Την άφησε. Έπεσε στο έδαφος, αλλά αργά. Αργή κίνηση, σαν σε όνειρο. Και πάλι δεν υπήρχε κανένας ήχος, καθώς χτυπούσε το πάτωμα. Κατέρρευσε, άψυχη σαν πάνινη κούκλα, που την έχουν πετάξει στην άκρη, επειδή προτίμησαν πιο εντυπωσιακά παιχνίδια. Εκτός από το πρόσωπο, αυτό το μωβ, πρησμένο πρόσωπο. Η γλώσσα έξω σαν τερατούργημα, τα μάτια που κοιτούσαν με τρόμο. Ένα μικρό ρυάκι αίμα έσταζε από τη μύτη της, κάτω προς τα μωβ χείλη της και πάνω στο ανοιχτό καφέ χαλί. Ένα δάχτυλο στο αριστερό της χέρι τρεμόπαιξε σπασμωδικά δύο-τρεις φορές και, μετά, έμεινε ακίνητο.
* * *
Ο άσπρος-μπλε κόσμος ήταν από κάτω του, περιμένοντας ένα άγγιγμα του μυαλού του. Ο Γκάρννα βυθίστηκε στην ατμόσφαιρα και ήταν συνεπαρμένος από την αφθονία της ζωής. Υπήρχαν πλάσματα στον αέρα, πλάσματα στη στεριά, πλάσματα στο νερό. Η πρώτη δοκιμασία, φυσικά, ήταν η αναζήτηση ύπαρξης κάποιου Οφάσιι, τριγύρω, αλλά χρειάστηκε μόνο ένας σύντομος έλεγχος, για να ανακαλύψει ότι δεν υπήρχε κανένας εκεί. Οι Οφάσιι δεν είχαν βρεθεί σε κανέναν από τους πλανήτες που είχαν εξερευνήσει, ως τώρα, οι Ζαρτίκου, αλλά η έρευνα συνεχιζόταν. Οι φυλή των Ζάρτικ, δε θα αισθανόταν πραγματικά ασφαλής, μέχρι να ανακαλύψουν το τι είχε συμβεί στους παλιούς τους αφέντες.
Ο πρωταρχικός σκοπός της Εξερεύνησης είχε επιτευχθεί, τώρα. Απέμενε ο δευτερεύων σκοπός της: να καθοριστεί το είδος ζωής που πραγματικά κατοικούσε σε αυτό τον πλανήτη, αν ήταν νοήμονες κι αν αποτελούσαν την οποιαδήποτε απειλή για το Ζάρτι.
Ο Γκάρννα ανέπτυξε ένα νέο δίχτυ, μικρότερο αυτή τη φορά. Περιέβαλλε ολόκληρο τον πλανήτη στο μυαλό του, ερευνώντας για ενδείξεις ύπαρξης νοημοσύνης. Η αναζήτησή του στέφθηκε, αμέσως, με επιτυχία. Φώτα, σε λαμπερά μοτίβα, άναψαν στη μεριά που είχε νυχτώσει, υποδεικνύοντας πόλεις μεγάλου μεγέθους. Μία πληθώρα ραδιοκυμάτων, τεχνητά ρυθμιζόμενη, χτυπούσε σε όλη την ατμόσφαιρα. Τα ακολούθησε ως την πηγή τους και βρήκε μεγάλους πύργους και μεγάλα κτίρια. Και βρήκε και τα ίδια τα πλάσματα, που ευθύνονταν για τα ραδιοκύματα και για τα κτίρια και για τα φώτα. Περπατούσαν όρθια στα δύο πόδια και τα σώματά τους ήταν μαλακά, χωρίς τις πανοπλίες της φυλής Ζάρτικ. Ήταν κοντά, ίσως στο μισό ύψος ενός Ζαρτίκου, και το τρίχωμά τους ήταν, κυρίως, συγκεντρωμένο στο κεφάλι τους. Παρατήρησε τις διατροφικές τους συνήθειες και κατάλαβε, με αποστροφή, ότι είναι παμφάγα... Για μία φυλή φυτοφάγων, όπως οι Ζαρτίκου, τέτοια πλάσματα φαίνονταν να είναι σκληρής και κακής φύσης και θεωρούνταν απειλητικά προς ένα ευγενέστερο είδος. Αλλά, τουλάχιστον, ήταν καλύτεροι από τα σατανικά σαρκοφάγα. Ο Γκάρννα είχε δει μία-δύο κοινωνίες σαρκοφάγων, όπου η καταστροφή και οι σκοτωμοί, συνέβαιναν καθημερινά, κι ακόμη κι η σκέψη τους, του μετέφερε φανταστικές ανατριχίλες, μέσα από το μυαλό του. Κατάλαβε τον εαυτό του να εύχεται όλα τα είδη ζωής στο σύμπαν να είναι φυτοφάγα και, μετά, σταμάτησε τον εαυτό του. Δεν έπρεπε να επιτρέπει στις προσωπικές του προκαταλήψεις να εμπλακούν στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Καθήκον του, τώρα, ήταν να παρατηρήσει αυτά τα πλάσματα, στο σύντομο χρονικό διάστημα που του απέμενε, και να κάνει μία αναφορά, η οποία θα έμπαινε στο αρχείο, για μελλοντική μελέτη.
Παρατήρησε κάτι ελπιδοφόρο γι’ αυτά τα πλάσματα, συγκεκριμένα ότι φαίνονταν να έχουν το ένστικτο της Ορδής περισσότερο από το να δρουν μεμονωμένα, σαν άτομα. Μαζεύονταν σε μεγάλες πόλεις και φαίνονταν να κάνουν πράγματα ανά πλήθη. Είχαν τη δυνατότητα να είναι μόνοι, αλλά δεν την αξιοποιούσαν τόσο.
Συγκέντρωσε τη σκέψη του και πάλι και ετοιμάστηκε να κάνει αναλυτικές παρατηρήσεις. Εστίασε κάτω στην επιφάνεια του κόσμου, για να δει. Τα πλάσματα ήταν, προφανώς, ημερόβια αλλιώς δε θα χρειάζονταν φώτα για τις πόλεις, οπότε, αρχικά, επέλεξε να παρατηρήσει ένα σημείο στο ημισφαίριο που είχε ημέρα. Δεν ανησυχούσε μήπως τον εντοπίσουν οι ιθαγενείς. Αυτό το είχε τακτοποιήσει η μέθοδος της φυλής των Ζάρτικ για την εξερεύνηση του διαστήματος.
Βασικά, η μέθοδος απαιτούσε πλήρη διαχωρισμό σώματος και μυαλού. Τα φάρμακα λαμβάνονταν για να βοηθήσουν την αποσύνδεση, ενόσω ο Εξερευνητής ξεκουραζόταν, αναπαυτικά, μέσα σε ένα μηχάνημα. Όταν ολοκληρωνόταν ο διαχωρισμός, το μηχάνημα αναλάμβανε τα μηχανολογικά της σωματικής λειτουργίας – παλμό καρδιάς, αναπνοή, διατροφή κτλ. Το μυαλό, στο μεταξύ, ήταν ελεύθερο να τριγυρνά, κατά βούληση.
Ωστόσο, λίγα όρια είχαν τεθεί, ως τώρα, στο ελεύθερο μυαλό. Η ταχύτητα με την οποία μπορούσε να «ταξιδεύει» - αν, όντως, του ζητούνταν να πάει οπουδήποτε- ήταν τόσο γρήγορη, που δεν μπορούσε να υπολογιστεί . θεωρητικά, θα μπορούσε να είναι άπειρη. Ένα ελεύθερο μυαλό, μπορούσε να περιορίσει τη συγκέντρωσή του σε ένα υποατομικό σωματίδιο ή να επεκταθεί, ώστε να καλύψει τεράστιες αποστάσεις στο διάστημα. Μπορούσε να εντοπίσει ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, σε κάθε ποσότητα του φάσματος. Και, από την οπτική των προσεκτικών Ζαρτίκου, το καλύτερο όλων ήταν ότι δεν μπορούσε να ανιχνευθεί από καμία φυσική αίσθηση. Ήταν ένα φάντασμα, που κανείς δεν μπορούσε να δει, να ακούσει, να μυρίσει, να γευθεί ή να αγγίξει. Και όλα αυτά το έκαναν το ιδανικό όχημα για την εξερεύνηση του Διαστήματος, πέρα από την ατμόσφαιρα του Ζάρτι.
Ο Γκάρννα σταμάτησε σε ένα μέρος, όπου η γη είχε τυχαία στρωθεί για την ανάπτυξη καλλιέργειας. Η γεωργία ποίκιλλε σε μικρό βαθμό, μεταξύ των κοινωνιών που είχε ερευνήσει ως τώρα, ίσως επειδή η μορφή ακολουθούσε τη λειτουργία κι η λειτουργία ήταν, πρακτικά, η ίδια. Αυτά τα πλάσματα προσπαθούσαν ασταμάτητα με πρωτόγονα εργαλεία, που τα έσερναν υποδουλωμένα κερασφόρα φυτοφάγα. Αυτή η πρωτόγονη μέθοδος γεωργίας, δε φαινόταν να συνάδει με έναν πολιτισμό, που μπορούσε να παράγει τόσο πολλά ραδιοκύματα. Προκειμένου να λύσει το προφανές παράδοξο, ο Γκάρννα τεντώθηκε με το μυαλό του κι άγγιξε το μυαλό ενός ιθαγενούς.
Αυτό ήταν ακόμη ένα πλεονέκτημα του ελεύθερου μυαλού. Φαινόταν να έχει τη δυνατότητα «να ακούει» μέσα από τις σκέψεις άλλων μυαλών. Ήταν τηλεπάθεια, αλλά με έναν πολύ περιορισμένο τρόπο, καθώς λειτουργούσε προς μία κατεύθυνση. Ο Γκάρννα μπορούσε να ακούσει τις σκέψεις των άλλων, αλλά ο ίδιος δε μπορούσε να εντοπιστεί.
Ωστόσο, το φαινόμενο δεν ήταν ούτε στο ελάχιστο βοηθητικό, όπως φαινόταν στην αρχή. Τα νοήμονα όντα σκέφτονται εν μέρει με λέξεις της δικής τους γλώσσας, εν μέρει με αφηρημένες έννοιες κι εν μέρει με εικόνες. Οι σκέψεις προχωρούν πολύ γρήγορα και, μετά, φεύγουν για πάντα. Τα διάφορα είδη έχουν διαφορετικά πρότυπα σκέψης, βασισμένα, κυρίως, σε όσα λαμβάνονται από τις αισθήσεις. Και εντός κάθε φυλής, κάθε άτομο έχει το δικό του, προσωπικό, τρόπο συμβολισμού.
Γι’ αυτό το διάβασμα σκέψης, έτεινε να είναι μία επίπονη και πολύ κουραστική δουλειά. Ο Γκάρννα έπρεπε να περάσει βουνά ανούσιων συναισθημάτων, που τον βομβάρδιζαν με απίστευτο ρυθμό, προκειμένου να φτάσει στον πυρήνα μίας σκέψης. Με λίγη τύχη, μπορούσε να διαβάσει κάποια γενικευμένα συναισθήματα και να μάθει μερικές από τις βασικές έννοιες που υπήρχαν μέσα στο μυαλό, με το οποίο επικοινωνούσε. Αλλά, είχε εμπειρία σε αυτή τη διαδικασία και δε φοβόταν τη σκληρή δουλειά, αν ήταν για το καλό της Ορδής, οπότε βούτηξε, κατευθείαν.
Μετά από αρκετή αναζήτηση κι αρκετές εικασίες, ο Γκάρννα μπόρεσε να διαμορφώσει μία μικρή εικόνα αυτού του κόσμου. Υπήρχε μόνο μία νοήμων φυλή εδώ, αλλά είχε υποδιαιρεθεί σε πολλούς επιμέρους πολιτισμούς. Ωστόσο, υπήρχαν αρκετά σταθερά πρότυπα τα οποία εμφανίζονταν σε κάθε πολιτισμό. Οι ομάδες ιφφ, εδώ, φαίνονταν γενικά να αποτελούνται από μερικούς ενήλικες, που έχουν συγγένεια ή είναι ζευγάρια μεταξύ τους, μαζί με τους απογόνους τους. Ο σκοπός της ομάδας ιφφ, ήταν πολύ πιο προσανατολισμένος στο μεγάλωμα των μικρών τους, από ότι ήταν στην παροχή ασφάλειας προς το άτομο. Φαινόταν ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα άτομα, τα οποία επιβίωναν εξ ολοκλήρου χωρίς ομάδες ιφφ. Η Ορδή, εδώ, ήταν περισσότερο μία αόριστη έννοια, παρά μία καθημερινή πραγματικότητα, όπως ήταν στο Ζάρτι.
Επίσης, έμαθε ότι μερικοί πολιτισμοί στον πλανήτη αυτόν ήταν πλουσιότεροι από άλλους. Ο πλουσιότερος εντοπιζόταν στην πλευρά του πλανήτη που είχε νύχτα. Στο συγκεκριμένο πολιτισμό, πολλά από τα πράγματα που γίνονταν χειρονακτικά, εδώ γίνονταν από μηχανές κι υποτίθεται ότι έπρεπε να υπάρχει αρκετό φαγητό για όλους. Η σκέψη ότι ένα μέρος της Ορδής μπορούσε να υπερτρέφεται, ενώ άλλο μέρος πεινούσε, φαινόταν άκαρδο για το μέλος της φυλής Ζάρτικ. Θύμισε στον εαυτό του να καταπνίξει τα συναισθήματά του. Βρισκόταν εδώ για να παρατηρήσει και το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να επικεντρωθεί σ’ αυτό.
Αποφάσισε να ερευνήσει τον πάμπλουτο πολιτισμό. Για την αξιολόγηση αυτών των πλασμάτων ως επικείμενη απειλή για την Ορδή, οι ανώτεροί του θα ενδιαφέρονταν μόνο για τις μεγαλύτερες ικανότητές τους. Δε θα είχε καμία σημασία το τι έκαναν οι φτωχότεροι πολιτισμοί, αν οι πλουσιότεροι κατείχαν κάποια μέθοδο φυσικού μέσου για διαστρικά ταξίδια, σε συνδυασμό με μία πολεμοχαρή φύση.
Με την ταχύτητα της σκέψης, ο Γκάρννα διέσχισε, ταχύτατα, μία τεράστια έκταση ωκεανού κι έφτασε στο σκοτεινό ημισφαίριο. Αμέσως, βρήκε μεγάλες παράκτιες πόλεις, που τον σημάδευαν με τα φώτα τους. Αυτά τα πλάσματα θα ήταν ημερόβια, αλλά σίγουρα δεν άφηναν το σκοτάδι να επηρεάζει τις ζωές τους, σε κανένα βαθμό. Υπήρχαν μέρη των πόλεων που ήταν τόσο φωτισμένα όσο ήταν και την ημέρα. Υπήρχε ένα μέρος, σε μία από τις πόλεις, όπου πλήθη αυτών των πλασμάτων, συγκεντρώνονταν σε θέσεις, για να δουν τη δράση που λάμβανε χώρα μεταξύ μικρότερου αριθμού αυτών των πλασμάτων, κάτω, σε ένα ειδικά διαμορφωμένο υπαίθριο χώρο. Το πρότυπο ήταν παρόμοιο με αυτά που είχε δει σε πολυάριθμους άλλους κόσμους, ειδικά σε εκείνους στους οποίους κυριαρχούσαν τα παμφάγα και τα σαρκοφάγα. Αντί να μοιράζουν εξίσου ό, τι υπήρχε, για το καλό της Ορδής, όπως θα συνέβαινε στο Ζάρτι, αυτά τα πλάσματα έμοιαζαν εξαναγκασμένα να ανταγωνίζονται, με τους νικητές να τα παίρνουν όλα και τους χαμένους να μην παίρνουν τίποτα. Όσο κι αν προσπαθούσε, ο Γκάρννα, δεν μπορούσε να κατανοήσει, πλήρως, τι σήμαινε όλος αυτός ο ανταγωνισμός γι’ αυτά τα πλάσματα.
Συνέχισε. Παρατήρησε τα κτίρια των ιθαγενών και τα βρήκε, ποικιλοτρόπως, ανώτερα σαν κατασκευές, σε σχέση με εκείνα στο Ζάρτι. Οι μηχανές για τη μεταφορά ήταν, επίσης, εξελιγμένες με το να είναι ταυτόχρονα αποτελεσματικές και ικανές να ταξιδεύουν με μεγάλη ταχύτητα. Αλλά, επίσης, παρατήρησε ότι έκαιγαν χημικά καύσιμα, προκειμένου να προωθηθούν. Προς στιγμήν, αυτό, έβγαλε αυτά τα όντα από τη λίστα των απειλών. Προφανώς, δε θα χρησιμοποιούσαν χημικά καύσιμα, αν είχαν ανακαλύψει κάποια αποτελεσματικό τρόπο αξιοποίησης της πυρηνικής ενέργειας και καμία φυλή δεν είχε ελπίδες να δημιουργήσει λειτουργική διαστρική πλοήγηση, αξιοποιώντας μόνο χημικά καύσιμα. Αυτά τα πλάσματα μπορεί να ήξεραν την ύπαρξη της πυρηνικής ενέργειας – κρίνοντας από την επαρκή τεχνολογία τους, ο Γκάρννα θα εκπλησσόταν αν δεν την ήξεραν- αλλά ήταν πολύ μεγάλο το άλμα από αυτό το σημείο στη διαστρική πλοήγηση. Οι Ζαρτίκου δε θα ανησυχούσαν ότι αυτή η φυλή θα αποτελέσει απειλή στο κοντινό μέλλον. Ακόμη κι οι Ζαρτίκου δεν είχαν τελειοποιήσει τη διαστρική πλοήγηση – αλλά, φυσικά, υπήρχαν συνθήκες που το δικαιολογούσαν.
Πέρασε τον περισσότερο χρόνο του, συγκεντρώνοντας υλικό, το οποίο θεωρούσε ότι θα χρειαζόταν για την αναφορά του. Όπως πάντα, υπήρχε υπερπληθώρα δεδομένων κι έπρεπε να αφαιρέσει προσεκτικά, κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, προκειμένου να κάνει χώρο για τάσεις, που θα τον βοηθούσαν να φτιάξει στο δικό του μυαλό μία συνεκτική εικόνα αυτού του πολιτισμού. Και πάλι, το σύνολο προηγούταν των μερών του.
Τελείωσε την έρευνά του και συνειδητοποίησε ότι είχε ακόμη λίγο χρόνο να ξοδέψει, προτού του ζητηθεί να επιστρέψει στο σώμα του. Και θα τον χρησιμοποιούσε. Είχε ένα μικρό, ακίνδυνο χόμπι. Και στο Ζάρτι είχε παραθαλάσσιες ακτές κι ο Γκάρννα είχε γεννηθεί σε μία από αυτές. Είχε περάσει την παιδική του ηλικία δίπλα στη θάλασσα και ποτέ δεν κουράστηκε να βλέπει τα κύματα να έρχονται και να σκάνε πάνω στην ακτή. Έτσι, όποτε έβρισκε λίγο ελεύθερο χρόνο σε έναν άλλο κόσμο, προσπαθούσε να γυρίσει με τη φαντασία του στα παιδικά χρόνια, στην άκρη του ωκεανού. Τον βοηθούσε να κάνει το ξένο να μοιάζει οικείο και δεν έβλαπτε κανέναν. Οπότε, γλίστρησε απαλά στην ακτή του τεράστιου ωκεανού αυτού του παράξενου κόσμου, βλέποντας και ακούγοντας το μαύρο, σχεδόν αόρατο νερό να σκάει πάνω στις σκοτεινές αμμουδιές αυτού του πλανήτη, χιλιάδες παρσέκ από τον πλανήτη στον οποίο γεννήθηκε.
Κάτι του τράβηξε την προσοχή. Πάνω στην κορυφή των λόφων που είχαν θέα αυτό το σημείο της παραλίας, έλαμπε ένα φως. Αυτό πρέπει να ήταν ένα παράδειγμα των μοναχικών ατόμων της κοινωνίας, που είχε εγκατασταθεί εδώ, μακριά από την πλησιέστερη συνάθροιση των άλλων της φυλής του. Ο Γκάρννα αιωρήθηκε προς τα πάνω.
Το φως ερχόταν από ένα μικρό κτίριο, πρόχειρα φτιαγμένο, σε σχέση με τα άλλα κτίρια της πόλης, αλλά αναμφισβήτητα άνετο για μείνει ένα πλάσμα μόνο του. Υπήρχαν δύο οχήματα παρκαρισμένα έξω, άδεια και τα δύο. Εφόσον τα οχήματα δεν ήταν αυτόματα, αυτό σήμαινε ότι μέσα υπήρχαν, τουλάχιστον δύο άτομα από αυτό τον πλανήτη.
Ως απλό πνεύμα, ο Γκάρννα πέρασε μέσα από τους τοίχους, σαν αυτοί να μην υπήρχαν. Μέσα, υπήρχαν δύο πλάσματα, που μιλούσαν μεταξύ τους. Το στιγμιότυπο δε φαινόταν πολύ ενδιαφέρον. Ο Γκάρννα κράτησε μία σύντομη σημείωση για τα έπιπλα του δωματίου κι ήταν έτοιμος να φύγει, όταν, ξαφνικά, το ένα από τα πλάσματα επιτέθηκε στο άλλο. Άρπαξε το λαιμό του συντρόφου του κι άρχισε να το στραγγαλίζει. Χωρίς καν να επεκτείνει τον εαυτό του, ο Γκάρννα μπορούσε να νιώσει την οργή, που εξέπεμπε το επιτιθέμενο άτομο. Πάγωσε. Κανονικά το ένστικτο του είδους του, θα τον έκανε να το σκάσει με τη μέγιστη ταχύτητα – στην προκειμένη περίπτωση, με την ταχύτητα της σκέψης. Αλλά, ο Γκάρννα είχε δεχθεί μακρά εκπαίδευση, προκειμένου να επιβάλλεται στα ένστικτά του. Είχε εκπαιδευτεί να είναι στην αρχή, στο τέλος και πάντα, ένας παρατηρητής. Παρατηρούσε.
* * *
Η πραγματικότητα επέστρεψε με αργό ρυθμό στο Στόουναμ. Ξεκίνησε χωρίς ήχο, ένα γρήγορο τακ-τακ, τακ-τακ, τακ-τακ, που αναγνώρισε καθυστερημένα ότι ήταν η καρδιά του. Ποτέ δεν την είχε ξανακούσει τόσο δυνατά. Φαινόταν να πνίγει το σύμπαν, μέσα στον ήχο της. Ο Στόουναμ κάλυψε τα αυτιά του με τα χέρια του, για να απομονώσει τον ήχο, αλλά αυτό έκανε την κατάσταση χειρότερη. Ξεκίνησε κι ένα κουδούνισμα – ένας οξύς ήχος που χτυπούσε σαν ένα ξυπνητήρι-σοπράνο, μέσα στον εγκέφαλό του.
Μετά ήρθε η οσμή. Υπήρχε μία αλλόκοτη μυρωδιά στον αέρα, μία άρρωστη μυρωδιά τουαλέτας. Λεκέδες απλώνονταν στο μπροστά και πίσω μέρος του φορέματος της Στέλλα.
Γεύση. Υπήρχε αίμα μέσα στο στόμα του, αλμυρό και χλιαρό κι ο Στόουναμ συνειδητοποίησε ότι είχε σκίσει τα χείλη του από το δάγκωμα.
Αφή. Τα ακροδάχτυλά του μυρμήγκιαζαν, υπήρχε ένα τρέμουλο στους καρπούς του, οι δικέφαλοί του χαλάρωσαν, μετά από το υπεράνθρωπο τέντωμα που υπέστησαν.
Όραση. Το χρώμα επανήλθε σε εκείνο του κανονικού κόσμου κι η ταχύτητα επανήλθε στα συνήθη επίπεδα. Αλλά, δεν έβλεπε κάτι να κινείται. Έβλεπε μόνο το σώμα της γυναίκας του, που κείτονταν άψυχο στη μέση του πατώματος.
Ο Στόουναμ στεκόταν εκεί, ούτε ήξερε για πόση ώρα. Τα μάτια του περιπλανήθηκαν στο δωμάτιο, αναζητώντας τα συνήθη πράγματα που υπήρχαν εκεί, αποφεύγοντας το πτώμα, που ήταν στα πόδια του. Όχι για πολύ, όμως. Υπήρχε κάτι το τόσο αποκρουστικά ενδιαφέρον στο πτώμα της Στέλλα, το οποίο ανάγκαζε το βλέμμα του να γυρίζει σ’ αυτό, από όπου κι αν περιπλανιόταν.