Τα μάτια του Θορ άνοιξαν διάπλατα.
«Πώς το ξέρετε αυτό;»
«Εγώ ξέρω κόσμους που εσύ δεν θα τους μάθεις ποτέ, αγόρι μου. Τουλάχιστον, όχι ακόμα».
Ο Θορ αναρωτιόταν καθώς βημάτιζε γρήγορα για να τον προφτάσει.
«Εσύ δεν θα ακούς, όμως. Αυτός είναι ο χαρακτήρας σου. Πεισματάρης. Σαν την μητέρα σου. Θα συνεχίσεις να ψάχνεις το πρόβατο, αποφασισμένος να το σώσεις».
Ο Θορ κοκκίνισε καθώς ο Άργκον διάβαζε τις σκέψεις του.
«Είσαι μαχητικό παιδί», πρόσθεσε. Αποφασιστικός. Πολύ υπερήφανος. Θετικά χαρακτηριστικά. Αλλά μια μέρα αυτά μπορεί να είναι η καταστροφή σου».
Ο Άργκον άρχισε να ανεβαίνει σε ένα ύψωμα γεμάτο βρύα και ο Θορ τον ακολούθησε.
«Θέλεις να μπεις στη Λεγεώνα του Βασιλιά», είπε ο Άργκον.
«Ναι!» απάντησε ο Θορ με ενθουσιασμό. «Υπάρχει καμία πιθανότητα για μένα; Μπορείτε εσείς να κάνετε κάτι γι’ αυτό;»
Ο Άργκον γέλασε, με ένα βαθύ, υπόκωφο ήχο και ο Θορ ένιωσε μια ανατριχίλα να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά του.
«Μπορώ να κάνω τα πάντα να συμβούν, ή τίποτα. Η μοίρα σου είναι ήδη γραμμένη. Αλλά είναι στο χέρι σου να την επιλέξεις».
Ο Θορ δεν κατάλαβε.
Έφτασαν στην κορυφή του υψώματος και εκεί ο Άργκον σταμάτησε και τον κοίταξε κατάματα. Ο Θορ σταμάτησε περίπου ένα μέτρο μακριά του και αισθανόταν την ενέργεια του Άργκον να τον διαπερνά σαν κάτι καυτό.
« Η μοίρα σου είναι σπουδαία», του είπε. «Μην την εγκαταλείψεις».
Τα μάτια του Θορ ήταν διάπλατα. Η μοίρα του; Σπουδαία; Ένιωσε να φουσκώνει από υπερηφάνεια.
«Δεν καταλαβαίνω. Μιλάτε με γρίφους. Σας παρακαλώ, πείτε μου κάτι περισσότερο».
Ο Άργκον εξαφανίστηκε.
Ο Θορ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Κοίταγε γύρω γύρω προς όλες τις κατευθύνσεις, προσπαθούσε να ακούσει κάτι και αναρωτιόταν. Μήπως τα είχε φανταστεί όλα αυτά; Μήπως ήταν κάποια ψευδαίσθηση;
Ο Θορ κοίταξε εξεταστικά το δάσος γύρω του. Από αυτό το σημείο πάνω στο ύψωμα, μπορούσε να δει πολύ πιο μακριά απ’ ό,τι πριν. Καθώς κοίταζε, είδε κάποια κίνηση στο βάθος. Άκουσε ένα θόρυβο και ήταν σίγουρος πως ήταν το πρόβατό του.
Κατέβηκε σκοντάφτοντας από το ύψωμα με τα βρύα και έτρεξε προς την κατεύθυνση απ’ όπου ερχόταν ο ήχος, πίσω μέσα στο δάσος. Καθώς πήγαινε, δεν μπορούσε να διώξει απ’ τη σκέψη του την συνάντησή του με τον Άργκον. Το μυαλό του δεν μπορούσε καν να συλλάβει ότι είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Τι έκανε εκεί, στο συγκεκριμένο μέρος, ο Δρυίδης του Βασιλιά; Τον περίμενε. Αλλά γιατί; Και τι εννοούσε για την μοίρα του;
Όσο πιο πολύ ο Θορ προσπαθούσε να ξεδιαλύνει το μυστήριο, τόσο λιγότερα καταλάβαινε. Ο Άργκον τον είχε προειδοποιήσει να μην συνεχίσει, ενώ συγχρόνως τον παρότρυνε να το κάνει. Τώρα, καθώς περπατούσε, ο Θορ ένιωσε ένα κακό προαίσθημα ότι κάτι εξαιρετικά σημαντικό επρόκειτο να συμβεί.
Καθώς έστριψε σε κάποιο σημείο, τα βήματά του πάγωσαν επί τόπου με το θέαμα που αντίκρισε. Όλοι οι χειρότεροι εφιάλτες του είχαν επιβεβαιωθεί μέσα σε μια μόνο στιγμή. Τα μαλλιά του σηκώθηκαν όρθια, και τότε συνειδητοποίησε ότι είχε κάνει ένα τραγικό λάθος που μπήκε τόσο βαθιά στο Σκοτεινό Δάσος.
Απέναντί του, λιγότερο από τριάντα βήματα μακριά, βρίσκονταν ένα Σάιμπολντ. Αυτό το ογκώδες και μυώδες ζώο που είχε περίπου το μέγεθος ενός αλόγου, στεκόταν στα τέσσερα και ήταν το πιο φοβερό ζώο στο Σκοτεινό Δάσος, ίσως και σ’ ολόκληρο το βασίλειο. Ο Θορ δεν είχε ποτέ δει ένα τέτοιο ζώο, αλλά είχε ακούσει αρκετούς θρύλους. Έμοιαζε με λιοντάρι, αλλά ήταν μεγαλύτερο, με πιο πλατύ σώμα, το δέρμα του είχε ένα βαθυκόκκινο χρώμα και τα μάτια του ένα κίτρινο που έλαμπε. Ο θρύλος έλεγε ότι το βαθυκόκκινο χρώμα του οφείλονταν στο αίμα αθώων παιδιών.
Στη ζωή του, ο Θορ είχε ακούσει για κάποιες εμφανίσεις του ζώου, αλλά και πάλι όλες αυτές οι ιστορίες φαίνονταν αμφίβολης αξιοπιστίας. Αυτό ίσως συνέβαινε επειδή κανείς δεν είχε επιζήσει μετά από μια τέτοια συνάντηση. Κάποιοι θεωρούσαν ότι το Σάιμπολντ ήταν ο Θεός του Δάσους και ένας οιωνός. Όμως, τι είδους οιωνός ήταν, ο Θορ δεν είχε ιδέα.
Με πολλή προσοχή, έκανε ένα βήμα πίσω.
Το Σάιμπολντ, με τα τεράστια σαγόνια του μισάνοιχτα και με σάλια να τρέχουν από τα μυτερά του δόντια, τον κοίταξε έντονα με τα κίτρινα μάτια του. Στο στόμα του είχε το πρόβατο του Θορ που στρίγγλιζε κρεμασμένο ανάποδα και με το μισό του σώμα τρυπημένο από τους κυνόδοντες του κτήνους. Ήταν σχεδόν πεθαμένο. Το Σάιμπολντ φαινόταν ότι απολάμβανε τον τρόπο που πέθαινε και δεν βιαζόταν να το αποτελειώσει – αντιθέτως, φαινόταν ότι χαιρόταν που το βασάνιζε.
Ο Θορ δεν άντεχε τις κραυγές του. Το πρόβατο, αβοήθητο, κουνιόταν σπασμωδικά, και ο Θορ ένιωσε ότι αυτός ήταν υπεύθυνος.
Η πρώτη παρόρμηση που ένιωσε ο Θορ ήταν να τραπεί σε φυγή, αλλά ήδη ήξερε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν μάταιο. Τίποτα δεν μπορούσε να ξεφύγει από ένα τέτοιο θηρίο. Ίσα-ίσα, αν άρχιζε να τρέχει, το κτήνος θα αγρίευε περισσότερο. Αλλά δεν ήθελε να αφήσει το πρόβατό του να έχει έναν τέτοιο θάνατο.
Στεκόταν εκεί, παγωμένος από φόβο, αλλά ήξερε ότι έπρεπε να κάνει κάτι.
Τα αντανακλαστικά του λειτούργησαν. Αργά αργά, το χέρι του πήγε στο σακκούλι του, έβγαλε μια πέτρα και την έβαλε στη σφεντόνα του. Με το χέρι του να τρέμει, τεντώθηκε, έκανε ένα βήμα μπροστά και έριξε.
Η πέτρα έσχισε τον αέρα και χτύπησε το στόχο της. Ήταν μια τέλεια βολή. Χτύπησε το πρόβατο κατευθείαν στο βολβό του ματιού του και διαπερνώντας τον πέρασε στον εγκέφαλό του..
Το πρόβατο παρέλυσε. Ήταν νεκρό. Ο Θορ είχε γλιτώσει το ζώο από το μαρτύριό του.
Η ματιά του Σάιμπολντ αγρίεψε. Ήταν εξοργισμένο που ο Θορ είχε σκοτώσει το παιχνιδάκι του. Άνοιξε αργά τα τεράστια σαγόνια του και άφησε το πρόβατο να πέσει. Αυτό προσγειώθηκε με γδούπο στο έδαφος του δάσους. Μετά, το κτήνος κάρφωσε τα μάτια του στον Θορ.
Γρύλισε και ένα βαθύ, μοχθηρό μουγκρητό βγήκε από τα σπλάχνα του. Καθώς κινήθηκε προς το μέρος του, και με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά, ο Θορ έβαλε άλλη μια πέτρα στη σφεντόνα του και ετοιμάστηκε να ρίξει για άλλη μια φορά.
Το Σάιμπολντ άρχισε να τρέχει και ήταν ό,τι γρηγορότερο ο Θορ είχε δει στη ζωή του. Κάνοντας ένα βήμα μπροστά, εκσφενδόνισε την πέτρα, με την προσευχή να χτυπήσει το ζώο, γνωρίζοντας ότι δεν θα είχε χρόνο να ρίξει άλλη πέτρα πριν το κτήνος τον φτάσει.
Η πέτρα χτύπησε το κτήνος στο δεξί του μάτι, ρίχνοντάς το κάτω. Ήταν μια τρομακτική πτώση που θα είχε εξουδετερώσει οποιοδήποτε μικρότερο ζώο.
Αλλά αυτό δεν ήταν ένα μικρότερο ζώο. Ήταν ένα θηρίο που δεν σταματούσε με τίποτα. Έβγαζε δυνατές κραυγές από τον πόνο του, αλλά δεν σταμάτησε να τρέχει. Ακόμα και χωρίς το ένα του μάτι, ακόμα και με την πέτρα σφηνωμένη στον εγκέφαλό του, συνέχισε αλόγιστα την επίθεσή του ενάντια στον Θορ – που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο.
Μια στιγμή αργότερα, το θηρίο είχε πέσει πάνω του. Σήκωσε το πόδι του και με το τεράστιο νύχι του τον χτύπησε δυνατά στον ώμο. Ο Θορ στρίγκλισε. Ένιωσε σαν να του είχαν σκίσει τη σάρκα τρία μαχαίρια ταυτόχρονα, ενώ ένιωθε το αίμα του, καυτό, να αναβλύζει ορμητικά μέσα από το τραύμα του. Το θηρίο τον καθήλωσε στο έδαφος και με τα τέσσερα πόδια του. Το βάρος του ήταν τεράστιο, σαν να στεκόταν ένας ελέφαντας πάνω στο στήθος του. Ο Θορ αισθάνθηκε τη θωρακική του κοιλότητα να συνθλίβεται. Το θηρίο έκανε πίσω το κεφάλι του, άνοιξε διάπλατα τα σαγόνια του αποκαλύπτοντας τα τεράστια κοφτερά του δόντια, και άρχισε να πλησιάζει απειλητικά το πρόσωπο του Θορ.
Βλέποντας αυτό, ο Θορ άπλωσε τα χέρια του και το άρπαξε από τον λαιμό. Ήταν σαν να έπιανε μια σταθερή μάζα μυών. Μετά βίας μπορούσε να το κρατήσει μακριά του. Τα μπράτσα του άρχισαν να τρέμουν καθώς τα δόντια του κτήνους πλησίαζαν όλο και περισσότερο. Ένιωσε την καυτή του ανάσα στο πρόσωπό του και τα σάλια του να στάζουν στο λαιμό του. Ένας βρυχηθμός βγήκε από το στήθος του ζώου, καίγοντας τα αυτιά του Θορ. Ήξερε ότι θα πέθαινε.
Ο Θορ έκλεισε τα μάτια του.
Σε παρακαλώ, Θεέ μου. Δώσε μου δύναμη. Βοήθησέ με να νικήσω αυτό το πλάσμα. Σε παρακαλώ. Σε ικετεύω. Θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις. Θα σου χρωστάω μεγάλη χάρη.
Εκείνη τη στιγμή κάτι συνέβη. Ο Θορ ένιωσε μια έντονη θερμότητα να ανεβαίνει μέσα στο σώμα του και να κυλά μέσα στις φλέβες του, σαν να τον διαπερνούσε ένα ενεργειακό πεδίο. Άνοιξε τα μάτια του και είδε κάτι που τον ξάφνιασε: από τις παλάμες του εκπέμπονταν ένα κίτρινο φως, και όπως έσπρωξε προς τα πίσω το λαιμό του θηρίου, είδε με έκπληξη ότι η δύναμή του ήταν τώρα αρκετή για να το κρατήσει μακριά του.
Ο Θορ συνέχισε να σπρώχνει έως ότου κατάφερε να το απωθήσει αρκετά. Η δύναμή του συνέχισε να αυξάνεται και αισθάνθηκε σαν να τον διαπερνούσε μια οβίδα κανονιού γεμάτη ενέργεια. Μέσα σε δευτερόλεπτα το θηρίο εκσφενδονίστηκε στον αέρα και προσγειώθηκε με την πλάτη δέκα μέτρα μακριά από τον Θορ.
Ο Θορ ανασηκώθηκε, χωρίς να έχει απολύτως συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει. Το κτήνος ξανασηκώθηκε στα πόδια του και λυσσομανώντας επιτέθηκε ξανά – αλλά αυτή τη φορά ο Θορ ένιωθε διαφορετικά. Η ενέργεια έρρεε μέσα στο σώμα του και αισθανόταν πιο δυνατός από κάθε άλλη φορά.
Καθώς το θηρίο έκανε ένα άλμα στον αέρα, ο Θορ έσκυψε, το άρπαξε από την κοιλιά, και το εκσφενδόνισε με τέτοια φόρα που μεταφέρθηκε μέτρα μακριά.
Το θηρίο πετώντας μέσα από το δάσος, έπεσε ορμητικά πάνω σ’ ένα δέντρο και κατέρρευσε στο έδαφος.
Ο Θορ το κοίταζε έκπληκτος. Είχε εκσφενδονίσει ένα Σάιμπολντ;
Το θηρίο ανοιγόκλεισε τα μάτια του δύο φορές και μετά κοίταξε τον Θορ. Σηκώθηκε πάνω για να επιτεθεί ξανά.
Αυτή τη φορά, όμως, καθώς προσπάθησε να ορμήσει, ο Θορ το άρπαξε από τον λαιμό. Έπεσαν και οι δύο στο έδαφος με το θηρίο πάνω στον Θορ. Αλλά ο Θορ έκανε μια στροφή και βρέθηκε από πάνω του. Το κράτησε εκεί και προσπάθησε να το πνίξει και με τα δυό του χέρια καθώς το κτήνος προσπαθούσε να σηκώσει το κεφάλι του για να μπήξει τα δόντια του στη σάρκα του Θορ. Όμως αστόχησε. Νιώθοντας ακόμα πιο έντονη τη δύναμη μέσα του, ο Θορ το καθήλωσε με τα χέρια του και δεν το άφηνε να κουνηθεί. Καθώς η ενέργεια τον διαπερνούσε, με έκπληξη κατάλαβε ότι ένιωθε πιο δυνατός από το θηρίο.
Του έσφιγγε τόσο δυνατά τον λαιμό που ο θάνατός του ήταν βέβαιος. Τελικά το θηρίο παρέλυσε.
Ο Θορ συνέχισε να του σφίγγει το λαιμό για ένα ολόκληρο λεπτό ακόμα.
Μετά, με κομμένη την ανάσα σηκώθηκε αργά αργά κοιτάζοντάς το με ορθάνοιχτα μάτια καθώς κρατούσε το λαβωμένο του μπράτσο. Τι είχε στ’ αλήθεια συμβεί; Εκείνος, ο Θορ, είχε μόλις σκοτώσει ένα Σάιμπολντ;
Ένιωσε ότι αυτό ήταν ένα σημάδι, εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, και όχι κάποια άλλη. Ένιωθε ότι είχε γίνει κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Είχε σκοτώσει το πιο γνωστό και το πιο τρομακτικό θηρίο του βασιλείου του. Εντελώς μόνος του. Χωρίς όπλο. Φαινόταν εξωπραγματικό. Κανείς δεν θα τον πίστευε.
Αισθανόταν τον κόσμο να γυρίζει γύρω του, καθώς αναρωτιόταν για τη δύναμη που τον είχε κατακλύσει, τι σήμαινε αυτό, και ποιος πραγματικά ήταν. Τα μόνα άτομα που ήταν γνωστό πως είχαν τέτοια δύναμη ήταν οι Δρυίδες. Αλλά ο πατέρας του και η μητέρα του δεν ήταν Δρυίδες, έτσι κι’ αυτός δεν θα μπορούσε να είναι Δρυίδης.
Ή μήπως ήταν;
Νιώθοντας ότι κάποιος βρισκόταν πίσω του, ο Θορ γύρισε και είδε τον Άργκον να στέκεται εκεί και να κοιτάζει το ζώο.
«Πώς ήρθατε εδώ;» ρώτησε ο Θορ έκπληκτος.
Ο Άργκον τον αγνόησε.
«Είδατε τι συνέβη;» ρώτησε ο Θορ, μην πιστεύοντας ακόμα όλα όσα είχαν γίνει. «Δεν ξέρω πώς το έκανα».
«Και όμως, ξέρεις», απάντησε ο Άργκον. «Βαθιά μέσα σου, ξέρεις. Είσαι διαφορετικός από τους άλλους».
Ήταν σαν… ένα κύμα ενέργειας», είπε ο Θορ. «Σαν μια δύναμη που δεν ήξερα ότι είχα».
«Το ενεργειακό πεδίο», είπε ο Άργκον. «Θα έρθει μια μέρα που θα το καταλάβεις αρκετά καλά. Πιθανόν θα μάθεις και να το ελέγχεις».
Ο Θορ κρατούσε σφιχτά τον ώμο του. Ο πόνος ήταν ανυπόφορος και βασανιστικός. Καθώς έσκυψε το κεφάλι του είδε το χέρι του γεμάτο αίματα. Ένιωθε να ζαλίζεται και αναρωτιόταν τι θα γινόταν αν έμενε έτσι αβοήθητος.
Ο Άργκον έκανε τρία βήματα μπροστά, άπλωσε το χέρι του, άρπαξε το ελεύθερο χέρι του Θορ και το κράτησε σφιχτά πάνω στην πληγή του. Το κράτησε εκεί, έγειρε προς τα πίσω και έκλεισε τα μάτια του.
Ο Θορ αισθάνθηκε μια ζεστασιά να διαπερνάει το μπράτσο του.
Μέσα σε δευτερόλεπτα, το παχύρρευστο αίμα που κολλούσε στο χέρι του ξεράθηκε, ενώ κατάλαβε ότι και ο πόνος του άρχισε να ελαττώνεται σιγά σιγά.
Έριξε μια ματιά στο τραύμα του και δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν: είχε θεραπευτεί. Το μόνο που είχε μείνει ήταν τρεις ουλές εκεί που τον είχαν τραυματίσει τα νύχια του ζώου. Όμως οι πληγές είχαν κλείσει και φαινόταν παλιές – σαν να είχαν γίνει αρκετές μέρες πριν. Και δεν έτρεχε άλλο αίμα.
Ο Θορ κοίταξε τον Άργκον με έκπληξη.
«Πώς το κάνατε αυτό;» ρώτησε.
Ο Άργκον χαμογέλασε.
«Δεν το έκανα εγώ. Εσύ το έκανες. Εγώ απλά κατεύθυνα τη δύναμή σου».
«Αλλά εγώ δεν έχω δύναμη να θεραπεύω», απάντησε ο Θορ σαστισμένος.
«Δεν έχεις;» απάντησε ο Άργκον.
«Δεν καταλαβαίνω. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν βγάζει νόημα», είπε ο Θορ, νιώθοντας ότι η υπομονή του είχε σχεδόν εξαντληθεί. «Σας παρακαλώ, πείτε μου».
Ο Άργκον απέφυγε να τον κοιτάξει.
«Κάποια πράγματα θα τα μάθεις με τον καιρό».
Ο Θορ σκέφτηκε κάτι.
«Αυτό σημαίνει ότι μπορώ να ενταχθώ στη Λεγεώνα του Βασιλιά;» ρώτησε με ενθουσιασμό. «Σίγουρα, αν μπορώ να σκοτώσω ένα Σάιμπολντ, θα μπορώ να φανώ και αντάξιος των άλλων αγοριών».
«Σίγουρα μπορείς», του απάντησε.
«Αλλά αυτοί διάλεξαν τα αδέλφια μου – δεν διάλεξαν εμένα».
«Τα αδέλφια σου δεν θα μπορούσαν να έχουν σκοτώσει ένα τέτοιο θηρίο».
Ο Θορ κοίταξε προς τα πίσω σκεφτικός.
«Αλλά αυτοί με έχουν ήδη απορρίψει. Πώς θα μπορούσα να μπω στην Λεγεώνα;»
«Από πότε ένας πολεμιστής χρειάζεται πρόσκληση;» ρώτησε ο Άργκον.
Τα λόγια του βρήκαν στόχο. Ο Θορ ένιωσε το σώμα του να αναθερμαίνεται.
«Εννοείτε πως θα πρέπει απλά να πάω να εμφανιστώ μπροστά τους; Απρόσκλητος;»
Ο Άργκον χαμογέλασε.
«Εσύ δημιουργείς τη μοίρα σου. Όχι οι άλλοι».
Ο Θορ ανοιγόκλεισε τα μάτια του – και μέσα σε μια στιγμή ο Άργκον είχε εξαφανιστεί.
Για άλλη μια φορά.
Ο Θορ έκανε μια στροφή κοιτώντας ολόγυρά του προς κάθε κατεύθυνση, αλλά δεν υπήρχε κανένα ίχνος του.
«Από εδώ!» ακούστηκε μια φωνή.
Ο Θορ γύρισε και είδε ένα τεράστιο βράχο μπροστά του. Αισθάνθηκε ότι η φωνή ερχόταν από την κορυφή του βράχου και άρχισε να ανεβαίνει.
Όταν έφτασε στην κορυφή, εξεπλάγη που ο Άργκον δεν ήταν εκεί.
Από αυτό το ψηλό σημείο, όμως, μπορούσε να δει τις κορυφές των δέντρων στο Σκοτεινό Δάσος. Έβλεπε που τελείωνε το δάσος και τον δεύτερο ήλιο που έδυε μέσα σ’ ένα βαθυπράσινο χρώμα. Και ακόμα πιο μακριά, έβλεπε τον δρόμο που οδηγούσε στην Αυλή του Βασιλιά.
«Ο δρόμος είναι δικός σου για να τον βαδίσεις», ακούστηκε πάλι η φωνή. «Αν τολμάς».
Ο Θορ γύρισε αλλά δεν είδε κανέναν. Ήταν απλά μια φωνή που αντηχούσε.
Όμως, ήξερε πως ο Άργκον ήταν κάπου εκεί για να τον ενθαρρύνει. Και βαθιά μέσα του, ήξερε ότι είχε δίκιο.
Χωρίς να διστάσει ούτε μια στιγμή, ο Θορ κατέβηκε από τον βράχο και, περνώντας μέσα από το δάσος, ξεκίνησε για τον μακρινό δρόμο.
Μια πορεία προς το πεπρωμένο του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Ο Βασιλιάς ΜακΓκιλ – γεροδεμένος, με πλατύ, δυνατό στέρνο, με μια πυκνή γενειάδα που είχε ήδη γκριζάρει αρκετά, μακριά μαλλιά που ταίριαζαν με τα γένια του και ένα πλατύ μέτωπο που είχε πολλές ρυτίδες από τις μάχες – στεκόταν ψηλά πάνω στις επάλξεις του κάστρου, με την Βασίλισσα δίπλα του και παρακολουθούσε τις πολυάριθμες εορταστικές εκδηλώσεις της ημέρας. Η βασιλική έκταση απλώνονταν από κάτω με όλη της τη δόξα και εκτείνονταν τόσο μακριά όσο μπορούσε να δει το μάτι. Ήταν μια πόλη στην ακμή της που περιβάλλονταν από αρχαία πέτρινα τείχη. Ήταν η Αυλή του Βασιλιά. Αυτή διασυνδέονταν με ένα λαβύρινθο από στριφογυριστά δρομάκια με πέτρινα κτίσματα όλων των σχημάτων και μεγεθών – για τους πολεμιστές, τους επιστάτες, τα άλογα, το Αργυρό Τάγμα, τη Λεγεώνα, τους φρουρούς, τους στρατώνες, την οπλαποθήκη, την αποθήκη με τις πανοπλίες και τα εξαρτήματα τους – και ανάμεσα σ’ όλα αυτά, εκατοντάδες κατοικίες για ένα πλήθος ανθρώπων που είχαν επιλέξει να μένουν μέσα στα τείχη της πόλης. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δρομάκια απλώνονταν στρέμματα με χορτάρι, βασιλικοί κήποι, λιθόστρωτες πλατείες και σιντριβάνια με νερά που ξεχείλιζαν. Η Αυλή του Βασιλιά είχε βελτιωθεί μέσα στους αιώνες από τον πατέρα του, και τον παππού του πριν από αυτόν – και τώρα ήταν στο αποκορύφωμα της δόξας της. Χωρίς αμφιβολία, ήταν τώρα το ασφαλέστερο οχυρό μέσα σ’ όλο το Δυτικό Βασίλειο του Δαχτυλιδιού.