμός μεγάλων "πλοίων γραμμής" διπλασιάστηκε, όπως και ο αριθμός των φρεγατών. Ο αριθμός των ναυτικών επίσης εκτοξεύτηκε - φτάνοντας από περίπου 15.000 σε 133.000 σε διάστημα μόλις οκτώ ετών. Το Βρετανικό Ναυτικό κατέστρεψε για πάντα τα σχέδια του Ναπολέοντα για ναυτική κυριαρχία και εισβολή στη Βρετανία, καθηλώνοντάς τον στην ηπειρωτική Ευρώπη σε όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Οι ενισχύσεις που αναφέραμε ήταν σημαντική δαπάνη από την πλευρά της Βρετανίας, και χρησιμοποιήθηκαν για να υποστηρίξουν την Αυστρία και τη Ρωσία, αλλά και στον πόλεμο. Να ένα ενδιαφέρον αντιπροσωπευτικό δείγμα του πώς έμοιαζε ο βρετανικός προϋπολογισμός το 1814, μετά τον πόλεμο - περίπου 98 εκατομμύρια λίρες ήταν το σύνολο του προϋπολογισμού, 10 εκατομμύρια λίρες προορίζονταν για το Βασιλικό Ναυτικό, το ίδιο ποσό για τους συμμάχους της Βρετανίας, 40 εκατομμύρια λίρες απέμεναν για τον στρατό, και 38 εκατομμύρια λίρες ήταν ο τόκος του δημόσιου χρέους - το οποίο κατέληξε να είναι σχεδόν διπλάσιο του συνολικού ΑΕΠ της Βρετανίας, φτάνοντας συνολικά τα 679 εκατομμύρια λίρες. Συνολικά, οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι κόστισαν στην Αγγλία το τεράστιο ποσό των 831 εκατομμυρίων λιρών. Παρ' όλα αυτά, τόσο το ποσό αυτό, όσο και το δημόσιο χρέος, συντηρήθηκαν από χιλιάδες επενδυτές, και βέβαια, από τους φορολογούμενους. Από τους τελευταίους, ένα άτομο - ή μάλλον, μία οικογένεια - ήταν ζωτικής σημασίας για τη χρηματοδότηση της βρετανικής πολεμικής προσπάθειας. Από το 1813 μέχρι το 1815 περίπου, κάποιος Νέιθαν Μάγιερ Ρότσιλντ , ένας πλούσιος εβραίος τραπεζίτης, χρηματοδότησε μόνος του ολόκληρη τη βρετανική πολεμική προσπάθεια, οργανώνοντας την πληρωμή των βρετανικών ενισχύσεων στους συμμάχους της στην Ευρώπη, καθώς επίσης και την αποστολή φορτίων ράβδων πολύτιμων μετάλλων στα στρατεύματα του Δούκα του Ουέλινγκτον στην ηπειρωτική Ευρώπη. Εκείνη την εποχή, ο άνθρωπος αυτός ήταν μεταξύ των πιο πλούσιων ανθρώπων στη γη, αν όχι ο πιο πλούσιος, και ο πλουσιότερος άνδρας της τραπεζικής δυναστείας των Ρότσιλντ.