Κριτήριο Λάιμπνιτς - Maurizio Dagradi 6 стр.


Η Σίνθια έβγαλε ένα νευρικό γελάκι και πέρασε γρήγορα την πλάτη της, τους γλουτούς και τα πόδια της ενώ, στο τέλος, ξεπλύθηκε με άφθονο νερό, στριφογυρίζοντας κάτω από το ντους και περνώντας, επιπλέον, τα δάχτυλα από τα μαλλιά, για καλύτερο ξέπλυμα. Έκλεισε τη βρύση και άφησε το νερό να κυλήσει στο κορμί της, έστυψε τα μαλλιά της και στο τέλος άνοιξε διάπλατα την καμπίνα, βγήκε και του γύρισε την πλάτη της, για να φορέσει το μπουρνούζι, που ο ΜακΚίντοκ κρατούσε έτοιμο για εκείνη.

Το έσφιξε γύρω της και γύρισε μπροστά. Ήταν ζεστή, αρωματισμένη από το αφρόλουτρο με άρωμα λεβάντας, με λουσμένα μαλλιά και δέρμα κορεσμένος από το καυτό νερό. Τρομερά ποθητό.

Κινήθηκε για να βγει από το μπάνιο. Ο ΜακΚίντοκ δεν κατάφερε να κρατηθεί και ακούμπησε τα χέρια του στους μηρούς της και φέρνοντάς τα μπροστά, αλλά χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Η Σίνθια τον κοίταξε επικριτικά:

<Το ντους!>

Εκείνος χαλάρωσε το άγγιγμά του και την άφησε να περάσει αποθαρρυμένος.

Η Σίνθια βγήκε από το μπάνιο, έδεσε κόμπο τη ζώνη από το μπουρνούζι, στη μέση της και πήρε το πιστολάκι από τη βαλίτσα, μετά ξαναμπήκε και άρχισε να στεγνώνει τα μαλλιά της, μπροστά στον καθρέφτη που είχε θολώσει κατά το ήμισυ.

Τότε, ο ΜακΚίντοκ βγήκε με τη σειρά του και γδύθηκε, βάζοντας τα ρούχα του σε ένα ελεύθερο σημείο της ντουλάπας και τα, χωρίς βραχίονες γυαλιά του, πάνω στο γραφείο. Ετοίμασε μία πιτζάμα, στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού.

Έχοντας πια συμπληρώσει τα 58 του, ήταν πολύ τακτικός. Ως καλός Σκωτσέζος έτρωγε πολύ, επίσης του άρεσε να περπατά γρήγορα και για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ειδικά μέσα στο κτίριο του Πανεπιστημίου. Χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητο μόνο όταν ήταν απαραίτητο και αυτό τον βοηθούσε να διατηρείται σε πολύ καλή φόρμα. Μόνο μία μικρή κοιλίτσα είχε αυτός ο αδύνατος και μεσαίου αναστήματος άνδρας, με τα γκρίζα μαλλιά και το διαπεραστικό βλέμμα των καστανών του ματιών.

Έφτασε ως μέσα στη ντουσιέρα με μία πετσέτα τυλιγμένη στη μέση του και όταν την έβγαλε και άνοιξε το νερό, έμεινε γυρισμένος προς τον τοίχο με τα πλακάκια.

Η Σίνθια δεν του έριξε ούτε ένα βλέμμα, όλη αυτή την ώρα. Συνέχισε να χρησιμοποιεί το πιστολάκι με σταθερό χέρι, πετυχαίνοντας ένα αξιοζήλευτο τελικό αποτέλεσμα. Παρά την ηλικία της, τα μαλλιά της είχαν ακόμη όγκο και λάμψη. Η βαφή αναπαρήγαγε αξιόπιστα το πραγματικό χρώμα των μαλλιών της, έχοντας μερικές μόνο σειρές άσπρων μαλλιών, σαν η σκούρα κόκκινη βαφή να μην τα είχε καλύψει τελείως και χωρίς να έχουν μακρύνει ούτε χιλιοστό.

Ξαναπήγε το πιστολάκι στο δωμάτιο. Ο ΜακΚίντοκ πλενόταν ακόμη.

Έβγαλε το μπουρνούζι, πήρε από την τσάντα το μπουκαλάκι του αρώματος και ψέκασε επαναλαμβανόμενα στον αέρα, δημιουργώντας ένα σύννεφο. Μπήκε μέσα στο σύννεφο κι έκανε πιρουέτες για λίγα δευτερόλεπτα, επιτρέποντας στο γυμνό της κορμί να απορροφήσει το άρωμα, μετά φόρεσε ένα νυχτικό από λαμπερό μετάξι, με ανοικτό πράσινο χρώμα, με μάκρος ως τους μηρούς, χωρίς εσώρουχο. Τέλος, κάθισε σε μία πολυθρόνα, μισοστεγνωμένη σε μία λάγνα πόζα.

Είχε απλώσει χαλαρά τα χέρια της πάνω στα μπράτσα της πολυθρόνας, το κεφάλι ακουμπισμένο στην πλάτη της πολυθρόνας, το δεξί πόδι σε ορθή γωνία και ξυπόλητη πάνω στη μοκέτα ενώ το αριστερό πόδι ήταν απλωμένο μπροστά.

Ο κλιματισμός ζέσταινε ευχάριστα το περιβάλλον, εκείνη την ανοιξιάτικη νύχτα.

Η Σίνθια έκλεισε τα μάτια, χαλαρώνοντας στη ζεστασιά.

Περίπου μετά από ένα λεπτό, ο ΜακΚίντοκ βγήκε από το μπάνιο φορώντας το μπουρνούζι και κατευθύνθηκε προς την πιτζάμα του, που ήταν ακουμπισμένη στο κρεβάτι. Αλλά, στη διαδρομή, έφτασε μπροστά από τη Σίνθια. Την είδε πάνω στην πολυθρόνα, αιθέρια σαν νύμφη, κόκκινη σαν ένα λουλούδι που άνθισε με θαυμάσιο τρόπο και ένιωσε το μαγικό άρωμα. Μία έκρηξη αδρεναλίνης διαπέρασε το κορμί του, από την κορυφή ως τα νύχια κι έπεσε στα γόνατα, μπροστά της. Ακούμπησε απαλά τα δάχτυλά του στον αριστερό μηρό της, μόλις που την άγγιζε. Το δέρμα της ήταν αψεγάδιαστο, ζεστό και ενυδατωμένο. Διαπέρασε με τα δάχτυλά του μερικά εκατοστά προς τους γλουτούς της, μετά φίλησε γλυκά το στρογγυλεμένο της γόνατο. Με το άλλο χέρι χάιδεψε το εσωτερικό των μηρών της, μετά πήγε το χέρι του προς τα μέσα, αρχίζοντας να φιλά εναλλάξ, πρώτα τον έναν μηρό, μετά τον άλλον. Το μετάξι από το νυχτικό γλιστρούσε προς τα πάνω σιγά-σιγά, καθώς εκείνος προχωρούσε, μέχρι που αποκαλύφθηκε η βουβωνική της χώρα. Ο ΜακΚίντοκ βρέθηκε μπροστά στην ήβη της, στην οποία έλαμπε λίγο χνούδι σε τριγωνικό σχήμα, φτιαγμένο με γεωμετρική ακρίβεια, με τη βάση του που ξεκινούσε ένα εκατοστό πάνω από το αιδοίο της και τις πλευρές του δύο εκατοστά από τα χείλη. Φίλησε την αριστερή μεριά της βουβωνικής χώρας, μετά προχώρησε με φορά αντίστροφη αυτής του ρολογιού, γύρω από το εφηβαίο, φιλώντας σε απόσταση τριών εκατοστών, μέχρι να φτάσει στη δεξιά μεριά. Ακούμπησε με τόλμη τα χείλη στην κλειτορίδα της, δίστασε, μετά περιορίστηκε σε ένα φιλί με χείλη ακόμη στεγνά. Το φιλί στο αιδοίο, απαλό και ρυθμικό και τριγύρω από τον αφαλό, για να φιλήσει κι αυτόν, μετά. Έβαλε τα χέρια του στα πλευρά της, φίλησε το στομάχι και μετά το αριστερό στήθος, ζεστό και πλούσιο, μετά πέρασε στο δεξί, τρίβοντας επίτηδες πάνω τους το στόμα και τη μύτη του.

Σε εκείνο το σημείο, η Σίνθια άνοιξε ξαφνικά τα μάτια της και με το δεξί της χέρι του άρπαξε το πέος και κρατώντας τον σαν ηλεκτρική δάδα, τον έκανε να σηκωθεί όρθιος και κινώντας το πέος, σαν λεβιέ ταχυτήτων έριξε τον ΜακΚίντοκ στο κρεβάτι με τα πόδια της. Έβγαλε το νυχτικό της και ανέβηκε πάνω του, με το στήθος της σηκωμένο, μετά με το χέρι της μετακίνησε τα μεγάλα χείλη, για να διευκολύνει την είσοδο του πέους στο αιδοίο της, μετά σταύρωσε τα δάχτυλά πίσω της και άρχισε να κινείται ρυθμικά πάνω-κάτω. Όταν έφτασε στο βάθος της, περιέστρεψε την κοιλιακή της χώρα, για να τρίψει την κλειτορίδα στο δέρμα του. Ο ρυθμός ήταν τέλειος και τακτικός, κατεβαίνοντας πιο αργά και ανεβαίνοντας πιο έντονα.

Ο ΜακΚίντοκ ήταν σε νιρβάνα, με τα χέρια του ακουμπισμένα στα γόνατα της Σίνθια, την κοιτούσε εκστασιασμένος με λατρεία. Εκείνη κινούταν με χάρη και γυναικεία αυτοκυριαρχία και φαινόταν σαν θεϊκό πλάσμα. Ενώ την χάιδευε όλη με το βλέμμα, πρόσεξε ότι, κάτω από τις μασχάλες, είχε δύο λεπτές ημικυκλικές ουλές, με πανομοιότυπο σχήμα. Στην αρχή δεν κατάλαβε, μετά θυμήθηκε ότι ένας φίλος του αισθητικός χειρουργός του είχε αφηγηθεί, μία φορά, ότι ένας από τους τρόπους για να βάζουν επιθέματα σιλικόνης στο στήθος ήταν να κάνουν μία τομή, σαν εκείνη κάτω από τη μασχάλη, έτσι ώστε να κρύβεται η ουλή. Αυτό, λοιπόν, ήταν το μυστικό πίσω από ένα τόσο πλούσιο και αισθησιακό στήθους. Ο ΜακΚίντοκ δεν απογοητεύτηκε. Το αντίθετο.

«Ποιον ενοχλεί;» Σκέφτηκε. Αν αυτό ήταν το αποτέλεσμα, ήταν ευτυχής που ήταν εκεί και το απολάμβανε.

Εκείνα τα στήθη χόρευαν μπροστά στα μάτια του, καθώς η Σίνθια πήγαινε πάνω κάτω με τα μάτια της να έχουν γυρίσει και το στόμα να είναι μισάνοιχτο. Ένας ελαφρύς αναστεναγμός συνόδευε την ολοκλήρωση κάθε κατάβασης, μέχρι που άρχισε να επιταχύνει τον ρυθμό, όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, χτυπώντας όλο και πιο έντονα πάνω του, με τον αναστεναγμό να γίνεται ένα υπόκωφο «Ωωω!», με κάθε χτύπημα. Όταν τα χτυπήματα έγιναν άγρια ανεξέλεγκτα, με το κορμί της Σίνθια τεντωμένο μέχρι που είχε σπασμούς και καλύφθηκε με ιδρώτα, έλυσε τα σταυρωμένα χέρια της και έβγαλε μία διαπεραστική κραυγή, βασανιστική και παρατεταμένη, ενώ το κορμί της τεντωνόταν και συρρικνωνόταν στον ρυθμό του οργασμού, όλο και λιγότερο συντονισμένα.

Η συμμετοχή του ΜακΚίντοκ σε εκείνη την επίδοση ήταν ελάχιστη. Ποτέ στην ζωή του δεν είχε δει κάτι τέτοιο. Δεν ήξερε, καν, ότι μία γυναίκα μπορούσε να το κάνει όλο αυτό.

Η Σίνθια ηρέμησε, ο οργασμός τελείωσε και η ανάσα επανήλθε στα κανονικά της επίπεδα. Τον κοίταξε στο πρόσωπο με μάτια που έβγαζαν αστραπές και του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στο αριστερό μάγουλο.

<Μαλάκα!> φώναξε, μετά απομακρύνθηκε από εκείνον, κατέβηκε στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε αμέσως.

Ο ΜακΚίντοκ δεν κινήθηκε καθόλου και παρέμεινε ντροπιασμένος να κοιτά το ταβάνι, με το μάγουλό του να καίει σαν αναμμένο κάρβουνο.

Είχε εκσπερματίσει, μόλις άρχισε να επιταχύνει η Σύλβια.

Βαθιά νύχτα.

Η Σίνθια κοιμόταν ελαφριά και ξύπνησε αμέσως, όταν το κεφάλι της συνειδητοποίησε την αλλαγή του ήχου στο βάθος. Μέχρι τώρα, το δωμάτιο ήταν πολύ ήσυχο, αλλά τώρα, μία φωνή κάτι μουρμούριζε.

Γυρίζοντας αργά το κεφάλι της, η Σίνθια αναζήτησε την πηγή εκείνης της φωνής και στο φως που είχε απομείνει είδε τον ΜακΚίντοκ να μιλά στον ύπνο του. Ήταν ακόμη απλωμένος, όπως τον άφησε, φορώντας μόνο το ανοικτό μπουρνούζι και η χροιά της φωνής του όλο και πιο ιδιαίτερη με κάθε λέξη που πρόφερε:

<Ἄρτεμιν ἀείδω χρυσηλάκατον, κελαδεινήν,παρθένον αἰδοίην, ἐλαφηβόλον, ἰοχέαιραν,αὐτοκασιγνήτην χρυσαόρου Ἀπόλλωνος,ἣ κατ’ ὄρη σκιόεντα καὶ ἄκριας ἠνεμοέσσαςἄγρῃ τερπομένη παγχρύσεα τόξα τιταίνειπέμπουσα στονόεντα βέλη>.

Η Σίνθια αναγνώρισε τον ομηρικό ύμνο νούμερο 27, με τίτλο «Στην Άρτεμη» και αφιερωμένο στη Θεά.

Τον ήξερε πολύ καλά, αφού από όλους τους ύμνους που γράφτηκαν προς τιμήν της Αρτέμιδας, αυτός ήταν ο αγαπημένος της.

Ο ΜακΚίντοκ συνέχιζε απτόητος, σαν να απάγγελνε στο μάθημα:

<τρομέει δὲ κάρηνα

ὑψηλῶν ὀρέων, ἰάχει δ’ ἔπι δάσκιος ὕλη δεινὸν ὑπὸ κλαγγῆς θηρῶν, φρίσσει δέ τε γαῖα πόντος τ’ ἰχθυόεις: ἣ δ’ ἄλκιμον ἦτορ ἔχουσα πάντη ἐπιστρέφεται θηρῶν ὀλέκουσα γενέθλην>

Στην πραγματικότητα, η απαγγελία ήταν έντονη, εκφραστική κι εκείνος συμμετείχε με όλο του το είναι. Στο μυαλό του ΜακΚίντοκ εκείνο το άσμα θα πρέπει να ήταν αποτυπωμένο με όλη την επεξήγηση που του έδινε. Έτσι, όλο αυτό έβγαινε και κατά τη διάρκεια της ασυνείδητης απαγγελίας.

<Αὐτὰρ ἐπὴν τερφθῇ θηροσκόπος ἰοχέαιρα,

εὐφρήνῃ δὲ νόον, χαλάσασ’ εὐκαμπέα τόξα ἔρχεται ἐς μέγα δῶμα κασιγνήτοιο φίλοιο, Φοίβου Ἀπόλλωνος, Δελφῶν ἐς πίονα δῆμον, Μουσῶν καὶ Χαρίτων καλὸν χορὸν ἀρτυνέουσα.>

Σε αυτό το σημείο, η Σίνθια άρχισε να απαγγέλλει χαμηλόφωνα, ακολουθώντας τον ΜακΚίντοκ.

<ἔνθα κατακρεμάσασα παλίντονα τόξα καὶ ἰοὺς

ἡγεῖται χαρίεντα περὶ χροὶ̈ κόσμον ἔχουσα, ἐξάρχουσα χορούς: αἳ δ’ ἀμβροσίην ὄπ’ ἰεῖσαι ὑμνεῦσιν Λητὼ καλλίσφυρον, ὡς τέκε παῖδας ἀθανάτων βουλῇ τε καὶ ἔργμασιν ἔξοχ’ ἀρίστους. χαίρετε, τέκνα Διὸς καὶ Λητοῦς ἠυκόμοιο: αὐτὰρ ἐγὼν ὑμέων τε καὶ ἄλλης μνήσομ’ ἀοιδῆς..>

Ο ύμνος είχε τελειώσει και ήταν γεμάτος αίγλη, θαυμάσιος, αφήνοντάς βαθιά ικανοποιημένη.

Πολλά χρόνια πριν, είχε αναζητήσει την προέλευση του ονόματός της και είχε πέσει πάνω στην Αρτέμιδα. Είχε μεγάλο πάθος με τον μύθο που της έφερνε στη μνήμη όλα όσα αφορούσε και την ευχαριστούσε που ο ΜακΚίντοκ τον επαινούσε ακόμη και στον ύπνο του.

Ανακάθισε στο κρεβάτι, γυμνή όπως ήταν και χαμογέλασε με μητρικό ύφος, κοιτώντας τον άντρα που κοιμόταν. Πήρε την κουβέρτα που ήταν ακουμπισμένη κοντά στο μαξιλάρι, την ξεδίπλωσε και την άπλωσε απαλά, στον κορμό και τα πόδια του ΜακΚίντοκ, καλύπτοντάς τον, μετά μπήκε κάτω από τα σκεπάσματα, έσβησε το φως, γύρισε στο πλάι και ξανακοιμήθηκε αμέσως.

Εκείνη την πρώτη συνάντησή τους σκεφτόταν ο ΜακΚίντοκ, ενώ έκλεινε πίσω του την πόρτα του γραφείου του, εκείνο το βράδυ.

Η Σίνθια του είχε αλλάξει τη ζωή και, εδώ κι έναν χρόνο, σε αυτόν τον τομέα αισθανόταν πιο ολοκληρωμένος ως άνδρας, πιο ευτυχισμένος. Κατά μέσο όρο, μία φορά την εβδομάδα, πήγαινε να μείνει στο σπίτι της, στο Λίβερπουλ. Και όταν έφτανε η καθορισμένη μέρα, οι υποχρεώσεις της ημέρας του φαίνονταν λιγότερο φορτικές, κατάφερνε ακόμη και να δει κάποια πράγματα με φιλοσοφική διάθεση. Συνήθως, όλα τα προβλήματα, μεγάλα και μικρά, για εκείνον ήταν εμπόδια με την ίδια σπουδαιότητα, που έπρεπε να τα διώξει το συντομότερο δυνατόν και τον απασχολούσαν τόσο, που του γίνονταν εμμονή. Αλλά, όταν ήξερε ότι το βράδυ θα πήγαινε στη Σίνθια, η οπτική του άλλαζε λίγο, ήταν πιο χαλαρός και τα εμπόδια, λιγότερο δύσκολα, περνούσαν σε δεύτερη μοίρα κι, επιπλέον, κάποιες φορές τα άφηνε για την επόμενη μέρα.

Βγήκε από το κτίριο και πήρε το αυτοκίνητο. Μπήκε στην οδό Όξφορντ, που περνούσε κάθετα μέσα από το πανεπιστημιακό συγκρότημα και κατευθυνόταν βόρεια. Έστριψε αριστερά στην Μπουθ Στριτ Ηστ και μετά από λίγο προχώρησε στη ράμπα πρόσβασης προς την υπέργεια Λεωφόρο Μανκούνιαν. Η κίνηση ήταν μέτρια εκείνη την ώρα και μία ελαφριά κι επίμονη βροχούλα έβρεχε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Ο υαλοκαθαριστήρας διατηρούσε με ευκολία άψογη ορατότητα.

Από την Μανκούνιαν μπορούσε να δει λίγο από το Μάντσεστέρ του, την πόλη όπου είχε γεννηθεί και την οποία αγαπούσε περισσότερο από κάθε άλλη. Δεν μπορούσε να απορροφηθεί πολύ, όμως, γιατί αυτός ο δρόμος ήταν γνωστός για το υψηλό ποσοστό ατυχημάτων.

Η μηχανή ήταν πολύ ζεστή και ο κλιματισμός άρχισε να βγάζει θερμό αέρα στο όχημα.

Η Μανκούνιαν έγινε Οδός Ντόσον κι από εκεί ο ΜακΚίντοκ έστριψε αριστερά στην Οδό Ρίτζεντ. Στην κυκλική διασταύρωση συνέχισε ευθεία στον M602, που ξεκινούσε σε εκείνο το σημείο, κι άρχισε να χαλαρώνει.

Άναψε το ραδιόφωνο και συντονίστηκε στον σταθμό που εκείνη την ώρα έλεγε τις ειδήσεις.

<... πορείες των φοιτητών στην Πλατεία Τιεν Αν Μεν παραμένουν αμείωτες. Τρίτη μέρα κινητοποιήσεων κι έχουν σημειωθεί πολλές συμπλοκές και συλλήψεις από την αστυνομία. Έχουν συλληφθεί πολλοί φοιτητές, ενώ οι δημοσιογράφοι κρατούν τις απαραίτητες αποστάσεις. Απαγορεύονται καθ’όλες τις ώρες οι φωτογραφίες και οι τηλεοπτικές λήψεις. Η πιεστική απαίτηση για Δημοκρατία φαίνεται να μην προσπερνά το «τείχος» που έχει υψώσει η Κυβέρνηση, ενώ η καταστολή φαίνεται ακόμη να είναι η μόνη απάντηση στις ειρηνικές πορείες, κατά μήκος της πλατείας…>

«Οι καημένοι», σκέφτηκε ο ΜακΚίντοκ, «περνούν, πραγματικά, άσχημα. Θα ήθελαν λίγη ελευθερία και αντί γι’αυτό τους χτυπούν και τα κλομπ. Και οι στρατιώτες πρέπει να χτυπούν, αλλιώς δεν θα φάνε ή θα τους χτυπήσουν και τους ίδιους, ή και ακόμη χειρότερα. Είναι μακριά από εμάς η Κίνα, από όλες τις απόψεις…»

Εκείνη τη στιγμή, θυμήθηκε τη συνάντηση με τον Ντρου.

Πράγματι, ο Ντρου, που από το πουθενά έβγαλε από το καπέλο του εκείνη την ανακάλυψη, μαζί με εκείνον τον έγχρωμο φοιτητή του. Πώς τον έλεγαν; Δεν θυμόταν. Θυμόταν, όμως, όσα υποστήριζαν. Αν, πράγματι, υπήρχε εμπορική εφαρμογή αυτής της ανακάλυψης, θα ήταν πολύ χρήσιμο για το Πανεπιστήμιο. Από τη στιγμή που η κυβέρνηση Χάουαρντ είχε αποφασίσει να μειώσει τα κονδύλια του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, για να δώσει μεγαλύτερο μέρος αυτών στα άλλα Πανεπιστήμια, εκείνος έψαχνε λύση για να κρατήσει το Πανεπιστήμιο στο επίπεδο που είχε πριν, αλλά ήταν πρακτικά αδύνατον. Κάθε δραστηριότητα είχε ένα κόστος και, αν το κόστος δεν καλυπτόταν, η δραστηριότητα δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Καμία συζήτηση. Καμία ένσταση. Έπρεπε να παραιτηθεί. Και το στολίδι του βρετανικού πανεπιστημιακού συστήματος, περνούσε σε δεύτερη μοίρα. Ήταν κάτι το ανήκουστο, το παράλογο. Ωστόσο, έτσι ήταν.

«Ισονομία και ισότητα», αυτό ήταν το σλόγκαν του Χάουαρντ και το εφάρμοσε μία χαρά, ο μπάσταρδος.

Τα φώτα του Σάλφορντ περνούσαν από το πλάι του δρόμου, ενώ η βροχούλα είχε μειωθεί σε λίγες σποραδικές ψιχάλες πάνω στο τζάμι.

Μία αξιοσημείωτη κίνηση ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν εκείνοι που έμπαιναν ξανά στην πόλη, εκείνοι που δούλευαν εκτός πόλης.

Ο αριθμός των αυτοκινήτων μειωνόταν σταδιακά και, όταν έφτασε στο ύψος του δάσους Άλντερ και ο M602 έγινε M62, βρέθηκε και πάλι στην εξοχή.

Назад Дальше