Μια Αναζήτηση για Ήρωες - Морган Райс 3 стр.


«Ναι», είπε ο στρατιώτης. «Πράγμα που σημαίνει σαράντα χτυπήματα με μαστίγιο αν το αποφασίσω».

«Δεν ήθελα να σας προσβάλλω, ιππότη μου», είπε ο Θορ. «Απλά ήθελα να επιλεγώ. Σας παρακαλώ. Είναι κάτι που το ονειρεύομαι όλη μου τη ζωή. Παρακαλώ, επιτρέψτε μου να ενταχθώ στο Τάγμα σας».

Ο στρατιώτης τον κοίταξε και σιγά σιγά η όψη του μαλάκωσε. Μετά από αρκετές στιγμές, κούνησε το κεφάλι του.

«Είσαι μικρός, αγόρι μου. Έχεις περήφανη καρδιά. Αλλά δεν είσαι έτοιμος ακόμα. Έλα ξανά όταν μεγαλώσεις».

Λέγοντας αυτά, γύρισε και έφυγε σαν σίφουνας και χωρίς να κοιτάξει τα άλλα αγόρια. Βιαστικά ανέβηκε στο άλογό του.

Ο Θορ, εντελώς αποκαρδιωμένος, παρακολουθούσε καθώς η πομπή ξεκίνησε ξανά. Όσο γρήγορα είχαν έλθει, τόσο γρήγορα έφυγαν.

Το τελευταίο πράγμα που είδε ο Θορ ήταν τα αδέλφια του να κάθονται στο πίσω μέρος της τελευταίας άμαξας και να τον κοιτάζουν κοροϊδευτικά και με αποδοκιμασία. Εκεί, μπροστά στα μάτια του, έφευγαν μακριά απ’ τον τόπο αυτό, για μια καλύτερη ζωή.

Μέσα του, ο Θορ ένιωθε σαν να πέθαινε.

Καθώς ο ενθουσιασμός στο χωριό σιγά σιγά υποχωρούσε, οι χωρικοί άρχισαν να γυρίζουν σπίτι τους.

«Μπορείς να συνειδητοποιήσεις πόσο ανόητα φέρθηκες, χαζό παιδί;» του είπε απότομα ο πατέρας του, αρπάζοντάς τον από τους ώμους. «Καταλαβαίνεις ότι θα μπορούσες να είχες καταστρέψει την ευκαιρία των αδελφών σου;»

Ο Θορ έσπρωξε απότομα τα χέρια του πατέρα του, αλλά εκείνος του έδωσε ένα χαστούκι στο πρόσωπο με την ανάποδη του χεριού του.

Ο Θορ ένιωσε έντονα τον πόνο στο πρόσωπό του και αγριοκοίταξε τον πατέρα του. Για πρώτη φορά, ένα μέρος του εαυτού του ήθελε να ανταποδώσει το χτύπημά του. Αλλά συγκρατήθηκε.

«Πήγαινε να βρεις τα πρόβατά μου και να τα φέρεις πίσω. Τώρα! Και όταν γυρίσεις, μην περιμένεις να βρεις φαΐ από μένα. Απόψε δεν έχει φαγητό για να σκεφτείς αυτό που έκανες».

«Μπορεί και να μην γυρίσω καθόλου!» φώναξε ο Θορ δυνατά και έφυγε για τους λόφους τρέχοντας για να απομακρυνθεί από το σπίτι του.

«Θορ!» ούρλιαξε ο πατέρας του. Κάποιοι χωρικοί που ήταν ακόμα στο δρόμο σταμάτησαν και κοίταζαν.

Ο Θορ έτρεχε στην αρχή πιο αργά, αλλά στη συνέχεια το τρέξιμό του έγινε πολύ γρήγορο, θέλοντας να φύγει απ’ αυτό το μέρος όσο πιο μακριά μπορούσε. Σχεδόν δεν είχε  καταλάβει ότι έκλαιγε και τα δάκρυά του πλημμύριζαν το πρόσωπό του, τώρα που όλα του τα όνειρα είχαν γίνει κομμάτια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Βράζοντας από θυμό, ο Θορ περιπλανήθηκε για ώρες στους λόφους ώσπου τελικά διάλεξε ένα λόφο και κάθισε αγναντεύοντας τον ορίζοντα με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στα πόδια του. Έβλεπε τις άμαξες να ξεμακραίνουν και να χάνονται μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης που παρέμενε για ώρες στον αέρα.

Δεν θα υπήρχαν άλλες τέτοιες επισκέψεις. Τώρα ήταν καταδικασμένος να μείνει στο χωριό για χρόνια, περιμένοντας μια άλλη ευκαιρία – αν αυτοί ξαναγύριζαν ποτέ. Και αν ο πατέρας του το επέτρεπε. Από δω και πέρα, θα ήταν αυτός κι’ ο πατέρας του, μόνοι στο σπίτι, και ο πατέρας του σίγουρα θα ξέσπαγε επάνω του όλη του την οργή. Θα συνέχιζε να είναι υπηρέτης του, τα χρόνια θα πέρναγαν και θα κατέληγε να γίνει σαν κι’ αυτόν, κολλημένος σ’ αυτό το χωριό να ζει μια ασήμαντη, ταπεινωτική ζωή – ενώ τα αδέλφια του θα αποκτούσαν δόξα και φήμη. Το αίμα στις φλέβες του έβραζε απ’ όλη αυτή την ταπείνωση. Δεν μπορεί να ήταν γραφτό του να ζήσει μια τέτοια ζωή. Αυτό το ήξερε.

Ο Θορ βασάνιζε το μυαλό του για το τι έπρεπε να κάνει και για το πως θα μπορούσε να αλλάξει τη ζωή του. Αλλά δεν έβρισκε τίποτα. Αυτά ήταν τα χαρτιά που η τράπουλα της ζωής του είχε μοιράσει.

Αφού είχε καθίσει εκεί για ώρες, σηκώθηκε και πήρε θλιμμένα τον δρόμο της επιστροφής ανεβαίνοντας στους γνώριμους λόφους, όλο και πιο ψηλά. Αναπόφευκτα, ο δρόμος του τον πήγε πίσω στο κοπάδι του, πάνω στον πιο ψηλό λόφο. Καθώς ανέβαινε, ο πρώτος ήλιος έδυε στον ουρανό, ενώ ο δεύτερος είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του χρωματίζοντας τον ουρανό με μια πρασινωπή απόχρωση. Περπατούσε αργά και χωρίς να το σκεφτεί έβγαλε τη σφεντόνα από την μέση του. Μια σφεντόνα που η δερμάτινη λαβή της ήταν φθαρμένη μετά από τόσα χρόνια χρήσης. Έψαξε μέσα στον σάκο που είχε δεμένο στο γοφό του και τα δάχτυλά του ψηλάφισαν την συλλογή του από πέτρες, η μια πιο λεία από την άλλη, όλες μαζεμένες μια-μια από τα πιο διαλεχτά ρυάκια. Μερικές φορές στόχευε πουλιά, άλλες φορές τρωκτικά. Ήταν μια συνήθεια που του είχε γίνει βίωμα με τα χρόνια. Στην αρχή, δεν πετύχαινε τίποτα, μετά, μια φορά, πέτυχε ένα κινούμενο στόχο. Από τότε ο στόχος του ήταν πραγματικός. Τώρα, το να ρίχνει πέτρες με τη σφεντόνα είχε γίνει αναπόσπαστο μέρος της ζωής του – και τον βοηθούσε να απελευθερώνει ένα μέρος του θυμού του. Τα αδέλφια του μπορεί να ήταν ικανοί να περάσουν ένα σπαθί μέσα από ένα κορμό δέντρου – αλλά δεν θα μπορούσαν ποτέ να πετύχουν με μια πέτρα ένα πουλί που πέταγε στον αέρα.

Χωρίς να το πολυσκεφτεί, ο Θορ έβαλε μια πέτρα στην σφεντόνα, έγειρε προς τα πίσω και την εκσφενδόνισε με όλη του τη δύναμη, σαν να είχε στόχο τον πατέρα του. Χτύπησε ένα κλαδί σε ένα μακρινό δέντρο, ρίχνοντάς το κάτω με μιας. Από τότε που είχε ανακαλύψει ότι μπορούσε να σκοτώσει ζώα εν κινήσει, είχε σταματήσει να τα στοχεύει επειδή αυτή η δύναμη που είχε τον τρόμαζε και επειδή δεν ήθελε να βλάψει κανένα ζώο. Τώρα πια οι στόχοι του ήταν μόνο κλαδιά δέντρων. Εκτός, φυσικά, κι’ αν καμιά αλεπού ερχόταν για το κοπάδι του. Με τον καιρό, κι’ αυτές είχαν μάθει να μένουν μακριά, κι’ έτσι τα πρόβατα του Θορ ήταν τα πιο ασφαλή στο χωριό.

Ο Θορ σκεφτόταν που να ήταν τώρα τα αδέλφια του και ένιωσε και πάλι τον θυμό του να αυξάνεται. Μετά από μιας μέρας διαδρομή, θα έφταναν στην Αυλή του Βασιλιά. Μπορούσε να φέρει την εικόνα στο μυαλό του. Τους έβλεπε να φτάνουν μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα όπου τους υποδέχονταν άνθρωποι ντυμένοι με τα καλά τους. Και οι πολεμιστές τους υποδέχονταν – τα μέλη του Αργυρού Τάγματος. Μετά θα τους πήγαιναν μέσα όπου θα τους παραχωρούσαν ένα μέρος για να μείνουν στους στρατώνες της Λεγεώνας, ένα μέρος όπου θα εκπαιδεύονταν στη χρήση των πιο καλών όπλων του Βασιλιά. Στον καθένα θα δίνονταν και ο τίτλος του ακόλουθου ενός διάσημου ιππότη. Μια μέρα, θα γίνονταν κι’ αυτοί ιππότες, θα τους έδιναν δικό τους άλογο, δικό τους θυρεό και δικό τους ακόλουθο. Θα έπαιρναν μέρος σε όλες τις γιορτές και θα δειπνούσαν στο τραπέζι του Βασιλιά. Μια ζωή ζηλευτή που του είχε ξεγλιστρήσει μέσα απ’ τα χέρια.

Ο Θορ ένιωθε άρρωστος και προσπάθησε να το βγάλει από το μυαλό του. Αλλά δεν μπορούσε. Ένα κομμάτι του εαυτού του, ένα κομμάτι στο βάθος της ύπαρξής του, του φώναζε δυνατά. Του έλεγε να μην εγκαταλείψει τον αγώνα και ότι είχε σίγουρα μια καλύτερη μοίρα απ’ αυτή. Δεν ήξερε ποια ήταν, αλλά ήξερε ότι δεν βρίσκονταν σ’ αυτό το μέρος. Ένιωθε πως ήταν διαφορετικός. Ίσως και ξεχωριστός. Ότι κανείς δεν τον καταλάβαινε. Και ότι όλοι τον υποτιμούσαν. Ο Θορ έφτασε στον ψηλότερο λόφο και εντόπισε το κοπάδι του. Καλά εκπαιδευμένο, ήταν ακόμα όλο συγκεντρωμένο, και τα πρόβατα μασουλούσαν με ευχαρίστηση το χορτάρι που μπορούσαν να βρουν. Ο Θορ τα μέτρησε κοιτάζοντας τα κόκκινα σημάδια που είχε βάψει στις πλάτες τους. Μόλις τελείωσε το μέτρημα πάγωσε. Ένα πρόβατο έλειπε.

Ο Θορ έβαλε μια τρεχάλα και φτάνοντας στην κορυφή του λόφου τα μάτια του έψαξαν ερευνητικά σε όλο το πλάτος του ορίζοντα ώσπου το εντόπισε, πολύ μακριά, αρκετούς λόφους μακριά – ένα μοναχικό πρόβατο με το  κόκκινο σημάδι στη ράχη του. Ήταν το πιο άγριο του κοπαδιού. Ο Θορ ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά όταν συνειδητοποίησε ότι το πρόβατο δεν είχε απλά απομακρυνθεί, αλλά είχε πάει δυτικά κι’ απ’ όλα τα μέρη που υπήρχαν γύρω του είχε διαλέξει το Σκοτεινό Δάσος.

Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του Θορ. Το Σκοτεινό Δάσος ήταν απαγορευμένο – όχι μόνο για τα πρόβατα, αλλά και για τους ανθρώπους. Βρίσκονταν έξω από τα όρια του χωριού, και από τότε που ο Θορ είχε αρχίσει να κάνει τα πρώτα του βήματα ήξερε πως δεν έπρεπε να τολμήσει να πάει ποτέ εκεί. Και δεν είχε πάει. Ο θρύλος έλεγε πως αν κάποιος πήγαινε εκεί είχε σίγουρο θάνατο αφού εκεί δεν υπήρχαν χαραγμένα μονοπάτια και το δάσος ήταν γεμάτο με μοχθηρά ζώα.

Ο Θορ κοίταξε τον ουρανό που σκοτείνιαζε και στάθμισε την κατάσταση. Δεν μπορούσε να αφήσει το πρόβατό του να χαθεί. Σκέφτηκε πως αν δρούσε γρήγορα, θα το έφερνε πίσω εγκαίρως.

Μετά από μια τελευταία ματιά πίσω του, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε με κατεύθυνση προς τα δυτικά και το Σκοτεινό Δάσος, ενώ μαύρα σύννεφα μαζεύονταν στον ουρανό. Είχε ένα δυσάρεστο συναίσθημα, όμως τα πόδια του φαίνονταν ότι συνέχιζαν από μόνα τους. Ένιωθε πως δεν υπήρχε επιστροφή, ακόμα κι’ αν το ήθελε.

Ήταν σαν να έμπαινε μέσα σ’ έναν εφιάλτη.

*

Χωρίς να σταματήσει ούτε μια στιγμή, κατέβηκε τρέχοντας μια σειρά από λόφους και μπήκε κάτω από τον πυκνό θόλο που σχημάτιζαν τα δέντρα στο Σκοτεινό Δάσος. Τα μονοπάτια τελείωναν εκεί που άρχιζε το δάσος, έτσι ο Θορ μπήκε σε μια περιοχή χωρίς κανένα διακριτικό πέρασμα, ενώ άκουγε τα καλοκαιρινά φύλλα να συνθλίβονταν κάτω από τα πόδια του.

Από την στιγμή που μπήκε στο δάσος, ένιωσε το σκοτάδι να τον περιτυλίγει αφού τα πανύψηλα πεύκα δεν επέτρεπαν στο φως να περάσει. Επίσης, εδώ ήταν πιο κρύα και μόλις μπήκε στα όρια του δάσους, ένιωσε να τον διαπερνάει ένα ρίγος. Δεν ήταν μόνο από το κρύο και το σκοτάδι – ήταν κι’ από κάτι άλλο. Κάτι που δεν μπορούσε να πει τι ήταν. Ήταν μια αίσθηση… σαν κάποιος να τον παρακολουθούσε.

Ο Θορ σήκωσε τα μάτια του ψηλά και είδε τα γέρικα κλαδιά που ήταν ροζιασμένα, πιο χοντρά ακόμα κι’ από το σώμα του, να τρίζουν στον αέρα που φυσούσε. Δεν είχε προλάβει να κάνει πενήντα βήματα μέσα στο δάσος όταν άρχισε να ακούει περίεργους θορύβους από ζώα. Στράφηκε προς τα πίσω, άλλά δεν μπορούσε να δει σχεδόν καθόλου το άνοιγμα απ’ όπου είχε μπει. Ήδη ένιωθε ότι δεν υπήρχε διέξοδος. Κοντοστάθηκε.

Το Σκοτεινό Δάσος βρίσκονταν πάντα ως κάτι βαθύ και μυστηριώδες τόσο στα όρια της πόλης όσο και στα όρια της συνείδησης του Θορ. Όποιος βοσκός είχε τύχει να χάσει κάποιο πρόβατο στο δάσος δεν είχε ποτέ τολμήσει να πάει ως εκεί για να το βρει. Ούτε και ο ίδιος ο πατέρας του. Οι ιστορίες γι’ αυτό το μέρος ήταν πολύ σκοτεινές και δεν άλλαζαν με το πέρασμα του χρόνου.

Αλλά σήμερα υπήρχε κάτι διαφορετικό που έκανε τον Θορ να μην τον νοιάζει πια, κάτι που τον έκανε να αψηφήσει κάθε προειδοποίηση ή προληπτικό μέτρο. Ένα μέρος του εαυτού του ήθελε να τεντώσει το σκοινί ως τα άκρα, να φύγει απ’ το σπίτι του όσο πιο μακριά γινόταν, και να αφήσει την ίδια τη ζωή να τον πάει όπου αυτή ήθελε.

Με τόλμη, μπήκε ακόμα πιο βαθιά στο δάσος, μετά σταμάτησε για λίγο, αβέβαιος για ποια κατεύθυνση ν’ ακολουθήσει. Είδε κάποια σημάδια και κάποια λυγισμένα κλαδιά απ’ όπου μπορεί να είχε περάσει το πρόβατό του και στράφηκε προς αυτή την κατεύθυνση. Μετά από λίγο, όμως, ξαναγύρισε.

Πριν περάσει μια ακόμη ώρα, είχε χαθεί απελπιστικά. Προσπάθησε να θυμηθεί την κατεύθυνση απ’ όπου είχε έρθει – αλλά δεν ήταν πια σίγουρος. Ένιωθε το στομάχι του να σφίγγεται από ένα δυσάρεστο συναίσθημα, αλλά σκέφτηκε πως ο μόνος τρόπος για να βγει ήταν να πάει ίσια μπροστά – κι’ έτσι συνέχισε.

Στο βάθος, ο Θορ εντόπισε μια δέσμη από ηλιαχτίδες και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Όταν βρέθηκε μπροστά σ’ ένα μικρό ξέφωτο, σταμάτησε στην άκρη, αλλά ξαφνικά κοκάλωσε. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε.

Εκεί μπροστά του, με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος του, στέκονταν ένας άντρας ντυμένος με ένα μακρύ σατέν μανδύα. Όχι, δεν ήταν άντρας – ο Θορ μπορούσε να το αισθανθεί από το σημείο που βρίσκονταν. Ήταν κάτι άλλο. Ένας Δρυίδης, ίσως. Έτσι όπως στεκόταν φαινόταν ψηλός και ευθυτενής, με το κεφάλι του καλυμμένο με κουκούλα, απόλυτα ακίνητος, σαν να μην είχε καμία έννοια για τον κόσμο.

Ο Θορ δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε ακούσει για τους Δρυίδες, αλλά δεν είχε ποτέ συναντήσει κανέναν. Κρίνοντας από τα περίτεχνα χρυσά σιρίτια πάνω στον μανδύα του, αυτός δεν ήταν ένας απλός Δρυίδης, αφού αυτά ήταν βασιλικά διακριτικά. Από την Βασιλική Αυλή. Ο Θορ δεν μπορούσε να καταλάβει. Τι έκανε εδώ ένας βασιλικός Δρυίδης;

Μετά από λίγες στιγμές που του φάνηκαν σαν αιωνιότητα, ο Δρυίδης γύρισε αργά και καθώς τον κοίταξε, ο Θορ αναγνώρισε το πρόσωπό του. Ήταν ένα από τα πιο διάσημα πρόσωπα στο βασίλειο: ο προσωπικός Δρυίδης του Βασιλιά. Ήταν ο Άργκον, ο σύμβουλος των βασιλέων του Δυτικού Βασιλείου για αιώνες. Τι έκανε εδώ, μακριά από την βασιλική αυλή, στη μέση του Σκοτεινού Δάσους; Αυτό ήταν μυστήριο. Ο Θορ άρχισε να αναρωτιέται μήπως τα φαντάζονταν όλα αυτά.

«Δεν σε ξεγελούν τα μάτια σου», είπε ο Άργκον, κοιτάζοντας τον Θορ κατάματα.

Η φωνή του ήταν βαθιά, αρχαία, σαν να ήταν τα δέντρα που μιλούσαν γι’ αυτόν. Τα μεγάλα σχεδόν διάφανα μάτια του έμοιαζαν να διαπερνούν τον Θορ και να διαβάζουν τις σκέψεις του. Ο Θορ ένιωσε μια έντονη ενέργεια να εκπέμπεται από τον Δρυίδη – έτσι όπως όταν κάποιος στέκεται απέναντι από τον ήλιο.

Ο Θορ αμέσως γονάτισε και υποκλίθηκε σκύβοντας το κεφάλι του.

«Άρχοντά μου», είπε. «Λυπάμαι που σας ενόχλησα».

Έλλειψη σεβασμού προς έναν σύμβουλο του Βασιλιά θα μπορούσε να καταλήξει σε φυλάκιση ή ακόμη και θάνατο. Αυτό ήταν κάτι που το ήξερε καλά ο Θορ από τότε που γεννήθηκε.

«Σήκω, παιδί μου», είπε ο Άργκον. «Αν ήθελα να υποκλιθείς, θα σου το είχα πει».

Αργά αργά, ο Θορ σηκώθηκε και τον κοίταξε. Ο Άργκον έκανε μερικά βήματα προς το μέρος του και τον πλησίασε. Μετά σταμάτησε και κοίταξε έντονα τον Θορ, σε βαθμό που ο Θορ άρχισε να νιώθει άβολα.

«Έχεις τα μάτια της μητέρας σου», είπε ο Άργκον.

Ο Θορ ξαφνιάστηκε. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ την μητέρα του και δεν είχε γνωρίσει κανέναν, εκτός από τον πατέρα του, που να την ήξερε. Του είχαν πει ότι είχε πεθάνει στη γέννα, κάτι που πάντα προκαλούσε στον Θορ ένα αίσθημα ενοχής, ενώ πάντα είχε την υποψία ότι αυτός ήταν ο λόγος που η οικογένειά του τον μισούσε.

«Νομίζω πως με μπερδεύετε με κάποιον άλλον», είπε ο Θορ. «Εγώ δεν έχω μητέρα».

«Δεν έχεις;» Ο Άργκον ρώτησε με ένα χαμόγελο. «Δηλαδή εσύ γεννήθηκες μόνο από άντρα;»

«Εννοούσα, άρχοντά μου, ότι η μητέρα μου πέθανε στη γέννα. Νομίζω πως με μπερδεύετε με κάποιον άλλο».

«Είσαι ο Θόργκριν, από την οικογένεια των ΜακΛέοντ. Είσαι ο πιο μικρός από τέσσερα αδέλφια. Αυτός που δεν επιλέχθηκε».

Τα μάτια του Θορ άνοιξαν διάπλατα. Πραγματικά δεν ήξερε τι συμπέρασμα να βγάλει απ’ όλα αυτά. Το γεγονός ότι κάποιος με το κύρος του Άργκον γνώριζε ποιος ήταν – υπερέβαινε την δυνατότητά του να το καταλάβει. Ούτε και είχε ποτέ του φανταστεί πως κάποιος έξω από το χωριό του μπορεί να τον γνώριζε.

«Πώς… το ξέρετε αυτό;»

Ο Άργκον του χαμογέλασε, αλλά δεν απάντησε.

Ο Θορ ξαφνικά ένιωσε να τον κυριεύει η περιέργεια».

«Πώς…», πρόσθεσε ο Θορ, ψάχνοντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις, «…πώς ξέρετε την μητέρα μου;» «Την είχατε γνωρίσει; Ποια ήταν;

Ο Άργκον γύρισε και απομακρύνθηκε.

«Ερωτήματα για κάποια άλλη στιγμή», είπε.

Ο Θορ, προβληματισμένος, τον παρακολουθούσε καθώς απομακρυνόταν. Αυτή ήταν μια τόσο μυστηριώδης συνάντηση και όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα που ένιωθε ζαλισμένος. Αποφάσισε πως δεν έπρεπε να αφήσει τον Άργκον να φύγει κι’ έτσι έτρεξε πίσω του.

«Τι κάνετε εδώ;» ρώτησε ο Θορ τρέχοντας να τον προλάβει. Ο Άργκον, χρησιμοποιώντας το ραβδί του, ένα αρχαίο αντικείμενο από ελεφαντόδοντο, περπατούσε φαινομενικά γρήγορα. «Με περιμένατε, έτσι δεν είναι;»

«Ποιον άλλον;» ρώτησε ο Άργκον.

Ο Θορ έτρεξε να τον προλάβει, ακολουθώντας τον μέσα στο δάσος και αφήνοντας πίσω του το ξέφωτο.

«Αλλά γιατί εμένα; Πώς ξέρατε ότι θα ήμουν εδώ; Τι είναι αυτό που θέλετε;»

«Πολλές ερωτήσεις», είπε ο Άργκον. «Έχουν γεμίσει τον αέρα. Αντί για ερωτήσεις, θα έπρεπε να ακούς».

Ο Θορ τον ακολούθησε, και οι δυό τους συνέχισαν να περπατάνε μέσα στο πυκνό δάσος, ενώ ο Θορ συγκρατούσε τον εαυτό του για να μείνει σιωπηλός.

«Έχεις έρθεις να βρεις το πρόβατό σου που χάθηκε», δήλωσε ο Άργκον. «Μεγαλόψυχη προσπάθεια. Αλλά χάνεις τον χρόνο σου. Δεν πρόκειται να επιβιώσει».

Назад Дальше