Ορδεσ - Stephen Goldin 2 стр.


Ο δεύτερος πλανήτης ήταν κι αυτός μία απογοήτευση. Βρισκόταν εντός της κατοικήσιμης ζώνης, αλλά αυτό ήταν το μόνο του θετικό στοιχείο. Η ατμόσφαιρα καλυπτόταν με σύννεφα και ήταν γεμάτη διοξείδιο του άνθρακα, ενώ η επιφάνεια ήταν τόσο απίστευτα καυτή, που ωκεανοί αλουμινίου και ποτάμια κασσίτερου είχαν ενοποιηθεί. Επίσης, δεν υπήρχε και κανένα είδος πρωτοπλασματικής ζωής. Ο Γκάρννα συνέχισε την Εξερεύνησή του.

Το επόμενο πράγμα που συνάντησε τον ξάφνιασε κάπως – ένας διπλός πλανήτης. Δύο μεγάλα αντικείμενα, σε μέγεθος πλανήτη, περικύκλωναν τον αστέρα σε κοινή τροχιά. Με μία πιο κοντινή εξερεύνηση, ένας από τους πλανήτες φαινόταν πολύ πιο συμπαγής από τον άλλον. Ο Γκάρννα, άρχισε να θεωρεί τον έναν ως τον κύριο πλανήτη και τον άλλον ως δορυφόρο.

Προσπάθησε να δώσει όσο μεγαλύτερη προσοχή μπορούσε στο σύστημα, ενόσω διατηρούσε ακόμη το δίχτυ που είχε απλώσει στο διάστημα. Ο δορυφόρος ήταν κι αυτός μία γκρι μπάλα χωρίς ατμόσφαιρα, μικρότερος ακόμη κι από τον πρώτο πλανήτη που βρήκε, και φαινόταν να μην έχει κανένα είδος ζωής, αλλά ο κύριος πλανήτης φαινόταν πολλά υποσχόμενος. Από το διάστημα φαινόταν να έχει μία ανοιχτή μπλε και άσπρη όψη. Το άσπρο ήταν τα σύννεφα και το μπλε, προφανώς, ήταν νερό σε υγρή μορφή. Μεγάλες ποσότητες νερού σε υγρή μορφή. Αυτό ήταν καλός οιωνός για την ύπαρξη πρωτοπλασματικής ζωής εκεί. Ήλεγξε την ατμόσφαιρα κι εξεπλάγη ακόμη πιο ευχάριστα. Υπήρχαν μεγάλες ποσότητες οξυγόνου, το οποίο ήταν ελεύθερα διαθέσιμο για αναπνοή. Σημείωσε νοερά να το ερευνήσει πιο προσεκτικά, σε περίπτωση που προέκυπτε κάτι ακόμη καλύτερο, και συνέχισε να επεκτείνεται προς τα έξω, στην αναζήτησή του για πλανήτες.

Ο επόμενος που ανακάλυψε ήταν μικρός και κόκκινος. Η λίγη ατμόσφαιρα που υπήρχε φαινόταν να αποτελείται, κυρίως, από διοξείδιο του άνθρακα και σχεδόν ανύπαρκτη ποσότητα ελεύθερου οξυγόνου. Η θερμοκρασία στην επιφάνειά του επέτρεπε την εμφάνιση πρωτοπλασματικής ζωής, αλλά φαινόταν να υπάρχει λίγο διαθέσιμο νερό, αν υπήρχε, το οποίο ήταν πολύ κακό σημάδι. Παρόλο που αυτό το μέρος είχε δυνατότητες, ο κύριος πλανήτης, από τους δύο που βρήκε πριν, είχε περισσότερες. Ο Γκάρννα συνέχισε να επεκτείνεται.

Το δίχτυ γινόταν πολύ λεπτό, καθώς ο Ζάρτικ τεντωνόταν όλο και πιο μακριά. Οι εικόνες γίνονταν θολές και το μυαλό του φαινόταν μετά βίας να συγκρατεί τη δική του ταυτότητα. Αντιμετώπισε μερικούς μικροσκοπικούς βράχους που αιωρούνταν στο διάστημα, αλλά αρνήθηκε να τους λάβει υπόψη. Ο επόμενος κόσμος ήταν ένας γίγαντας από αέρια. Ήταν δύσκολο να τα καταφέρει να βγει προς τα έξω, καθώς η διανοητική του λειτουργία είχε λεπτύνει τόσο πολύ, σ’ εκείνη τη φάση, αλλά δε χρειάστηκε. Η αναζήτηση πλανητών είχε τελειώσει γι’ αυτό το σύστημα, το ήξερε, γιατί είχε βγει εκτός κατοικήσιμης ζώνης, για μία ακόμη φορά. Βάσει της θεωρίας, ένας γίγαντας αερίων, σαν αυτόν, δεν μπορούσε να υπάρχει σε αυτή τη ζώνη. Μπορεί να υπήρχαν άλλοι πλανήτες πέρα από την τροχιά του, αλλά ούτε κι αυτοί θα είχαν σημασία. Οι Οφάσιι δε θα ενδιαφέρονταν γι’ αυτούς και γι’ αυτό δεν ενδιέφεραν ούτε τον Γκάρννα.

Έστρεψε και πάλι την προσοχή του στο σύστημα των διπλών πλανητών. Ένιωσε τεράστια ανακούφιση, καθώς περιπλανιόταν στα μακρινά μέρη του μυαλού του, τα οποία είχαν απλωθεί στο διάστημα. Πάντα ένιωθε ωραία, όταν η αρχική αξιολόγηση των πλανητών είχε τελειώσει. Ήταν το συναίσθημα που έρχεται όταν ενώνεις διάσπαρτα κομμάτια, για να σχηματίσουν και πάλι ένα συνεκτικό σύνολο. Ένα συναίσθημα παρεμφερές με το να φτιάχνεις μία Ορδή από άτομα, απλά σε μικρότερη, περισσότερο προσωπική κλίμακα.

Ήταν αρκετά άσχημο να είναι ένας μοναχικός Ζάρτικ, έξω στο διάστημα, αποκομμένος από όλη την Ορδή, αλλά και από την ασφάλεια της ιφφ-ομάδας του. Φυσικά, η δουλειά ήταν απαραίτητη για το καλό της Ορδής, αλλά η αναγκαιότητα δεν την έκανε πιο ευχάριστη. Κι όταν ένας Ζάρτικ έπρεπε να επεκτείνει κομμάτια του εαυτού του, μέχρι να μη μείνει τίποτα, αυτό ήταν σχεδόν ανυπόφορο. Αυτός ήταν κι ο λόγος που ο Γκάρννα μισούσε περισσότερο απ’ όλα αυτό το κομμάτι της αποστολής. Αλλά, τώρα, είχε τελειώσει και μπορούσε να επικεντρωθεί στην πραγματική δουλειά της Εξερεύνησης.

* * *

Ο Γουέσλι Στόουναμ ήταν μεγαλόσωμος άνδρας, πάνω από δύο μέτρα, με πλατιούς, μυώδεις ώμους και το πρόσωπο ενός μεσήλικα ήρωα. Είχε ακόμη όλα του τα μαλλιά, μία παχιά μαύρη χαίτη, κομμένα έτσι ώστε ακόμη κι όταν μπερδεύονταν, το έκαναν με στυλ. Το μέτωπο κάτω από τα μαλλιά του ήταν, σχετικά, στενό και το διακοσμούσαν τα μεγάλα, πυκνά του φρύδια. Τα μάτια του ήταν αποφασιστικά, με ένα γκρι ατσάλινο χρώμα, κι η μύτη του ήταν ίσια και προεξείχε. Στο χέρι του κρατούσε μία βαλίτσα μεσαίου μεγέθους.

«Έλαβα το σημείωμά σου,» ήταν το μόνο που είπε, καθώς έβγαζε ένα διπλωμένο χαρτί από την τσέπη του και το πέταγε στο έδαφος, στα πόδια της γυναίκας του.

Η Στέλλα αναστέναξε απαλά. Ήξερε τόσο καλά αυτόν τον τόνο και ήξερε ότι αυτό θα ήταν ένα μακρύ και πικρό βράδυ. «Προς τι η βαλίτσα;», ρώτησε.

«Εφόσον οδήγησα ως εδώ, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να μείνω, απόψε». Η φωνή του ήταν στρωτή και απαλή, αλλά είχε έναν επιτακτικό τόνο, καθώς άφηνε τη βαλίτσα του στο πάτωμα.

«Δεν μπαίνεις καν στον κόπο να ζητήσεις την άδεια της οικοδέσποινας, προτού εγκατασταθείς;»

«Γιατί να το κάνω; Η καλύβα είναι δική μου, την έχτισα με τα λεφτά μου». Η έμφαση στο μου ήταν ανεπαίσθητη, αλλά αναμφισβήτητη.

Γύρισε, αποστρέφοντας το βλέμμα της από εκείνον. Αλλά, ακόμη και με την πλάτη της γυρισμένη σε εκείνον, ένιωθε το βλέμμα του να της τρυπά την ψυχή. «Γιατί δεν τελειώνεις τη φράση σου, Γουές; Η καλύβα μου, τα λεφτά μου, έτσι δεν πάει;»

«Είσαι γυναίκα μου, ξέρεις.»

«Όχι, πλέον». Ήδη ένιωθε τις άκρες των ματιών της να καίνε και προσπάθησε να ελέγξει τα συναισθήματά της. Δεν ωφελούσε να κλάψει τώρα. Ίσα-ίσα, θα μπορούσε να βλάψει και το σκοπό της. Εξάλλου, έμαθε μέσα από την οδυνηρή της εμπειρία, ότι ο Γουέσλι Στόουναμ δεν επηρεαζόταν από τα δάκρυα.

«Είσαι, μέχρι ο Νόμος να πει το αντίθετο». Διέσχισε το δωμάτιο βιαστικά κι έφτασε σ’ εκείνη με δύο μεγάλα βήματα, την άρπαξε και τη γύρισε προς το μέρος του. «Και θα με κοιτάζεις, όταν μου μιλάς».

Η Στέλλα προσπάθησε να ξεφύγει από το κράτημά του, αλλά τα δάχτυλά του μπήκαν ακόμη πιο σφιχτά μέσα στο δέρμα της, ένα από αυτά (επίτηδες το έκανε;) χτυπώντας ένα νεύρο, με τέτοιο τρόπο που ένα ρεύμα πόνου διαπέρασε τους ώμους της. Σταμάτησε να περιστρέφεται και, τελικά, εκείνος πήρε μακριά τα χέρια του.

«Κάπως καλύτερα» είπε. «Το λιγότερο που μπορεί να περιμένει ένας άντρας, είναι λίγη ευγένεια από την ίδια του τη γυναίκα».

«Συγγνώμη» είπε εκείνη, γλυκά. Υπήρχε ένα ελαφρύ σπάσιμο στη φωνή της, καθώς προσπαθούσε να της δώσει λίγη ευθυμία. «Θα έπρεπε να πάω να ψήσω ένα κέικ στον αντρούλη μου, για να τον καλωσορίσω».

«Κράτα το σαρκασμό, για όποιον γουστάρει αυτές τις αηδίες, Στέλλα», γρύλισε ο Στόουναμ. «Θέλω να μάθω, γιατί θέλεις διαζύγιο».

«Μα, μονάκριβέ μου, είναι...» ξεκίνησε με τον ίδιο σαρκαστικό τόνο. Ο Στόουναμ της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι. «Σου είπα, κόφτο», είπε.

«Πιστεύω οι λόγοι μου είναι περισσότερο από προφανείς», είπε με πικρία η Στέλλα. Το μάγουλό της άρχισε να κοκκινίζει στο σημείο που τη χτύπησε. Ακούμπησε το χέρι της στο σημείο εκείνο, περισσότερο για να προστατευτεί, παρά γιατί πονούσε.

Τα ρουθούνια του Στόουναμ έπαιρναν φωτιά και το βλέμμα τους ήταν απίστευτα ψυχρό. Η Στέλλα έστρεψε αλλού το βλέμμα της, αλλά κράτησε με πείσμα τη θέση της. Οι λέξεις του άντρα της ήταν ψυχρές, καθώς ρωτούσε: «Έχεις δεσμό μ’ αυτό τον υπερήλικα χίπη;».

Της πήρε λίγη ώρα, για να καταλάβει ποιον εννοούσε. Περίπου 1,5 χιλιόμετρο από την καλύβα, στο Φαράγγι Τοτίδο, σε μία εγκαταλελειμμένη θερινή κατασκήνωση, είχε μετακομίσει μία ομάδα νεαρών κι είχαν σχηματίσει αυτό που αποκαλούσαν «Κοινόβιο του Τοτίδο». Λόγω του αντισυμβατικού τρόπου με τον οποίο συμπεριφέρονταν και ντύνονταν, οι κάτοικοι των γύρω περιοχών τους θεωρούσαν χίπηδες και τους κατέκριναν, αναλόγως. Αρχηγός τους ήταν ένας μεγαλύτερος σε ηλικία άνδρας, πάνω από 35 ετών, ο οποίος φαινόταν να κρατά την ομάδα στη σωστή πλευρά του νόμου.

«Μιλάς για τον Καρλ Πολάσκι;» ρώτησε η Στέλλα, με δυσπιστία.

«Σίγουρα δε μιλάω για τον Άγιο Βασίλη».

Παρά τη νευρικότητά της, η Στέλλα γέλασε. «Αυτό είναι ανήκουστο. Κι εξάλλου, δεν είναι χίπης. Είναι καθηγητής ψυχολογίας και κάνει έρευνα πάνω στο φαινόμενο της πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης».

«Μου λένε ότι συχνάζει πολύ σ’ αυτή την καλύβα, Στελ. Δε μου αρέσει αυτό».

«Δεν υπάρχει τίποτα ανήθικο σ’ αυτό. Μου κάνει κάποιες εξωτερικές δουλειές και μερικές μικροδουλειές. Τον ξεπληρώνω αφήνοντάς τον να χρησιμοποιεί την καλύβα για να γράφει. Γράφει με τη γραφομηχανή του εδώ, γιατί στο κοινόβιο δεν έχει την ιδιωτικότητα που χρειάζεται για να πει αυτό που, πραγματικά, σκέφτεται. Κάποιες φορές συζητήσαμε. Είναι πολύ ενδιαφέρων, Γουές. Αλλά, όχι, δεν έχω κανένα δεσμό μαζί του, ούτε πρόκειται».

«Τότε, τι σε προβληματίζει; Γιατί θέλεις διαζύγιο;». Πήγε και κάθισε στον καναπέ, χωρίς να πάρει στιγμή τα μάτια του από πάνω της.

Η Στέλλα βάδιζε πέρα-δώθε, μπροστά του. Δίπλωνε και ξεδίπλωνε τα χέρια της και τελικά τα άφησε να κρέμονται. «Θέλω να μπορώ να έχω αυτοσεβασμό», είπε, τελικά.

«Και τώρα τον έχεις. Μπορείς να προχωράς με το κεφάλι ψηλά, μπροστά σε οποιονδήποτε στη χώρα».

«Δεν εννοούσα αυτό. Θέλω, για μία φορά, να μπορώ να υπογράψω με το όνομά μου Στέλλα Στόουναμ αντί ως κα. Γουέσλι Στοόυναμ. Να κάνω ένα πάρτι για ανθρώπους που εγώ συμπαθώ, αντί για τα πολιτικά σου φιλαράκια. Γουές, θέλω να νιώθω ότι είμαι ισότιμο μέλος σ’ αυτό το γάμο, όχι ακόμη ένα καλαίσθητο αντικείμενο για το σπίτι σου».

«Δε σε καταλαβαίνω. Σου έδωσα όλα όσα μπορούσε να θελήσει μία γυναίκα —”

«Εκτός από προσωπικότητα. Για σένα, δεν είμαι άνθρωπος, αλλά, απλά, μία σύζυγος. Διακοσμώ το χέρι σου σε ακριβά δείπνα και κάνω χαριτωμένους ήχους στις συζύγους των επίδοξων πολιτικών. Κάνω έναν εταιρικό δικηγόρο τόσο κοινωνικά σεβαστό, ώστε να σκέφτεται να κατέβει στην πολιτική. Και, όταν δε με χρησιμοποιείς, με ξεχνάς, με στέλνεις μακριά, στην καλύβα κοντά στη θάλασσα ή με αφήνεις να γυρίζω μόνη μου στα δεκαπέντε δωμάτια της έπαυλης και σιγά-σιγά να σαπίζω. Δε μπορώ να ζήσω έτσι, Γουές. Θέλω να φύγω από αυτή την κατάσταση».

«Τι θα έλεγες για ένα δοκιμαστικό χωρισμό, ίσως για ένα μήνα, περίπου—»

«Είπα θέλω να φύγω, να Φ-Υ-Γ-Ω. Το να είμαστε σε διάσταση δε θα ωφελούσε. Το φταίξιμο, αγαπητέ μου σύζυγε, δεν είναι στα άστρα μας, αλλά σε εμάς τους ίδιους. Σε ξέρω πολύ καλά και ξέρω ότι δε θα γίνεις ποτέ κάτι αποδεκτό για εμένα. Κι εγώ δε θα είμαι ποτέ ικανοποιημένη με το να είμαι ένα διακοσμητικό. Οπότε, το να είμαστε σε διάσταση δε θα μας ωφελήσει σε τίποτα. Θέλω διαζύγιο».

Ο Στόουναμ σταύρωσε τα πόδια του. «Έχεις μιλήσει με κανέναν γι’ αυτό;»

«Όχι». Κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, σκόπευα, αύριο, να δω το Λάρι, αλλά ένιωσα ότι πρέπει να το πω πρώτα σε σένα».

«Ωραία», είπε ο Στόουναμ με έναν ψίθυρο που, μετά βίας, που ακουγόταν.

«Τι πάει να πει αυτό;», ρώτησε κοφτά η Στέλλα. Τα χέρια της κινούνταν νευρικά, πράγμα που σήμαινε ότι ήταν η ώρα να ψαχουλέψει την τσάντα της, που ήταν πάνω στο σεκρετέρ, για να βρει τα τσιγάρα της. Εκείνη τη στιγμή, ήθελε απεγνωσμένα ένα τσιγάρο.

Αλλά, δεν είχε καταλάβει ότι είχε ξεμείνει από σπίρτα, μέχρι που έβαλε ένα τσιγάρο, ανάμεσα στα χείλη της. «Έχεις φωτιά;»

«Φυσικά». Ο Στόουναμ ψάρεψε μέσα από την τσέπη του παλτού του ένα πακέτο σπίρτα. «Κράτησέ το», είπε και τα πέταξε στη γυναίκα του.

Η Στέλλα το έπιασε και το εξέτασε με ενδιαφέρον. Το εξωτερικό του ήταν λείο ασήμι, με κόκκινα και μπλε αστέρια στο περιθώριο. Στο κέντρο, λέξεις που ανακήρυσσαν:

ΓΟΥΕΣΛΙ ΣΤΟΟΥΝΑΜ

ΕΠΟΠΤΗΣ

ΚΟΜΗΤΕΙΑ ΣΑΝ ΜΑΡΚΟΣ

Μέσα, τα χρώματα των σπίρτων εναλλάσσονταν σε κόκκινο, λευκό και μπλε.

Κοίταξε αινιγματικά το σύζυγό της, που της χαμογελούσε πλατιά. «Σου αρέσει;» ρώτησε «Μόλις το πήρα από το τυπογραφείο, σήμερα το απόγευμα».

«Δεν είναι λίγο βιαστικό;» ρώτησε σαρκαστικά.

«Μόνο κατά δύο ημέρες. Ο γέρο-Κότμαν παραιτείται από το Συμβούλιο στο τέλος της εβδομάδας, λόγω των προβλημάτων που έχει με την υγεία του, και θα του επιτρέψουν να κατονομάσει τον αντικαταστάτη του. Φυσικά, δε θα είναι επίσημο, μέχρι ο Κυβερνήτης να διορίσει αυτό το άτομο, αλλά έμαθα, από έγκυρες πηγές, ότι το όνομα που συζητείται είναι το δικό μου. Αν ο Κότμαν θέλει να τον αντικαταστήσω, ο Κυβερνήτης θα τον ακούσει. Ο Κότμαν είναι 73 και πολύς κόσμος του χρωστά χάρες.

Μία ιδέα ήρθε αστραπιαία στο μυαλό της Στέλλα. «Ώστε, γι’ αυτό δε θέλεις το διαζύγιο, σωστά;»

«Στελ, ξέρεις όσο κι εγώ πόσο πουριτανός είναι ο Κότμαν», είπε ο Στόουναμ». «Ο γέρος εξακολουθεί να είναι αντίθετος προς κάθε είδος αμαρτίας και το διαζύγιο το θεωρεί αμαρτία. Ένας Θεός ξέρει γιατί, αλλά το θεωρεί αμαρτία». Σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε, πάλι, στη γυναίκα του, κρατώντας την από τους ώμους, τρυφερά αυτή τη φορά.«Γι’ αυτό σου ζητώ να περιμένεις. Θα είναι μόνο για μία-δύο εβδομάδες —»

Η Στέλλα απομακρύνθηκε, με ένα πονηρό και θριαμβευτικό χαμόγελο στο πρόσωπό της. «Αυτό είναι, λοιπόν. Τώρα ξέρουμε γιατί ο μεγάλος, δυνατός Γουέσλι Στόουναμ, ήρθε έρποντας. Δε θα μου αφήσεις ίχνος αυτοσεβασμού, έτσι; Δε θα με αφήσεις καν να πιστέψω ότι ήρθες, επειδή θεώρησες ότι υπάρχει κάτι στο γάμο μας, που αξίζει να το σώσουμε. Όχι, το λες ευθέως. Θέλεις χάρη».

Άναψε έξαλλη ένα σπίρτο κι άρχισε να καπνίζει το τσιγάρο σαν φουγάρο τραίνου, που ανεβαίνει το λόφο. Πέταξε το χρησιμοποιημένο σπίρτο στο σταχτοδοχείο, και το πακέτο των σπίρτων κάτω, δίπλα του. «Σιχάθηκα την πολιτική σου, Γουέσλι. Κουράστηκα να κάνω πράγματα, για να φαίνεσαι καλύτερος ή για να φανεί ότι νοιάζεσαι περισσότερο για τους πολίτες του Σαν Μάρκος. Ο μόνος άνθρωπος που σκέφτηκες ποτέ, είναι ο εαυτός σου. Υποθέτω ότι θα μου έδινες ακόμη και συναινετικό διαζύγιο, αν περίμενα, σωστά;»

«Αν αυτό θέλεις».

«Φυσικά. Ο Μέγας Συμβιβαστής. Κάνεις μία συμφωνία, εφόσον πάρεις αυτό που θέλεις. Λοιπόν, σου έχω μία έκπληξη, κύριε Επόπτη. Δεν κάνω συμφωνίες. Δε δίνω δεκάρα για το αν θα μπεις ή αν δε θα μπεις στην πολιτική. Αύριο, σκοπεύω να πάω στο γραφείο του δικηγόρου μας και να αρχίσουν να ρέουν τα χαρτιά του διαζυγίου».

«Στέλλα—»

«Ίσως να κάνω και μία κουβεντούλα με τον Τύπο, για το γάλα της ανθρώπινης καλοσύνης, που ρέει στις φλέβες σου, αγαπητέ μου σύζυγε».

«Στέλλα, σε προειδοποιώ—»

«Θα ήταν φοβερή τραγωδία, έτσι, Γουές, αν έπρεπε να εκλεγείς...»

«Σταμάτα, Στέλλα!»

«...από τους εκλογείς, για να μπεις στην πολιτική, αντί να σου ανατεθεί η θέση σου από τα καλά και άψογα φιλαράκια σου».

«Στέλλα!»

Τα χέρια του ήταν πάνω στο λαιμό της, καθώς ούρλιαζε το όνομά της. Ήθελε να σταματήσει, μα εκείνη δεν το έκανε. Τα χείλη της συνέχιζαν να κινούνται και οι λέξεις χάνονταν σε μία βουβή ομίχλη, που τύλιγε την καλύβα. Οι κανονικοί χρωματισμοί εξαφανίζονταν, καθώς το δωμάτιο έπαιρνε την απόχρωση του κόκκινου του αίματος. Την ταρακούνησε και έκλεισε τα τεράστια χέρια του, σφιχτά, γύρω από το λαιμό της.

Το τσιγάρο έπεσε από τα έκπληκτα, από την απρόσμενη επίθεση, χέρια της, σκορπίζοντας λίγη από τη στάχτη στο πάτωμα. Η Στέλλα σήκωσε τα χέρια της πιέζοντάς τα στο στήθος του άντρα της, προσπαθώντας να τον σπρώξει μακριά. Για μία στιγμή τα κατάφερε, αλλά εκείνος συνέχισε να πλησιάζει, παλεύοντας με τα χέρια της που κινούνταν, για να την αρπάξει με όλη τη δύναμη που είχε.

Τα δάχτυλά του είχαν μουδιάσει, καθώς έκλειναν γύρω από το λαιμό της. Δεν ένιωθε την απαλή ζεστασιά του δέρματός της να υποχωρεί από την πίεσή του, τον παλμό από τις αρτηρίες του λαιμού της ή το ενστικτώδες σφίξιμο των τενόντων της. Το μόνο που ένιωθε ήταν τους δικούς του μύες να σφίγγουν, να σφίγγουν, να σφίγγουν.

Η αντίστασή της υποχώρησε, σταδιακά. Το χρώμα του προσώπου της ήταν αλλόκοτο, ακόμη και μέσα από την κόκκινη ομίχλη, που θόλωνε την όρασή του. Τα γουρλωμένα μάτια της φαίνονταν έτοιμα να βγουν από τις κόγχες, ορθάνοιχτα, κοιτώντας τον επίμονα, επίμονα...

Назад Дальше