Άρχισε και πάλι να σκέφτεται. Γονάτισε αργά-αργά στο πλευρό της γυναίκας του κι αφουγκράστηκε για να βρει έναν παλμό, ο οποίος ήξερε ότι δεν υπήρχε. Το χέρι της ήδη ήταν ελαφρά κρύο στην αφή (ή ήταν η φαντασία του;) και κάθε υποψία ζωής είχε φύγει. Πήρε γρήγορα το χέρι του και στάθηκε πάλι όρθιος.
Πήγε προς τον καναπέ, κάθισε κάτω και κοίταξε για πολύ ώρα τον απέναντι τοίχο. Τίτλοι ειδήσεων του κραύγαζαν: ΕΠΙΦΑΝΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΟΜΗΤΕΙΑΣ, ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ. Τα χρόνια που σχεδίαζε προσεκτικά την πολιτική του καριέρα, που σχεδίαζε να κάνει χάρες σε ανθρώπους, ώστε κι εκείνοι να έκαναν, σαν ανταπόδοση, κάποια χάρη σε εκείνον, να πηγαίνει σε ατελείωτα βαρετά πάρτι και δείπνα...τα έβλεπε όλα να χάνονται μπροστά του, μέσα στη δίνη της καταστροφής. Κι έβλεπε πολλά, άδεια χρόνια μπροστά του, γκρίζους τοίχους και σιδερένια κάγκελα.
«Όχι», φώναξε. Κοίταξε κάτω, κατηγορώντας το άψυχο σώμα της γυναίκας του. «Όχι. Θα το ήθελες αυτό, έτσι; Αλλά δε θα το αφήσω να συμβεί, δε θα το κάνω αυτό. Έχω πολλά και σημαντικά πράγματα που θέλω να κάνω, προτού φύγω».
Μία αναπάντεχη ηρεμία επικράτησε στο μυαλό του και είδε καθαρά τι έπρεπε να κάνει. Διέλυσε το τσιγάρο που είχε πετάξει η γυναίκα του κι ακόμη σιγόκαιγε. Μετά πήγε στο ράφι με τα μαχαιροπήρουνα και πήρε ένα μαχαίρι τεμαχίσματος από τον τοίχο, κρατώντας το μαντήλι του γύρω από τη λαβή, ώστε να μην αφήσει αποτυπώματα. Πήγε έξω κι έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από το σκοινί απλώματος. Γύρισε στην καλύβα, έδεσε τα χέρια της γυναίκας του πίσω και λύγισε το σώμα της μπροστά, ώστε να μπορέσει να δέσει τα πόδια της στο λαιμό της.
Παίρνοντας πάλι το μαχαίρι, χάραξε προσεκτικά το λαιμό της Στέλλα. Το αίμα έσταζε από το λαιμό της, αλλά δεν πετάχτηκε, γιατί, πλέον, δεν το αντλούσε η καρδιά. Έκοψε βαθειά τα στήθη της και έκανε μία τεράστια χαρακιά, πάνω από το φουστάνι της, μέχρι τη βουβωνική χώρα. Για ασφάλεια, έκοψε αδίστακτα την κοιλιακή της χώρα, το πρόσωπο και τα χέρια. Έβγαλε τα μάτια της από της κόγχες, προσπάθησε να κόψει και τη μύτη της, αλλά ήταν πολύ δύσκολο, για το μαχαίρι που είχε.
Στη συνέχεια, βούτηξε το μαχαίρι στο αίμα της κι έγραψε πάνω σε έναν τοίχο «Θάνατος στα γουρούνια». Τέλος, διέλυσε τα καλώδια του τηλεφώνου με μία απότομη κίνηση του μαχαιριού. Μετά, άφησε το μαχαίρι στο πάτωμα, δίπλα από το πτώμα της, ενώ την ίδια ώρα έπαιρνε το σημείωμα που του είχε γράψει, για την πρόθεσή της να πάρει διαζύγιο. Έβαλε το σημείωμα στην τσέπη του παντελονιού του.
Στάθηκε όρθιος και κοίταξε τον εαυτό του. Τα χέρια και τα ρούχα του είχαν διάσπαρτους λεκέδες από αίμα. Αυτό δεν έπρεπε να μείνει έτσι. Θα έπρεπε να τα ξεφορτωθεί, με κάποιο τρόπο.
Έτριψε τα χέρια του στο νιπτήρα, μέχρι να αφαιρέσει κάθε ίχνος αίματος. Έψαξε τριγύρω στο δωμάτιο και βρήκε κάτι που του έκοψε την ανάσα: το ειδικά τυπωμένο για εκείνον πακέτο από σπίρτα, που ήταν πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο σταχτοδοχείο. Βημάτισε γρήγορα προς αυτό, θεωρώντας το πολύ βλακώδες, να αφήσει ένα στοιχείο σαν αυτό να περιπλανιέται και να το βρει η αστυνομία. Γλίστρησε με προσοχή το πακέτο με τα σπίρτα, μέσα στην τσέπη του.
Μετά, πήγε στη βαλίτσα του και πήρε καθαρά ρούχα. Άλλαξε γρήγορα, ενώ την ίδια ώρα σκεφτόταν να θάψει τα παλιά του ρούχα, σε κάποιο μέρος, σε απόσταση 1,5 χιλιομέτρου, έτσι ώστε να μη βρεθούν ποτέ. Μετά, θα μπορούσε να επιστρέψει και να υποδυθεί ότι ανακάλυψε το πτώμα σε αυτή την κατάσταση. Εφόσον τα καλώδια του τηλεφώνου είχαν κοπεί, θα έπρεπε να πάει κάπου αλλού με το αυτοκίνητο, για να πάρει την αστυνομία. Θυμήθηκε ότι ο πιο κοντινός γείτονας με τηλέφωνο, απείχε περίπου τρία χιλιόμετρα.
Ο Στόουναμ γύρισε και εξέτασε το χειροτέχνημά του. Αίμα είχε χυθεί παντού πάνω στο πάτωμα και πάνω στα έπιπλα, το πτώμα είχε διαμελιστεί με ιδιαίτερα αποκρουστικό τρόπο, το ριζοσπαστικό μήνυμα ήταν γραμμένο σε περίοπτη θέση του τοίχου. Ήταν σκηνή από σουρεαλιστικό εφιάλτη. Κανένας δολοφόνος, που είχε τα λογικά του, δε θα διέπραττε τέτοια σφαγή. Το φταίξιμο θα έπεφτε, αμέσως, πάνω στο κοινόβιο των χίπηδων, ίσως και πάνω στον ίδιο τον Πολάσκι. Αυτό θα εξυπηρετούσε δύο σκοπούς: να καλύψει τη δική του ενοχή και να απαλλάξει μια για πάντα το Σαν Μάρκος από αυτούς τους αναθεματισμένους χίπηδες.
Έξω από την καλύβα, μέσα σε μία μικρή εργαλειοθήκη, υπήρχε ένα φτυάρι. Ο Στόουναμ το πήρε και μπήκε βαθιά μέσα στο δάσος, για να θάψει τα ρούχα του. Καθώς δεν είχε βρέξει καθόλου, εδώ και μήνες, το έδαφος ήταν στεγνό και σκληρό. Έτσι, δεν άφησε καθόλου ίχνη, καθώς περνούσε από πάνω του.
* * *
Δεν πέρασε πολλή ώρα μέχρι το μεγαλύτερο πλάσμα να σκοτώσει το μικρότερο. Αλλά, αφού τελείωσε, ο δολοφόνος φαινόταν ακινητοποιημένος από τις ίδιες του τις πράξεις. Ο Γκάρννα, τέντωσε προσεκτικά μία νοερή κεραία κι άγγιξε το μυαλό του δολοφόνου. Οι σκέψεις ήταν τόσο μπερδεμένες. Υπήρχαν ακόμη ίχνη οργής που στριφογύριζαν, αλλά φαίνονταν να υποχωρούν σιγά-σιγά. Άλλα συναισθήματα γίνονταν πιο έντονα. Ενοχή, θλίψη, φόβος για την τιμωρία. Όλα αυτά ήταν πράγματα που ο Γκάρννα τα ήξερε, ήδη. Μπήκε λίγο βαθύτερα στο μυαλό κι έμαθε ότι το νεκρό πλάσμα ανήκε στην ίδια ομάδα ιφφ με αυτό που επιβίωσε και, συγκεκριμένα, ήταν το ταίρι του. Ο τρόμος, που ένιωσε ο Γκάρννα από αυτό, ήταν τόσο δυνατός που έφυγε τρέχοντας από το μυαλό και κουλουριάστηκε σαν μία νοερή μπάλα. Με τη λογική, μπορούσε να αποδεχτεί την έννοια της δολοφονίας, ίσως και το γεγονός ότι κάποιος δολοφόνησε το ίδιο του το ταίρι. Αλλά, συναισθηματικά, το σοκ της ζωντανής εμπειρίας, έκανε το μυαλό του να δονείται.
Έμεινε εκεί για λίγα λεπτά, περιμένοντας να περάσουν η αηδία και το σοκ. Τελικά, η εκπαίδευσή τον έκανε να συνέλθει κι άρχισε να παρατηρεί τον περίγυρό του, για μία ακόμη φορά. Το μεγάλο πλάσμα, έκοβε τώρα το κουφάρι του μικρού με ένα μαχαίρι. Ήταν κάποιο αποτρόπαιο έθιμο; Αν ήταν, τότε αυτά τα παμφάγα θα έπρεπε να επαναξιολογηθούν, ως προς τη δυνατότητά τους να αποτελέσουν απειλή. Ακόμη και τα σαρκοφάγα, που είχε παρατηρήσει ο Γκάρννα, δεν είχαν συμπεριφερθεί με τόσο αισχρό τρόπο.
Χρειάστηκε όλο του τον αυτοέλεγχο για να μπορέσει να ξαναέρθει σε επαφή με το μυαλό του άγνωστου πλάσματος. Αυτό που είδε τον μπέρδεψε και τον τάραξε. Για πρώτη φορά, έβλεπε ζωντανά ένα άτομο να σχεδιάζει μία δράση, η οποία θα λειτουργούσε ενάντια στο καλό της Ορδής του. Υπήρχε ενοχή και ντροπή μέσα στο μυαλό, κάτι που έκανε το Γκάρννα να πιστέψει ότι αυτή η δολοφονία ήταν έξω από τη συνήθη συμπεριφορά. Το ένστικτο της ορδής λειτουργούσε, ακόμη, αλλά πολύ περιορισμένα. Και πάνω από όλα υπήρχε ο φόβος της τιμωρίας. Το πλάσμα ήξερε ότι αυτό που έκανε ήταν λάθος κι η φρικτή πορεία των πράξεών του, αυτή τη στιγμή, ήταν μία προσπάθεια να αποφύγει – ο Γκάρννα δεν ήξερε με ποιο τρόπο – την τιμωρία, που θα ακολουθούσε, διαφορετικά.
Ήταν μία μοναδική περίπτωση. Ποτέ στο παρελθόν, απ’ όσο ήξερε ο Γκάρννα, δεν είχε εμπλακεί κάποιος Εξερευνητής σε μία μεμονωμένη κατάσταση, σε τέτοιο βαθμό. Σημασία είχε, πάντα, η γενική εικόνα. Αλλά, ίσως, μπορούσαν να κατανοηθούν κάποια πράγματα, αν είχαν δει την κατάσταση να εξελίσσεται. Ακόμη και μέσα στη σκέψη, «άκουγε» ένα καμπανάκι να χτυπά στο μυαλό του. Αυτή ήταν η πρώτη προειδοποίηση ότι η Εξερεύνηση είχε, σχεδόν, φτάσει στο τέλος της. Θα ακολουθούσε ακόμη ένα σε έξι λεπτά και μετά, θα έπρεπε να γυρίσει πίσω. Αλλά, αποφάσισε να μείνει και να δει την εξέλιξη του δράματος, όσο περισσότερο μπορούσε, μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα.
Έψαξε λίγο βαθύτερα, μέσα στο μυαλό του άγνωστου πλάσματος, και είδε το δόλο μέσα του. Το πλάσμα θα προσπαθούσε να αποφύγει την τιμωρία του, κατηγορώντας γι’ αυτό το έγκλημα, κάποιο άλλο αθώο πλάσμα. Αν το αρχικό έγκλημα ήταν αποκρουστικό για τον Γκάρννα, αυτή του η επιδείνωση ήταν ανείπωτη. Ήταν άλλο πράγμα να αφήσει κανείς μία στιγμή πάθους να τον κάνει να παραβεί τους κανόνες της Ορδής, κι άλλο να παραπλανά συνειδητά κι επιτηδευμένα τους άλλους, έτσι ώστε να βλάψει κάποιο άλλο πλάσμα. Το πλάσμα δεν έβαζε, απλά, το δικό του καλό πάνω από το καλό της Ορδής, αλλά πάνω κι από άλλα άτομα.
Ο Γκάρννα δεν μπορούσε, πλέον, να παραμείνει ουδέτερος και αδιάφορος. Αυτό το πλάσμα πρέπει να ήταν διεστραμμένο. Ακόμη κι αποδεχόμενος τη διαφορά στις συνήθειες, καμία βιώσιμη κοινωνία δε θα επιβίωνε για πολύ, αν αυτά τα πρότυπα γίνονταν ο κανόνας. Θα κατέρρεε κάτω από το αμοιβαίο μίσος και την έλλειψη εμπιστοσύνης.
Τώρα, το πλάσμα έφυγε από την καλύβα και περπατούσε σιγά προς τα δέντρα. Ο Γκάρννα το ακολούθησε. Το πλάσμα κρατούσε τα ρούχα που φορούσε μέσα στο δωμάτιο, καθώς κι ένα εργαλείο που πήρε από την καλύβα. Όταν έφτασε σε απόσταση 1,5 χιλιομέτρου από το κτίριο, άφησε κάτω τα ρούχα κι άρχισε να χρησιμοποιεί το εργαλείο για να σκάψει ένα λάκκο. Όταν ο λάκκος έγινε αρκετά βαθύς, το ξένο πλάσμα έθαψε τα παλιά ρούχα και ξαναγέμισε το λάκκο, ισιώνοντας το χώμα γύρω του με προσοχή, έτσι ώστε το έδαφος να φαίνεται άθικτο.
Ο Γκάρννα έπιασε στιγμιαίες σκέψεις από το μυαλό του πλάσματος. Υπήρχε ικανοποίηση, που έκανε κάτι με επιτυχία. Ο φόβος είχε μετριαστεί, τώρα, καθώς είχε κάνει βήματα για να αποφύγει την τιμωρία. Κι υπήρχε και το αίσθημα του θριάμβου, γιατί είχε νικήσει ή είχε ξεγελάσει την Ορδή. Το τελευταίο έκανε τον Γκάρννα να ανατριχιάσει, νοερά. Τι είδους πλάσμα ήταν αυτό, που μπορούσε να πανηγυρίζει επειδή έβλαψε την Ορδή του; Αυτό ήταν λάθος από κάθε άποψη, έπρεπε να είναι λάθος. Κάτι έπρεπε να γίνει, για να δει αυτό το διεστραμμένο, να αποκαλύπτεται, παρά την απάτη του. Αλλά...
Η δεύτερη προειδοποίηση ακούστηκε μέσα στο μυαλό του. Όχι!, σκέφτηκε. Δε θέλω να γυρίσω πίσω. Πρέπει να μείνω και να κάνω κάτι, γι’ αυτή την κατάσταση.
Αλλά, δεν υπήρχε επιλογή. Δεν ήταν γνωστός κάποιος τρόπος, με τον οποίο μπορούσε ένα μυαλό να παραμείνει εκτός του σώματός του, χωρίς φρικτές συνέπειες για το ένα ή το άλλο. Αν έμενε μακριά για πολύ, το σώμα του θα μπορούσε να πεθάνει, κι υπήρχε προβληματισμός σχετικά με το αν το μυαλό θα μπορούσε να ζήσει περισσότερο από το σώμα. Δε θα εξυπηρετούσε σε τίποτα αν το μυαλό καταστρεφόταν από απροσεξία.
Έτσι, απρόθυμα, το μυαλό του Γκάρννα ιφφ- Αλμάνικ, αποτραβήχτηκε από τη σκηνή της τραγωδίας, πάνω στον τρίτο πλανήτη του κίτρινου αστέρα, με το μπλε-άσπρο χρώμα, κι έτρεξε πίσω στο σώμα του, σε απόσταση περισσότερων από 1000 παρσέκ.
* * *
Καθώς γύριζε, περπατώντας, στην καλύβα ο Στόουναμ αισθάνθηκε τόση ικανοποίηση, που τα έβγαλε πέρα, επιτυχώς, σε μία τόσο άσχημη κατάσταση. Σκέφτηκε ότι, ακόμη κι αν η αστυνομία δεν κατηγορούσε τους χίπηδες, δεν είχε μείνει καμία χειροπιαστή απόδειξη, για να κατηγορήσει τον ίδιο. Κανένα κίνητρο, καμία απόδειξη, κανένας μάρτυρας.
Σχεδόν 1,5 χιλιόμετρο μακριά, ένα κορίτσι με το όνομα Ντέμπρα Μπάουερ, ξύπνησε, ουρλιάζοντας, από έναν εφιάλτη.
Κεφάλαιο 2
Δε θα ήταν καλή μέρα αυτή, συμπέρανε ο Τζον Μάσκεν, καθώς οδηγούσε κατά μήκος της ακτής, προς το γραφείο του, στην πόλη του Σαν Μάρκος. Στα δεξιά του, ο ουρανός άρχισε να αλλάζει χρώμα από σκούρο σε ανοιχτό μπλε, καθώς ο ήλιος ξεκίνησε να σκαρφαλώνει πάνω από τον ορίζοντα, αλλά ο Μάσκεν δεν τον έβλεπε ακόμη, γιατί κρυβόταν στους λόφους, που βρίσκονταν στο βάθος της ανατολικής μεριάς του δρόμου. Στα δυτικά, τα αστέρια είχαν χαθεί μέσα στο ξεθωριασμένο βιολετί χρώμα, που ήταν ό, τι είχε απομείνει από τη νύχτα.
Καμία μέρα που ξεκινά με το να πρέπει να πας στη δουλειά στις 5:30 το πρωί, δεν μπορεί να είναι καλή, συνέχισε ο Μάσκεν. Πολύ περισσότερο, όταν αυτό σχετίζεται με μία δολοφονία.
Οδηγούσε προς το γραφείο κι αισθανόταν πολύ ατημέλητος. O βοηθός του, ο Γουίτμορ, τον κάλεσε και του είπε ότι ήταν επείγον κι ο Μάσκεν δεν είχε ούτε χρόνο να ξυριστεί. Δεν ήθελε να ενοχλήσει τη γυναίκα του, που κοιμόταν ακόμη και, μέσα στο σκοτάδι, πήρε τη λάθος στολή, αυτή που είχε φορέσει χθες. Μύριζε σαν να είχε παίξει έναν ολόκληρο αγώνα μπάσκετ, φορώντας την. Του πήρε περίπου 15 δευτερόλεπτα για να περάσει μία φορά με τη βούρτσα τα μαλλιά του, που είχαν πέσει σχεδόν όλα, αλλά αυτό ήταν το μόνο στοιχείο περιποίησης επάνω του.
Καμία μέρα, που ξεκινά έτσι, επανέλαβε, δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο εκτός από άθλια.
Το ρολόι του έδειχνε 5:48, καθώς περνούσε την πόρτα του Τμήματος του Σερίφη. «Ωραία, Τομ, τι τρέχει;».
Ο Γουίτμορ κοίταξε προς τα πάνω, όταν μπήκε το αφεντικό του. Ήταν ένας τύπος που έμοιαζε σαν αγοράκι, ήταν στο Σώμα μόνο μισό χρόνο κι η χαμηλή του αρχαιότητα, τον έκανε ιδανικό για τη νυχτερινή βάρδια. Τα μακριά ξανθά μαλλιά του ήταν περιποιημένα, η στολή του σιδερωμένη και αλέκιαστη. Ο Μάσκεν, ένιωσε ένα προσωρινό ξέσπασμα μίσους για οποιονδήποτε μπορούσε να είναι τόσο αψεγάδιαστος, τέτοια ώρα, παρόλο που ήξερε ότι αυτό το συναίσθημα ήταν παράλογο. Ήταν μέρος της δουλειάς του Γουίτμορ να είναι σε τόσο καλή κατάσταση, τόσο νωρίς, κι ο Μάσκεν θα έπρεπε να τον πετάξει έξω, αν γινόταν διαφορετικά.
«Έγινε μία δολοφονία σε μία ιδιωτική καλύβα, στην ακτή, στα μισά της διαδρομής από εδώ στο Μπέλινγκτον», είπε ο Γουίτμορ. «Το θύμα ήταν η κα. Γουέσλι Στόουναμ».
Τα μάτια του Μάσκεν άνοιξαν διάπλατα. Επιβεβαιώνοντας τις προσδοκίες του, η ημέρα αυτή ήδη είχε γίνει απίστευτα χειρότερη. Και δεν ήταν ακόμη ούτε 6 το πρωί. Αναστέναξε. «Ποιος το χειρίζεται;»
«Ο Άκερ έκανε την αρχική αναφορά. Παραμένει στον τόπο του εγκλήματος, συγκεντρώνοντας όσες πληροφορίες μπορεί. Κυρίως, φροντίζει να μην πειραχτεί τίποτα, μέχρι να μπορέσετε να το δείτε εσείς».
Ο Μάσκεν έγνεψε. «Είναι πολύ καλός. Έχεις αντίγραφο της αναφοράς του;»
«Σε ένα λεπτό, κύριε. Το ηχογράφησε και τώρα πρέπει να το δακτυλογραφήσω. Μου έχουν μείνει δύο προτάσεις, μόνο».
«Ωραία. Πάω να πάρω έναν καφέ. Θέλω να έχω την αναφορά στο γραφείο μου, όταν γυρίσω».
Πάντα υπήρχε μία κανάτα καφέ που έβραζε στο γραφείο, αλλά ήταν απίστευτα απαίσιος και ο Μάσκεν δεν τον έπινε ποτέ. Έτσι, πέρασε απέναντι το δρόμο στο ολονύκτιο μικροεστιατόριο και μπήκε μέσα. Ο Τζόου, ο υπάλληλος, κοίταξε πάνω προς το μέρος του, πίσω από τα πόδια του που τα είχε στηριχτεί πάνω σε ένα από τα τραπέζια. Άφησε κάτω την εφημερίδα που διάβαζε. «Πολύ νωρίς σήμερα, έτσι Σερίφη;».
Ο Μάσκεν αγνόησε τη φιλικότητα, που κάλυπτε αυτή την ερώτηση. «Καφέ, Τζόου, και τον θέλω σκέτο». Πήρε μερικά ψιλά από την τσέπη του και τα κοπάνησε πάνω στον πάγκο. Ο υπάλληλος πήρε το μήνυμα, από τη συμπεριφορά του Σερίφη, και πήγε σιωπηλός να γεμίσει μία κούπα με καφέ.
Ο Μάσκεν ήπιε τον καφέ του με μεγάλες γουλιές. Στο ενδιάμεσο από τις γουλιές αυτές, πέρναγε μεγάλα διαστήματα κοιτώντας επίμονα και προσεκτικά τον τοίχο απέναντί του. Πρέπει να θυμόταν ότι είχε συναντήσει την κα. Στόουναμ – δε θυμόταν το μικρό της όνομα – μία ή δύο φορές σε κάποια πάρτι ή δείπνα. Θυμόταν ότι τη θεωρούσε μία από τις λίγες γυναίκες, που είχαν μετατρέψει το γεγονός ότι ήταν σχεδόν μεσήλικας, σε προτέρημα αντί σε μειονέκτημα, καλλιεργώντας στον εαυτό της ένα ιδιαίτερο ώριμο μεγαλείο. Φαινόταν να είναι καλός άνθρωπος και λυπόταν που ήταν νεκρή.
Αλλά, λυπόταν ακόμη πιο πολύ που τύγχανε να είναι σύζυγος του Γουέσλι Στόουναμ. Αυτό μπορούσε να προκαλέσει άπειρα μπερδέματα. Ο Στόουναμ ήταν ένας άντρας που είχε ανακαλύψει τη σπουδαιότητά του και περίμενε να έρθει η ώρα να την ανακαλύψει κι ο κόσμος. Δεν ήταν μόνο πλούσιος, αλλά έκανε και τα χρήματά του να μετρούν, με την έννοια της επιρροής. Γνώριζε τους σωστούς ανθρώπους κι οι πιο πολλοί από αυτούς τους χρωστούσαν κάποιου είδους χάρη. Κυκλοφορούσε κι η φήμη ότι ήταν υποψήφιος ακόμη και για τη θέση του Συμβουλίου, από την οποία θα παραιτούνταν σε λίγες ημέρες ο Κότμαν. Αν σε συμπαθούσε ο Στόουναμ, οι πόρτες άνοιγαν ως δια μαγείας. Αν σε έπαιρνε με στραβό μάτι, τότε οι πόρτες έκλειναν με βία στα μούτρα σου.
Ο Μάσκεν δούλευε στην αστυνομία εδώ και 37 χρόνια κι ήταν Σερίφης, τα τελευταία έντεκα. Του χρόνου, θα έβαζε υποψηφιότητα για να επανεκλεγεί. Ίσως, θα ήταν σοφό να τα πηγαίνει καλά με το Στόουναμ, ό, τι κι αν σήμαινε αυτό. Δεν ήξερε, ακόμη, καμία λεπτομέρεια για την υπόθεση, αλλά ήδη είχε ένα προαίσθημα μέσα του, ότι τα πράγματα θα ήταν άσχημα. Κάτι μουρμούρισε, μέσα από τα δόντια του, για τη μοίρα των αστυνομικών.