Η γυναίκα τον αγνοούσε εντελώς. Ήταν μεσαίου ύψους, με λευκή επιδερμίδα και κόκκινα μαλλιά, πιασμένα με ένα πιαστράκι στο χρώμα του μαρμάρου. Το κορμί της είχε πολύ θηλυκές αναλογίες.
Φορούσε ένα σκωτσέζικο ταγιέρ εξαιρετικής ποιότητας, με ασορτί, τέλεια φούστα, που έφτανε ως το γόνατο, παπούτσια σε σκούρο μπορντό, με ψηλό λεπτό τακούνι και μαύρο καλσόν. Το σακάκι κάλυπτε ένα λευκό πουκάμισο με ένα ντεκολτέ αποκαλυπτικό, μα μετρημένο. Στο πέτο μία χρυσή καρφίτσα, σε σχήμα C, ξεχώριζε με χάρη. Στο λαιμό φορούσε ένα ογκώδες χρυσό κολιέ, λαξευμένο με επιδεξιότητα και τα σκουλαρίκια με τη δική τους γενναιόδωρη λάμψη, τρυπούσαν με φως τους λοβούς των αυτιών της.
Το πρόσωπο ήταν λεπτό, με λεπτές, μα ευδιάκριτες γραμμές. Τα μάτια, με χρώμα ανοιχτό πράσινο, ήταν σωστά τοποθετημένη σε σχέση με τη μύτη και ελαφρά αετίσια. Τα χείλη λεπτά, αλλά όχι υπερβολικά λεπτά, ήταν σε αρμονία με το πηγούνι, το οποίο μόλις που προεξείχε.
Ελαφρύ μακιγιάζ σε παλ χρώματα και μόνο μερικές λεπτές ρυτίδες στο μέτωπο και στα μάγουλα της γυναίκας, η οποία φαινόταν να είναι κοντά στα πενήντα.
Ο μπάρμαν σέρβιρε το σέρι, τοποθετώντας το ποτήρι στον πάγκο, χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο, μετά εξαφανίστηκε στο χώρο πίσω από τη βιτρίνα του μπαρ, για να τελειώσει κάποια δουλειά.
Η γυναίκα τέντωσε το δεξί της χέρι, με τα λεπτά και ψηλά δάχτυλα και με νύχια προσεκτικά περιποιημένα, βαμμένα με ένα λευκό περλέ βερνίκι, και πήρε με λεπτότητα το ποτήρι. Καθώς το σήκωνε, ο ΜακΚίντοκ δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί, μαγεμένος ίσως από το άρωμα κι από αυτή τη θέα, και σήκωσε κι εκείνος το ποτήρι του, λέγοντας χαμηλόφωνα:
<Εις υγείαν!>
Εκείνη γύρισε ελαφρά το κεφάλι της προς εκείνον, γέρνοντας ταυτόχρονα λίγο μπροστά. Χαμογέλασε ελαφρά και χωρίς εναλλαγές στον τόνο της φωνής:
<Εις υγείαν>.
Μετά γύρισε και κοίταζε μπροστά της και ήπιε μία μικρή γουλιά από το ποτό της, ενώ ο ΜακΚίντοκ ήπιε μονορούφι, ό,τι απέμενε από το δικό του.
Κι ο ΜακΚίντοκ έμεινε έτσι, με το ποτήρι άδειο στα χέρια του, συνειδητοποιώντας, μόλις εκείνη τη στιγμή, ότι είχε πιει μονομιάς τα ¾ του περιεχομένου του. Το ουίσκι τον γέμισε με ένα κύμα ευχάριστης ζέστης, και το άρωμα της γυναίκας τον μεθούσε και ξυπνούσε πάλι μέσα του αισθήσεις, που αδρανούσαν εδώ και πολύ καιρό. Και, κυρίως, ήταν εκείνη, σε απόσταση ενός μέτρου, απίστευτα ελκυστική και τέλεια, αυτή που θα μπορούσε να είναι η ιδανική γυναίκα, αν μπορούσε ποτέ να σκεφτεί ένα τέτοιο πρότυπο.
Χωρίς να αντιλαμβάνεται αυτό που έκανε, άφησε το ποτήρι, σηκώθηκε από το σκαμπό και έκανε ένα βήμα προς τη γυναίκα, της χαμογέλασε και τείνοντας φιλικά το χέρι, είπε χαμηλόφωνα:
<Επιτρέπετε; Λάχλαν ΜακΚίντοκ>.
Εκείνη άφησε, με τη σειρά της, το ποτήρι, γύρισε προς εκείνον και έδωσε το χέρι της με χάρη.
<Σίνθια Φάρναμ, χάρηκα.>
<Σίνθια…>, ο ΜακΚίντοκ έμεινε έκπληκτος. Μετά συνήλθε και είπε με χαμηλή και ήρεμη φωνή: <Είναι ένα από τα επίθετα της θεάς Αρτέμιδος, κόρης του Δία και της Λητούς, δίδυμης αδελφής του Απόλλωνα. Γεννήθηκε στο νησί της Δήλου, στην κορυφή του όρους Κύθνος, από το οποίο προέρχεται το όνομα Σίνθια. Θεά του φεγγαριού, ήταν υπερβολικά όμορφη κι ήταν μία από τις πιο αγαπητές θεότητες της Αρχαίας Ελλάδας. Και...> Σταμάτησε, αβέβαιος.
Ενώ μιλούσε, η Σίνθια άρχισε να χαμογελά ευχαριστημένη.
<Και…;> τον παρότρυνε, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι στα αριστερά.
Τώρα πια, ο ΜακΚίντοκ δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Ο κύβος ερρίφθη.
<…κι ελπίζω να μην έχω το τέλος του Ακταίωνα. Ήταν ένας πρίγκιπας από τη Θήβα ο οποίος, πηγαίνοντας για κυνήγι, είδε την Άρτεμη, ενώ έκανε γυμνή μπάνιο. Κρύφτηκε και παρέμεινε να την παρατηρεί, μα ήταν τόσο συνεπαρμένος, που δεν κατάλαβε ότι πάτησε ένα κλαδί. Ο ήχος τον έκανε να αποκαλυφθεί κι η Άρτεμις δυσαρεστήθηκε τόσο πολύ από το επίμονο βλέμμα του Ακταίονα, που τον έριξε στο μαγικό νερό και τον μετέτρεψε σε ελάφι. Τα σκυλιά του τον πέρασαν για θήραμα και του όρμησαν, σκοτώνοντάς τον>. Έκανε μία παύση, μεταμελημένος, και μετά επανέλαβε: <Ελπίζω να μην έχω το τέλος του Ακταίονα…>
Εκείνη χαμογέλασε ελαφριά, διασκεδάζοντας.
<Δε βλέπω σκυλιά εδώ>.
Ο ΜακΚίντοκ αναστέναξε, ανακουφισμένος και, με τη σειρά του, χαμογέλασε ελαφριά και μετά πήρε τόνο αυτοπεποίθησης:
<Ε, γι’αυτή τη φορά σώθηκα. Με συγχωρείτε αν σας ενόχλησα>, και γύρισε στη δική του θέση.
<Δεν υπάρχει κάτι να συγχωρήσω. Κι εγώ χρειάζομαι μία χαλαρωτική κουβέντα, μετά από την ημέρα που πέρασα. Λάχλαν, είπατε; Από πού προέρχεται;>
Ο ΜακΚίντοκ χαλάρωσε.
<Είναι κέλτικο όνομα και, από ότι φαίνεται, σημαίνει «ο προερχόμενος από τη λίμνη» ή «ο βίαιος πολεμιστής»>.
<Προτιμώ τον πρώτο ορισμό. Εσείς τι λέτε;>
<Σίγουρα. Συμφωνώ>. Ο ΜακΚίντοκ αισθανόταν απόλυτα άνετα, ενώ μιλούσε με τη Σίνθια. Ήταν ευχάριστο να συζητά μαζί της και, ακόμη πιο ευχάριστο, το να βρίσκει αμέσως κοινά σημεία. Εδώ και καιρό οι σχέσεις του με τους άλλους περιλάμβαναν μόνο αγχωτικές διαφωνίες, πικρές αποφάσεις και πομπώδεις δημόσιες συζητήσεις!
Ο ΜακΚίντοκ πρότεινε στη γυναίκα:
<Τι θα λέγατε να καθόμασταν λίγο πιο άνετα;>, δείχνοντας έναν άνετο χώρο, δίπλα στο μπαρ, με χαμηλά τραπεζάκια και μαλακές πολυθρόνες.
Εκείνη κοίταξε το ρολόι της και ζύγισε για λίγο την πρόταση, πράγμα που τάραξε το ΜακΚίντοκ, και μετά είπε:
<Μα ναι, εξάλλου δεν είναι και τόσο αργά>.
Πήρε το ποτήρι της και πήγε μαζί του προς τα τραπεζάκια. Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλον, με ένα τραπεζάκι ανάμεσά τους.
Εκείνη ήπιε άλλη μία γουλιά σέρι, ο ΜακΚίντοκ, που δεν είχε πια τίποτα να πιει, στράφηκε προς τον πάγκο του μπαρ κι έκανε νόημα στο μπάρμαν, ο οποίος μόλις είχε γυρίσει στη θέση του. Εκείνος έφτασε αμέσως και ο ΜακΚίντοκ απευθύνθηκε στη Σίνθια:
<Μπορώ να σας προσφέρω κάτι; Όπως αλμυρά σνακς, ή ίσως κάποιο γλυκό; Ένα παγωτό;>
Εκείνη το σκέφτηκε και αποφάσισε:
<Γιατί όχι; Αλμυρά σνακς, ευχαριστώ>.
Ο ΜακΚίντοκ, αντίθετα, παρήγγειλε ένα τόνικ κι ο μπάρμαν έφυγε για να ετοιμάσει την παραγγελία.
Η Σίνθια σταύρωσε τα πόδια και πήρε μία πολύ άνετη στάση.
<Πώς βρεθήκατε στο Μπέρμιγχαμ;> τον ρώτησε.
<Είμαι εδώ για το συνέδριο πάνω στην ελληνική μυθολογία. Είμαι καθηγητής Κλασσικών Σπουδών και θέλω να ενημερώνομαι>.
<Α, καταλαβαίνω. Και για αυτό ξέρατε τα πάντα για την Άρτεμη. Αλλά...> πρόσθεσε με λίγη δόση κακίας <… κι αν σας έστελνα ένα αγριογούρουνο;>
Ο ΜακΚίντοκ έμεινε εμβρόντητος. Ανατρίχιασε ως τις ρίζες τον μαλλιών κι αισθανόταν εντελώς ηλίθιος. Η Σίνθια ήξερε τα πάντα για την Άρτεμη, τα πάντα! Του έκανε πλάκα εκείνη την ώρα κι εκείνος την πάτησε.
<Θα είχα το τέλος του Άδωνη, που σκοτώθηκε από ένα αγριογούρουνο, που έστειλε η Άρτεμις>, σημείωσε μελαγχολικά. Μετά είχε μία έμπνευση:
<Μα ήταν λογικό: ποιος θα μπορούσε να ξέρει του θρύλους για εκείνη, περισσότερο από την ίδια τη θεά;>
Η Σίνθια χαμογέλασε κολακευμένη.
<Αυτό σημαίνει ότι αυτή τη φορά θα φανώ μεγαλόψυχη. Γιατί, επιπλέον, αυτή η θεά ασχολείται περισσότερο με επενδύσεις, παρά με σαπουνόπερες του Ολύμπου>.
Τώρα χαμογέλασε και ο ΜακΚίντοκ κι αισθάνθηκε χαρούμενος που τη γνώρισε. Ήταν μία γυναίκα μορφωμένη κι έξυπνη, απίστευτα συναρπαστική.
Ο μπάρμαν έφερε τις παραγγελίες. Επειδή η Σίνθια είχε τελειώσει το σέρι, ο ΜακΚίντοκ την κοίταξε διερευνητικά κι εκείνη παρήγγειλε:
<Τόνικ και για μένα, ευχαριστώ>.
Ξεκίνησαν να σερβίρονται τα αλμυρά σνακς, τα οποία ήταν πραγματικά ποικίλα και λαχταριστά. Για λίγη ώρα έμειναν σιωπηλοί και, μετά, ο ΜακΚίντοκ τη ρώτησε:
<Επενδύσεις, λοιπόν; Ενδιαφέρον. Πρέπει να είναι δουλειά με μεγάλη ευθύνη>.
<Σίγουρα>, επιβεβαίωσε εκείνη. <Πρέπει να αναλογιστείς ότι αυτός που αποφασίζει να επενδύσει χρήματα, προσδοκά ένα κέρδος, ή, στη χειρότερη περίπτωση, τουλάχιστον να διατηρήσει το κεφάλαιο που επένδυσε. Αυτό εξαρτάται σημαντικά από το προφίλ κινδύνου που επιλέγει ο επενδυτής. Όσο πιο υψηλός είναι ο κίνδυνος, οπότε μιλάμε για επενδύσεις με πολλές μετοχές, τόσο πιο μεγάλος είναι το κέρδος, με την προϋπόθεση ότι ο χρονικός ορίζοντας της επένδυσης είναι, τουλάχιστον, πέντε χρόνια. Αυτή η διάρκεια είναι αρκετά μεγάλη για να επιτρέψει στις μετοχές να αυξηθούν σε αξία με τον καιρό, ενώ υπόκεινται σε έντονες διακυμάνσεις, στη βραχυπρόθεσμη περίοδο, οι οποίες συνδέονται με την πορεία της αγοράς. Η τάση είναι που μετράει, σε αυτή την περίπτωση, γιατί αν οι μετοχές είναι από υγιείς εταιρίες, η αξία τους θα αυξηθεί αναπόφευκτα, εκτός από περίπτωση πολέμων και εξεγέρσεων ή διαταραχών σε εθνικό ή παγκόσμιο επίπεδο. Αν ο επενδυτής είναι, σε λογικά πλαίσια, σίγουρος ότι δε χρειάζεται τα χρήματα που επενδύονται, τουλάχιστον για την ελάχιστη διάρκεια αυτού του είδους συναλλαγών, τότε είναι πολύ πιθανό ότι μετά από μερικά χρόνια, θα βρεθεί να έχει ένα σημαντικό κέρδος. Σίγουρα, κανείς δε γνωρίζει το μέλλον, ως εκ τούτου ο κίνδυνος να χάσεις λεφτά υπάρχει, είναι πραγματικός, αλλά οι οικονομία παρουσιάζει συγκεκριμένες κυκλικές πορείες, οι οποίες επιτρέπουν να κάνουμε λογικές προβλέψεις και να επενδύουμε αναλόγως>.
Ο μπάρμαν είχε, στο μεταξύ, φέρει το τόνικ για τη Σίνθια, από το οποίο ήπιε μία γουλιά και συνέχισε:
<Το άλλο άκρο είναι ο χαμηλός κίνδυνος, δηλαδή η επένδυση σταθερής απόδοσης. Σε αυτή την περίπτωση ο χρονικός ορίζοντας είναι πολύ πιο σύντομος, μπορεί να είναι και κάτω από ένα έτος. Αυτοί οι τίτλοι, πράγματι, δίνουν μία χαμηλή, μα σίγουρη απόδοση κι έτσι είναι κατάλληλοι για όποιον δε θέλει να ρισκάρει τίποτα, είναι ευχαριστημένος με ένα μικρό κέρδος και ξέρει ότι έχει το κεφάλαιό του στη διάθεσή του, κυριολεκτικά, όποτε θέλει.
Μεταξύ των δύο άκρων, υπάρχουν οι μικτές επενδύσεις, στις οποίες επιλέγεται να επενδυθεί ένα μέρος του κεφαλαίου σε μετοχές κι ένα μέρος σε επενδύσεις σταθερής απόδοσης, σε αναλογίες που ποικίλουν, ανάλογα με το ποσοστό κινδύνου. Με αυτή τη μέθοδο, είναι λογικό να περιμένει κανείς ότι αν ένα μέρος της επένδυσης δεν πηγαίνει πολύ καλά, σε μία δεδομένη περίοδο, το άλλο αντίθετα θα είναι διασφαλισμένο, έτσι ο επενδυτής είναι πιο ήσυχος. Η δουλειά μου είναι να καθοδηγώ τον επενδυτή στην επιλογή του είδους επένδυσης, που είναι πιο κατάλληλη για εκείνον. Επειδή διακυβεύονται τα χρήματα του πελάτη, χρειάζεται ικανότητα, ευσυνειδησία και μεγάλη υπευθυνότητα, ώστε να προτείνεις μία επένδυση έναντι κάποιας άλλης. Τα λάθη δεν επιτρέπονται. Ή καλύτερα, δεν υπάρχει δεύτερη φορά για το λάθος γιατί, μετά την πρώτη, είναι σίγουρο ότι θα πρέπει να αλλάξεις δουλειά>.
Ήπιε ακόμη μία γουλιά από το τόνικ και τον κοίταξε:
<Σας κουράζω, έτσι;>
Ο ΜακΚίντοκ την άκουγε γοητευμένος για κάμποση ώρα. Αυτή η φωνή που εξέφραζε με μαεστρία άχαρα θέματα, όπως τα οικονομικά, αυτά τα πράσινα μάτια που κοιτούσαν μακριά όσο μιλούσε, τον είχαν μαγέψει ολοκληρωτικά.
<Όχι, κάθε άλλο>, απάντησε ζεστά. <Είναι πολύ ενδιαφέρον θέμα. Όπως πολλοί άλλοι, έχω κι εγώ επενδύσεις, αλλά οφείλω να πω ότι ποτέ δε γνώρισα κανέναν που να μου μίλησε γι’ αυτό το θέμα, όπως εσείς>.
Εκείνη πήρε ένα ακόμη αλμυρό και ρώτησε ευχάριστα:
<Και πώς πάνε οι επενδύσεις σας;> και ξεκίνησε να ροκανίζει το αλμυρό: ήταν με πιπεριά και αντσούγια, πολύ νόστιμο.
Ο ΜακΚίντοκ ήπιε σκεπτικός μία γουλιά από το τόνικ και μετά απάντησε:
<Πραγματικά, δε γνωρίζω. Τώρα που το σκέπτομαι, είναι αρκετό το ότι δε με προβληματίζει. Ποιος ξέρει ποια είναι η πορεία των χρημάτων μου. Θα φροντίσω να το ελέγξω, μία από αυτές τις ημέρες>.
Ναι, μία από αυτές τις ημέρες. Όπως για πολλά άλλα πράγματα, εκείνη η ημέρα δεν ήρθε ποτέ, απορροφημένος καθώς ήταν από τη δουλειά και λόγω της υποσυνείδητης απόστασης που είχε πάρει από οτιδήποτε δεν αφορούσε άμεσα το Πανεπιστήμιο. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι είχε αφήσει πολλά πράγματα στη μοίρα τους, χωρίς να τα ορίζει εκείνος. Τις φιλίες, τις επενδύσεις, τη μοναξιά του.
Η μοναξιά.
Αισθάνθηκε, στο βάθος της ψυχής του, πόσο μόνος ήταν. Και πόσο καιρό ήταν μόνος του.
Εκείνη τη στιγμή, ο ΜακΚίντοκ είδε τον εαυτό του. Είδε αυτό που είχε γίνει. Μία ισχυρή προσωπικότητα με κύρος, στα μάτια του κόσμου.
Αλλά δυστυχισμένος, ως άνθρωπος.
Την κοίταξε σταθερά στα μάτια.
<Αναρωτιόμουν…>, ξεκίνησε να λέει διστακτικά, <αναρωτιόμουν αν…> διέκοψε ξανά, <αναρωτιόμουν αν θα είχατε την ευγενή καλοσύνη να αναλάβετε τις επενδύσεις μου>, κατέληξε ξεφυσώντας.
Η Σίνθια ανταπέδωσε το βλέμμα και, ενώ εκείνος μιλούσε, διάβασε στα μάτια του αυτό που είχε μέσα του αυτός ο άνδρας. Διάβασε τη μοναξιά μα και το μέγεθος της προσωπικότητάς του.
Δε δίστασε στιγμή.
<Δε θα μου άρεσε να κοιμηθώ μόνη μου, απόψε>.
Το είπε με τόση φυσικότητα, που ο ΜακΚίντοκ δε συνειδητοποίησε αμέσως το νόημα των λέξεών της.
Μετά από λίγο, ωστόσο, το συνειδητοποίησε και τον κατέλαβε ένα πολύ δυνατό συναίσθημα. Τα μάτια του υγράνθηκαν και με τρεμάμενα χείλη, άπλωσε το χέρι του, για να πιάσει απαλά το δικό της, ενώ εκείνη χαμογελούσε με χάρη.
Πήραν μαζί τους τα ποτήρια και ανέβηκαν με το ασανσέρ, χέρι-χέρι.
Ο μπάρμαν τους κοίταζε, ενώ απομακρύνονταν.
«Ουάου, τι ταχύτητα», σκέφτηκε.
Κοίταξε μπερδεμένος, το κουτάκι που είχε σε ένα ράφι.
«Να ήταν τα αλμυρά;»
Το δωμάτιο της Σίνθια έμοιαζε πολύ με το δικό του, ευρύχωρο, με ένα ημίδιπλο κρεβάτι, μία ευμεγέθη ντουλάπα, ένα άνετο γραφείο και μία πολυθρόνα για χαλάρωση. Η δορυφορική τηλεόραση και το μίνι-μπαρ ήταν πολύτιμες ανέσεις για τον ένοικο του δωματίου. Η διακόσμηση ήταν μελετημένη, όπως άρμοζε σε ένα ξενοδοχείο Α’ Κατηγορίας, όπως εκείνο. Οι πίνακες στους τοίχους αναπαριστούσαν μονοπάτια του Γιόρκσαϊρ, με τους καταπράσινους ερεικώνες να τους σαρώνει ασταμάτητα ο άνεμος.
Το μπάνιο φαινόταν πολύ φιλόξενο, με ολοκαίνουργια είδη υγιεινής που ήταν τέλεια απολυμασμένα. Η πολυτελής ντουσιέρα με κρυστάλλινη καμπίνα, ήταν εξαιρετικά θελκτική. Πράγματι, η Σίνθια ξεκίνησε αμέσως να προετοιμάζεται. Έβγαλε το κλάμερ κι άφησε τα μαλλιά της να λυθούν, γυρίζοντας αρκετές φορές το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά για να τα ξεμπερδέψει. Της έφταναν ως τη μέση κι αποκαλύφθηκε ένα προσεγμένο κόψιμο σε μήκη. Σήκωσε το σακάκι και το έβαλε με τάξη στην κρεμάστρα. Δεν έβγαζε αυτά τα τόσο κομψά παπούτσια. Όχι ακόμη. Όταν κατέβασε το φερμουάρ της φούστας, ο ΜακΚίντοκ ένιωσε να χάνεται και, για να καλύψει την αντίδρασή του, ρώτησε αν μπορούσε να πάει στο δωμάτιό του, για να πάρει τα προσωπικά του είδη.
Μόλις βγήκε από την πόρτα, με τις στάλες τους ιδρώτα να λάμπουν πάνω στο μέτωπό του και την καρδιά του που χτυπούσε σαν τρελή, αναρωτήθηκε αν έκανε κάποια τρέλα. Καθώς προχωρούσε στον διάδρομο με μηχανικό βήμα και έπαιρνε το ασανσέρ για να κατέβει στον πρώτο όροφο, όπου βρισκόταν το δωμάτιό του, συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν πλέον παντρεμένος. Ήταν, πλέον, χρόνια χωρισμένος και έπρεπε να θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο να ψάχνει για νέες ευκαιρίες. Έβαλε, βιαστικά, στη βαλίτσα μία αλλαξιά εσώρουχα, ένα σιδερωμένο κοστούμι και τα είδη προσωπικής υγιεινής, μετά έκλεισε την πόρτα και ξεκίνησε, πιο ήρεμος τώρα, προς τον δεύτερο όροφο και το δωμάτιο 216.
Χτύπησε, μα δεν πήρε απάντηση. Δοκίμασε το πόμολο και ανακάλυψε ότι η Σίνθια είχε αφήσει ανοικτή την πόρτα για εκείνον. Δεν ήταν όνειρο, λοιπόν, αυτό που ζούσε.
Μπήκε και άκουσε τον ήχο από το νερό του ντους. Έβαλε τη βαλίτσα του κοντά στη ντουλάπα και μετά είδε ότι η πόρτα του μπάνιου είχε μείνει ανοικτή.
Και μέσα από την πόρτα, είδε τη Σίνθια.
Μέσα στην κρυστάλλινη καμπίνα, κάτω από το γενναιόδωρο μασάζ του καυτού νερού, εκείνη περνούσε το γεμάτο αφρόλουτρο σφουγγάρι πάνω από τον θώρακά της, κάτω από τα πλούσια στήθη της, πάνω στο στομάχι και την κοιλιά της. Ήταν γυρισμένη κατά ¾ προς την πόρτα, με το αριστερό της πόδι ελαφρά ανοικτό, από το γόνατο και πάνω. Τον είδε και δεν κινήθηκε ούτε χιλιοστό. Του χαμογέλασε και συνέχισε να σαπουνίζει τα χέρια, τις μασχάλες, τα πλευρά της..
Ο ΜακΚίντοκ θα ήθελα να βρει τη δύναμη να πάρει τα μάτια του από αυτό το θέαμα, τουλάχιστον από σεβασμό, αλλά δεν την έβρισκε.
Ήταν πανέμορφη. Θαυμάσια.
Έμεινε άφωνος να κοιτάζει το θαυμάσιο, χυμώδες και απίστευτα αισθησιακό κορμί.
Εκείνη ξεκίνησε να περνά το σαπούνι από τη βουβωνική χώρα, αργά, μεθοδικά και να τινάζει πίσω το κεφάλι της με ρυθμό.
Το βλέμμα του ΜακΚίντοκ ακολούθησε, χωρίς να μπορεί να αντισταθεί, τις κινήσεις του σφουγγαριού, με μάτια διάπλατα ανοικτά, χωρίς να μπορεί να κινηθεί.
Μέχρι που κατάλαβε ότι εκείνη τον κοιτούσε πονηρά χαμογελώντας.
Η Σίνθια γέμισε με νερό το καπάκι του αφρόλουτρου και το έριξε από την ανοικτή οροφή της ντουσιέρα.
Ο ΜακΚίντοκ ξαφνιάστηκε, σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα κι έγινε κατακόκκινος από την ντροπή. Κατάλαβε πώς θα πρέπει να ένιωσε ο καημένος ο Αθέονας του γνωστού μύθου. «Ω Άρτεμις! Πόσους άνδρες κατέκτησες με την ομορφιά σου! Τώρα κι εγώ πλύθηκα με μαγικό νερό: θα γίνω ελάφι;»