бесшумный ἀϑόρυβος 2.
бечевка καλώδιον τό; σχοινίον τό; σπαρτίον τό.
бешенство λύσσα ἡ.
бешеный λυσσώδης 2; быть бешеным λυσσάω.
библиотека βιβλιϑήκη ή.
библия βιβλία τά.
бивень χαυλιόδων, όδοντος ὁ.
бинт τελαμών, ῶνος ὁ.
биография βίος ὁ.
битва μάχη ἡ; ἀγωνία ἡ.
бить κόπτω; παίω; ἀράττω; ϑείνω; πλήσσω; μαστίζω (хлестать); -ся ἀγωνίζομαι; μάχομαι (сражаться); σφύζω (о сердце и т.п.).
бич μάστιξ, ιγος ἡ.
благо ἀγάϑόν τό.
благовоние ϑυμίαμα, ατος τό; μύρον τό.
благодарить εὐχαριστέω; χάριν τίνω.
благодарность εὐχαριστία ἡ; χάρις, ιτος ἡ.
благодарный εὐχάριστος 2.
благодаря διά (+ gen.).
благодетель εὐεργέτης, ου ὁ.
благодеяние εὐεργεσία ἡ; εὐεργέτημα, ατος τό; εὐποιΐα ἡ.
благополучие εὐεστώ, ους ἡ; εὐδαιμονία ἡ; εὐτυχία ἡ.
благополучно εὐτυχῶς; εὐδαιμόνως; καλῶς.
благополучный ὄλβιος 3; εὐδαίμων, ονος; εὐτυχής 2.
благопристойный εὐσχήμων 2, gen. ονος.
благоприятный αἴσιος 2; δεξιός 3.
благоразумие σωφροσύνη ἡ; εὐβουλία ἡ.
благоразумный σώφρων 2; ἐπίφρων 2; εὔβουλος 2; εὐλόγιστος 2.
благородно εὐγενῶς; γενναίως.
благородный εὐγενής 2; γενναῖος 3 и e.
благородство εὐγένεια ἡ; γενναιότης, ητος ἡ.
благосклонно εὐνόως.
благосклонность εὐνοία ἡ; εὐμένεια ἡ.
благосклонный εὔνοος 2; εὐμενής 2; εὐγνώμων, ονος; εὐχάριστος 2.
благословение εὐλογία ἡ.
благословенный εὐλογητός 3; εὐλογημένος 3.
благословить, благословлять εὐλογέω.
благосостояние εὐκαιρία ἡ; εὐπορία ἡ.
благоухание εὐωδία ἡ; ὁδμή ἡ.
благоухать ὄζω.
благочестие εὐσέβεια ἡ.
благочестиво εὐσεβῶς.
благочестивый εὐσεβής 2.
блаженный μακάριος 3; μάκαρ, αρος; εὐδαίμων, ονος; εὐτυχής 2.
блаженство μακαρία ἡ; εὐδαιμονία ἡ; εὐτυχία ἡ.
бледнеть ὠχριάω.
бледность ὠχρότης, ήτος ἡ.
бледный ὠχρός 3.
блеск λαμπρότης, ητος ἡ; εὐπρέπεια ἡ; μεγαλοπρέπεια ἡ (великолепие).
блестеть λάμπω; στίλβω.
блестящий λαμπρός 3; φαεινός 3; φαιδρός 3; εὐπρεπής 2; μεγαλοπρεπής 2 (великолепный).
блеять βληχάομαι; μηκάομαι.
ближайший πλησιόχωρος 2; πλησιαίτατος 3
близкий πλησίος 3.
близко ἄγχι; σχεδόν.
близнец δίδυμος ὁ.
близость ἀγχιστεία ἡ.
блок (механизм) τροχιλία ἡ.
блоха ψύλλα ἡ.
блудница πόρνη ἡ.
блуждать πλανάομαι; περιπολέω.
блюдо δίσκος ὁ; τρύβλιον (τρυβλίον) τό; λεκάνιον τό.
блюдце λεκάνιον τό.
блюсти φυλάττω; τηρέω.
боб κύαμος ὁ.
бобр κάστωρ, ορος.
бог ϑεός ὁ; δαίμων, ονος ὁ.
богатство πλοῦτος ὁ; εὐπορία ἡ.
богатый πλούσιος 3; εὔπορος 2; быть богатым πλουτέω.
богатырь ἥρως, ἥρωος ὁ.
богиня ϑεά ἡ.
богослов θεολόγος ὁ.
богословие θεολογία ἡ.
бодать κυρίσσω.
бодро εὐϑύμως.
бодрость εὐψυχία ἡ; εὐϑυμία ἡ.
бодрствовать ἀγρυπνέω.
бодрый εὔψυχος 2; εὔϑυμος 2.
боец στρατιώτης, ου ὁ; μαχητής, οῦ ὁ (воин); πύκτης, ου ὁ; πυγμάχος ὁ (кулачный).
божественность ϑειότης, ητος ἡ.
божественный ϑεῖος 3.
божество δαιμόνιον τό; ϑεῖον τό.
бой μάχη ἡ; ἀγωνία ἡ.
бойкий ϑρασύς, εῖα, ύ.
бок πλευρά ἡ; πλευρόν τό; λαγών, όνος ὁ.
бокал κύλιξ, ικος ἡ.
боковой πλάγιος 3.
более μᾶλλον; переводится формами сравнительной степени; более страшный δεινότερος 3; более красивый καλλίων 2; более плохой κακίων 2; тем более μάλα; μάλιστα.
болезненный νοσηματικός 3; ἀλγεινός 3; ἄρρωστος 2.
болезнь νόσος ἡ; νόσημα, ατος τό.
болеть νοσέω; ἀσϑενόω (о человеке); ἀλγέω (о теле, части тела).
болотный λιμναῖος 3.
болото λίμνη ἡ; ἕλος, εος τό; τέλμα, ατος τό.
болт κλείς, κλειδός ἡ.
болтать I (взбалтывать) κινέω.
болтать II (говорить) λαλέω; διαλέγομαι; εὐρεσιλογέω; κωτίλλω.
болтливый κωτίλος 3; λάλος 3.
болтовня λάλημα, ατος τό; λαλιά ἡ; φλυαρία ἡ.
боль ἄλγος, εος τό; ἄλγημα, ατος τό.
больница ἰατρεῖον τό.
больной νοσερός 3; νοσηματικός 3.
больше μᾶλλον; μειζόνως; больше всего μάλιστα; πλεῖστον.
большой μέγας, μεγάλη, μέγα; μακρός 3.
борец ἀϑλητής, οῦ ὁ; παλαιστής, ου ὁ.
бормотать ϑρυλέω.
борода πώγων, ωνος ὁ; γενειάς, άδος ἡ.
бородатый γενειήτης, ου.
борозда ἅλοξ, οκος ἡ; αὖλαξ, ακος ἡ; ὄγμος ὁ.
бороздить χαράσσω.
борона ἄροτρον τό.
боронить ἀρόω.
бороться ἀγωνίζομαι; ἀϑλέω; δηριάω; παλαίω.
борт τοῖχος ὁ.
борьба ἀγών, ῶνος ὁ; ἆϑλος ὁ; πάλαισμα, ατος τό.
босой ἀνυπόδητος 2.
ботинок ἀρβύλη ἡ; κόϑορνος ὁ.
бочка πίϑος ὁ; πιϑάκνη ἡ.
бочонок πιϑάκνη ἡ.
боязливый δειλός 3.
боязнь φόβος ὁ; δεῖμα, ατος τό; δέος, ους τό.
бояться φοβέομαι; σεβάζομαι; δείδω; δειμαίνω; ἀποδειλιάω.
браво εὖγε.
брага μέϑυ, υος τό.
брак γάμος ὁ.
бракосочетание ὑμέναιος ὁ.
бранить ὀνειδίζω; ἐπιπλήσσω; λοιδορέω; μέμφομαι.
бранный βλάσφημος 2; λοίδορος 2.
брань λοιδορία ἡ; λοιδόρημα, ατος τό.
браслет ἕλιξ, ικος ἡ; ψέλιον τό.
брат ἀδελφός ὁ m; двоюродный брат ἀνεψιός ὁ; αὐτανέψιος ὁ.
братский ἀδελφικός 3; ἀδελφός 3.
братство ἀδελφότης, ητος ἡ.
брать λαμβάνω; αἱρέω; брать взаймы δανείζομαι; -ся ἐγχειρέω; ἐπιχειρέω (предпринимать); λαμβάνομαι.
брачный γαμήλιος νυμφεῖος 3 и 2; брачные ложе ϑάλαμος ὁ.
бревно δοκός ἡ; ξύλον τό.
бред παράνοια ἡ; μανία ἡ.
бредить παρανοέω; λυσσάω; μαίνομαι.
брезгливый ὀκνηρός 3.
брезговать ὀκνέω.
бремя ἄχϑος, εος τό; ζυγόν τό.
британец Βρεττανικός, οῦ ὁ.
британский Βρεττανικός 3.
бритва ξυρόν τό; μαχαιρίς, ίδος ἡ.
брить ξυρέω; ψιλόω.
бровь ὀφρύς, ύος ἡ.
брод πόρος ὁ; διάβασις, εως ἡ.
бродить I (странствовать) πλανάομαι; κυλίνδομαι; ἀλαίνω; περιπολέω.
бродить II (о вине, пиве) ζυμόομαι.
бродяга ἀγύρης, ου ὁ; πτωχός ὁ.
бродячий πλανητός 3.
бронза χαλκός ὁ.
бронзовый χάλκεος 3.
броня ϑώραξ, ακος ὁ.
бросать βάλλω; ῥίπτω; ἀφίημι; -ся πίπτω; ἔπειμι; ἐνάλλομαι; ἐπισεύω; ϑύνω; ὁρμάω.
бросок βολή ἡ; ῥιπή ἡ (натиск).
брус δοκός ἡ.
брызгать, брызнуть ῥαίνω.
брюква βουνιάς, άδος ἡ.
брюки ϑύλακοι οἱ; ἀναξυρίδες, ων αἱ.
брюхо γαστήρ, τρός ἡ.
бубен τύμπανον τό.
бугор γουνός ὁ.
будить ἐγείρω; ἐξεγείρω.
будка σκηνή ἡ.
будто ὡς; ὥσπερ; ὅπως.
будущее μέλλον, οντος τό.
будущий μέλλων, ον.
бузина ἀκτέα ἡ.
буйвол βούβαλος ὁ.
бук φηγός ἡ.
буква γράμμα, ατος τό.
буквально ἀκριβῶς.
буквальный ἀκριβής 2.
булава κορύνη ἡ; ῥόπαλον τό; σκυτάλη ἡ.
булавка περόνη ἡ; πόρπη ἡ.
булочная ἀρτοπώλιον τό.
булочник ἀρτοκόπος ὁ; σιτοποιός ὁ.
бульон ζωμός ὁ.
булыжник λίϑος ὁ.
бумага χάρτης, ου ὁ.
бумажный χάρτινος 3.
бунт στάσις, εως ἡ; στασιασμός ὁ.
бунтовать στασιάζω.
бунтовщик στασιάζων, οντος ὁ.
бурав τέρετρον τό; τρύπανον τό.
бурдюк ἀσκός ὁ.
бурлить ζέω; καχλάζω.
бурно σφόδρα.
бурный λάβρος 3; χειμέριος 3 и 2; σφοδρός 3.
бурый κνηκός 3.
буря ἄελλα ἡ; αἰγίς, ίδος ὁ; ζάλη ἡ; ϑύελλα ἡ (сильная).
бутон κάλυξ, υκος ἡ.
бутылка λήκυϑος ἡ; λάγυνος ὁ.
бухгалтер λογιστής, οῦ ὁ.
бухта κόλπος ὁ.
бы переводится формами конъюнктива и оптатива; я сказал бы λέξω; его воспитали бы παιδεύηται.
бывать εἰμί (находиться); visito 1 (посещать); ὑπάρχω (случаться).
бык βοῦς, βοός ὁ; ταῦρος ὁ.
быстро ταχέως; ταχύ.
быстрота τάχος, εος τό; ταχυτής, ῆτος ἡ; ὀξύτης, ητος ἡ.
быстрый ταχύς, εῖα, ύ; ὀξύς, εῖα, ύ; ὠκύς, ὠκεῖα, ὠκύ.
быт βίος ὁ.
бытие οὐσία ἡ; ὕπαρξις, εως ἡ.
быть εἰμί; ὑπάρχω.
бюст ἑρμῆς, οῦ ὁ.
В
в εἰς (+ acc.) (о направлении); ἐν (+ dat.) (о месте); переводится формами abl. без предлога (о времени).
важно μέγιστον.
важность σεμνόν τό; σεμνότης, ητος ἡ.
важный σεμνός 3; δεινός 3; μέγας, μεγάλη, μέγα.
ваза κάδος ὁ; ὀλκίον τό.
вакантный κενός 3.
вал I (насыпь) ἀναβολή ἡ (земляной); τεῖχος, εος τό; φράγμα, ατος τό (с частоколом).
вал II (волна) κῦμα, ατος τό.
валик κύλινδρος ὁ; τροχιλία ἡ.
валяльщик κναφεύς, έως ὁ.
валять I (шерсть) κνάπτω; πιλέω.
валять II (катать) κυλινδέω; -ся κυλινδέομαι.
ванна σκάφη ἡ; πύελος ἡ.
варвар βάρβαρος ὁ.
варварский βάρβαρος 2; βαρβαρικός 3.
варёный ἐφϑός 3.
варить ἕψω.
вассал ὕπαρχος ὁ; ὑπήκοος ὁ.
ваш ὑμέτερος 3.
ваяние ἀνδριαντοποιία ἡ.
ваятель ἀγαλματοποιός ὁ; ἀνδριαντοποιός ὁ.
ваять γλύφω.
вбегать, вбежать εἰστρέχω.
вбивать, вбить ἐμπήγνυμι; καταπήγνυμι.
вблизи ἀγχοῦ (+ gen., acc.); ἐγγύς (+ gen.); σχεδόν (+ gen., dat.).
вбрасывать, вбросить ἐμβάλλω; εἰσβάλλω.
введение εἰσαγωγή ἡ; προοίμιον τό (вступление).
ввезти εἰσάγω; εἰσκομίζω.
вверх ἄνω; ἄρδην; ὕψι.
вверху ὕπερϑε (ν); ὕψι.
ввести, вводить εἰσάγω; παράγω; ἐναρμόζω.
ввоз εἰσαγωγή ἡ.
ввозить см. ввезти.
вдавить, вдавливать ϑλίβω; σφίγγω.
вдалеке, вдали πόρρω; ἑκάς; τῆλε; вдалеке, вдали от τῆλε (+ gen.); ἄτερ (+ gen.); ἑκάς (+ gen.).
вдаль πόρρω.
вдвое διπλόος; δίς.
вдова χήρα ἡ.
вдовец χῆρος ὁ.
вдоволь ἄδην.
вдоль διά (+ acc.); κατά (+ acc.); παρά (+ gen.).
вдох ἀναπνοή ἡ.
вдохновение ἐπίπνοια ἡ; ἐνϑουσιάσις, εως ἡ.
вдохновенный ἔνϑεος 2; ἐνϑουσιαστικός 3.
вдохновить, вдохновлять ἐπιπνέω; βακχεύω.
вдохнуть ἀναπνέω.
вдруг ἄφνω; ἐξαίφνης; παραυτά.
вдыхать см. вдохнуть.
ведать ἄρχω; κυβερνάω (заведовать); ἐπίσταμαι; νοέω; οἶδα (знать).
ведомство ἀρχεῖον τό.
ведро ἄγγος, εος τό; ὑδρεῖον τό.
ведь γάρ; μήν.
ведьма φαρμακίς, ίδος ἡ.
веер ῥιπίς, ίδος и ῖδος ἡ.
вежливо ἀστείως.
вежливость χάρις, ιτος ἡ; φιλανϑρωπία ἡ.
вежливый ἀστεῖος 3 и 2; χαρίεις, ίεσσα, ίεν; φιλάνϑρωπος 2.
везде πανταχοῦ; πάντη.
везти I (возить) πορεύω.
везти II (удаваться) εὐτυχέω.
век ἑκατὸν ἔτη τά (столетие); αἰών, ῶνος ὁ (эпоха).
веко βλέφαρον τό.
велеть κελεύω; ἐπιτάττω; ἐπιτέλλω; παρακελεύω; προστάττω.
великан γίγας, αντος ὁ.
великий μέγας, μεγάλη, μέγα.
великодушие γενναιότης, ητος ἡ; μεγαλοφροσύνη ἡ; μεγαλοψυχία ἡ.
великодушно γενναίως.
великодушный γενναῖος 3 и 2; μεγαλόφρων 2; μεγαλόψυχος 2.
великолепие λαμπρότης, ητος ἡ; σεμνότης, ητος ἡ.
великолепно λαμπρῶς.
великолепный λαμπρός 3; σεμνός 3.
величайший πλεῖστος 3; ὑπέρτατος 3.
величественный μεγαλεῖος 3; σεμνός 3.
величина μέγεϑος, εος; ὄγκος ὁ τό.
вена φλέψ, φλεβός ἡ.
венец στεφάνη ἡ; στέφανος ὁ.
веник σάρος ὁ.
венок στέμμα, ατος τό; στέφανος ὁ.
вера πίστις, εως ἡ.
веранда πρόϑυρον τό.
верблюд κάμηλος ὁ и ἡ.
вербовать καταλέγω; συλλέγω.
верёвка κάλως, ω ὁ; καλώδιον τό; σειρά ἡ; σχοῖνος ὁ.
вереск ἐρείκη ἡ; ἐρίκη ἡ.
веретено ἄτρακτος ὁ.
верить πιστεύω.
верно ὀρϑῶς; ἀληϑῶς; ἀτρεκῶς.
верность πίστις, εως ἡ.
вернуть ἀποδίδωμι; ἀποκαϑίστημι; ἀποπέμπω; -ся ἄνειμι; ἀπέρχομαι; ἐπάνειμι; ἐπανέρχομαι; παλινδρομέω.
верный ἀληϑινός 3 (истинный), πιστός 3; ἀσφαλής 2; νημερτής 2 (надежный).
вероисповедание ϑεῖα τά; ϑεῶν ϑεραπεία ἡ.
вероломный παράσπονδος 2.
вероломство παρασπόνδημα, ατος τό.
вероятно τάχα; ἴσως; εἰκότως.
вероятность εἰκός, ότος τό.
вероятный εὔλογος 2; ἐπίδοξος 2.
вертел ὀβελός ὁ, us n.
вертеть δινέω; στρέφω; κυκλέω; ἑλίσσω; τρέπω; ὑποστρέφω; -ся στρέφομαι; ἑλίσσομαι.
вертикальный ὀρϑός 3.
верующий ϑεοσεβής 2; εὐσεβής 2.
верфь νεώριον τό.
верх ἄκρα ἡ; ἄκρον τό.
верхний ὑπέρτερος 3; μετέωρος 2.
верхом: ездить верхом ἱππεύω; ἱππάζομαι.
вершина ἄκρα ἡ; ἀκρωτήριον τό; κορυφή ἡ; ὕψος, εος τό; ὕψωμα, ατος τό.
вес βάρος, εος τό.
веселить εὐφραίνω; -ся εὐϑυμέομαι; γάνυμαι; γελάω.
весело ἱλαρῶς; εὐϑύμως; ἡδέως.
веселый ἱλαρός 3; εὔϑυμος 2; εὔφρων 2; γαῦρος 2.
веселье ἱλαρία ἡ; εὐϑυμία ἡ; εὐφροσύνη ἡ.
весенний ἐαρινός 3.
весить σταϑμόν ἔχω (иметь вес); ἵσταμαι (взвешивать).
веский ἀξιόλογος 2; διάφορος 2.
весло κώπη ἡ; ἐρετμόν τό.
весна ἔαρ, ἔαρος τό.
весной ἔαρος; ἔαρι.
веснушка ἐφηλίς, ίδος ἡ.
вести ἄγω; ἐπάγω; φέρω; вести себя έχω; παρέχω.
вестибюль πρόϑυρον τό.
вестник ἄγγελος ὁ.
весть ἀγγελία ἡ; ἄγγελμα, ατος τό.
весы ζυγός ὁ; σταϑμός ὁ; τρυτάνη ἡ.
весь ἅπας, ἅπασα, ἅπαν, e; πᾶς, πᾶσα, πᾶν; ὅλος 3 (целый).
весьма ἄγαν; λίαν; μάλα; μέγα; μέγιστον; πολύ.
ветвь κλάδος ὁ; φυλλάς, άδος ἡ; ὄζος ὁ; κλών, ωνός ὁ.
ветер ἄνεμος ὁ; πνεῦμα, ατος τό; πνοή ἡ.
ветеран ἔμπειρος ὁ.
ветерок αὔρα ἡ; πνεῦμα, ατος τό.
ветка κλάδος ὁ; φυλλάς, άδος ἡ; ὄζος ὁ.
вето ἀπόῤῥησις εως ἡ.
ветреный διήνεμος 2.
ветхий σαπρός 3.
ветчина κωλῆ ἡ.
вечер ἑσπέρα ἡ.
вечерний ἕσπερος 2.
вечером εἲς ἑσπέραν; πρὸς ἑσπέραν.
вечно ἀεί; εἰσἀεί.
вечность ἀΐδιον τό.
вечный ἀΐδιος 2; ἀέναος 2.
вешать κρεμάννυμι; κρεμαννύω.
вещественный ὑλικός 3.
вещество ὑλικόν τό.
вещь χρῆμα, ατος τό; πρᾶγμα, ατος τό, ei f.
веялка λίκνον τό; πτύον τό.
веять I (зерно) λικμάω.
веять II (о ветре) πνέω; ἐπιπνέω; ἄημι.
взаимно πρὸς ἀλλήλους; ἀλλήλων.
взаимность πρὸς ἀλλήλους χρεία ἡ.
взаимный ἀμοβαῖος 2 и 3.
взаимоотношение κοινωνία ἡ.
взаймы: брать взаймы δανείζομαι; давать взаймы δανείζω.
взвесить, взвешивать ἀϑρέω; ῥέπω.
взволновать ἐπαίρω; ἐξαίρω; -ся ἐπαίρομαι.
взгляд βλέμμα, ατος τό; διάνοια ἡ; δόγμα, ατος τό (мнение).
взглянуть βλέπω; ἀποβλέπω; παραβλέπω.
вздор λῆρος ὁ; φλυαρία ἡ говорить вздор ληρέω.
вздох οἰμογή ἡ; στόνος ὁ.
вздохнуть οἰμώζω; στένω.
вздрагивать, вздрогнуть τρέμω; τρομέω.
вздыхать см. вздохнуть.
взимать εἰσπράτττω; ἀγείρω; взимать налоги δασμολογέω.
взламывать см. взломать.
взлетать, взлететь ἀναπέτομαι.
взлом διάρρηξις, εως ἡ; ρήξις, εως ἡ.
взломать καταϑραύω; διαρρήγνυμι.
взнос εἰσφορά ἡ; ἔρανος ὁ; συντέλεια ἡ.
взойти ἀναβαίνω; ἀνέρχομαι; ἀνέχομαι; μετεωρίζομαι (подняться); ἀνατέλλω (о солнце и т.п.).
взор βλέμμα, ατος τό.
взрослеть τελειόομαι; τελεόομαι.
взрослый τέλειος 3 и 2; τέλεος 3 и 2; ἐκτελής 2.
взыскание εἴσπραξις, εως ἡ.
взыскать, взыскивать εἰσπράτττω; ἀγείρω.
взять λαμβάνω; αἱρέω; -ся ἐγχειρέω; ἐπιχειρέω (предпринимать); λαμβάνομαι.
вид εἶδος, εος τό; γένος, εος τό; ὄψις, εως ἡ (наружность); μορφή ἡ; ϑέαμα, ατος τό (зрелище); τρόπος ὁ (в грамматике).
видение φάντασμα, ατος τό; φάσμα, ατος τό; ὀπτασία ἡ.
видеть ὁράω; ἀΐω; βλέπω; δέρκομαι; ϑεάομαι.
видимо ἴσως; τάχα.
видимость φανερότης, ητος ἡ.
видимый φανερός 3.
виднеться εἴδομαι; φαίνομαι; ἀποφαίνομαι.
видно δηλὸν ἐστιν; φανερόν ἐστιν.
византийский Βυζάντιος 3.
визжать κνυζάομαι.
визит ἐπίσκεψις, εως ἡ.
вилка δίκρανον τό; τρίαινα ἡ.
вилы δίκρανον τό.
вилять (хвостом) σαίνω.
вина αἰτία ἡ; κατηγορία ἡ.
винительный: винительный падеж αἰτιατική ἡ.
винить αἰτιάομαι; ἐπαιτιάομαι; κατηγορέω; εὐθύνω; ἐγκαλέω; καταγιγνώσκω.
винный οἰνηρός 3.
вино οἶνος ὁ; μέϑυ, υος τό.
виноватый αἴτιος 3; ἐπαίτιος 2; ἔνοχος 2.
виновник αἴτιος ὁ.
виноград ἄμπελος, ου ἡ.
виноградарь ἀμπελουργός ὁ.
виноградник ἀμπελών, ῶνος ὁ; οἰνόπεδον τό.
виноградный ἀμπέλινος 2; виноградная гроздь σταφυλή ἡ.
виноделие οἰνοποιΐα ἡ.
виноторговец οἰνοπώλης, ου ὁ.
виночерпий οἰνοχόος ὁ.
винт σπεῖρα ή.
виселица ἀγχόνη ἡ.
висеть κρέμαμαι.
висок κρόταφος ὁ; κόρρη ἡ.
виссон βύσσος ἡ.
витой στρεπτός 3.
виток σπεῖρα ή; πλεκτή ἡ;.
вить πλέκω; συμπλέκω.
вихрь ἄελλα ἡ; πρηστήρ, ῆρος ὁ; στρόβιλος ὁ; τυφῶν, ῶνος ὁ.
вишневый κεράσιος 3.
вишня κέρασος ἡ (дерево); κεράσιον ό (плод).
вклад εἰσφορά ἡ; ἔρανος ὁ; σύνταξις, εως ἡ; συντέλεια ἡ; παρακαταϑήκη ἡ (денежный).
вкладывать см. вложить.
включать см. включить.
включить εἰσποιέω; περιέχω; περιλαμβάνω.
вкратце βραχέως.
вкратчивый αἱμύλος 3.
вкус γεῦσις, εως ἡ; χυμός ὁ.
вкусно ἡδέως.
вкусный ἡδύς, εῖα, ύ; λαρός 2.
влага ἱκμάς, άδος ἡ; λιβάς, άδος ἡ; νότιον τό; ὑγρόν τό.
владелец κεκτημένος ὁ.
владение κτῆμα, ατος τό; κτῆσις, εως ἡ; ἐπικράτεια ἡ.
владеть κεκτήσομαι; ἔχω.
влажность ἱκμάς, άδος ἡ.
влажный μυδαλέος 3; νοτερός 3; νότιος 3; δροσερός 3; быть влажным μυδαλέος 3.
властный τυραννικός 3; δεσποτικός 3.
власть ἀρχή ἡ; δύναμις, εως ἡ; δυναστεία ἡ; κράτος, εος τό.
влево ἐπ» ἀριστερά.
влетать, влететь εἰσπέτομαι.
влечение ἐπιϑυμητικόν τό; ἀγάπησις, εως ἡ.
вливать, влить ἐγχέω.
влияние ῥοπή ἡ.
влиять ἅπτομαι; διατίϑημι.
вложить εἰστίϑημι; ἐντίϑημι; ἐμβάλλω; παρακατατίϑεμι (о деньгах или имуществе).
влюбиться ἐράω.
влюбленный ἐραστής, οῦ ὁ.
влюбляться см. влюбиться.
вместе κοινῇ; κοινῶς; ξυνά; вместе с μετά (+ gen., dat., acc.); ὁμοῦ (+ dat.); σύν (+ dat.).
вместить χανδάνω.
вместо πρό (+ gen.).
вмешательство ἐμπλοκή ἡ.
вмешаться, вмешиваться ἐμπλέκομαι.
вмещать см. вместить.
вначале ἐξ ὑπαρχῆς.
вне ἐκτός (+ gen.); ἔξω (+ gen.).
внебрачный νόϑος 3.
внедрить, внедрять παρεισάγω.
внезапно ἐξαίφνης; ἐξαπιναίως.
внезапный ἐξαπιναῖος 3 и 2.
внести εἰσφέρω; ἐπεισφέρω; ἐπιφέρω.
внешний ἐξωτερικός 3.
внешность εἶδος, εος τό; ἰδέα ἡ; μορφή ἡ; ὄψις, εως ἡ.
вниз κάτω.
внизу κάτω; κάτωϑεν; ἔνερϑε (ν).
внимание κατανόησις, εως ἡ; обращать внимание προσέχω τὸν νοῦν; κατανοέω.
внимательно ἐπιμελῶς.
внимательный ἐπιμελής 2; εὐγνώμων 2.
вновь αὖ; αὖϑις; αὖτε; πάλιν.
вносить см. внести.
внук ὑϊδοῦς, οῦ ὁ.
внутренний ἐσωτερικός 3.
внутренности κοιλία ἡ; νηδύς, ύος ἡ; σπλάγχνον τό; χολάς, άδος, ἡ.
внутри εἴσω; ἔνδοϑι; ἐντός.
внутрь εἴσω; ἐντός.
внучка ϑυγατριδῆ ἡ.
внушать πείϑω; ἐνίημι; ἐντίϑημι; ἐπικελεύω; νουϑετέω; παρέχω.